Διάλογος Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐπί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος συμφώνως πρός τήν ἀπό 16ης Νοεμβρίου ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

«Διάλογος Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐπί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος συμφώνως πρός τήν ἀπό 16ης Νοεμβρίου ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»

Μακαριώτατε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Ἀδελφοί,

Εὐχαριστῶ τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, Πρόεδρον τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅπως καί τά Μέλη αὐτῆς, διότι μοῦ ἀνέθεσαν νά εἰσηγηθῶ τό θέμα «Διάλογος Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐπί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος συμφώνως πρός τήν ἀπό 16ης Νοεμβρίου ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».

Βεβαίως, αὐτό προέρχεται ἀπό τό ὅτι μοῦ ἀνέθεσαν τήν Προεδρία τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν μελέτην θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», ὕστερα ἀπό ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018 γιά τήν ἐξαγγελθεῖσα «πρόθεση» συμφωνίας μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, πού διατυπώθηκε μεταξύ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί τοῦ Πρωθυπουργοῦ καί ἀνακοινώθηκε τήν 6η Νοεμβρίου 2018 στό Μέγαρο Μαξίμου.

Νά θυμίσω ὅτι ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆςβ) Νά ἀναθέση στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο τήν συγκρότηση Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία θά ἀποτελεῖται ἀπό Ἱεράρχες, Νομικούς, Ἐμπειρογνώμονες καί Ἐκπροσώπους τοῦ Ἐφημεριακοῦ Κλήρου γιά τήν μελέτη τῶν θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ὁ καρπός τῆς ὁποίας θά ὑποβληθῆ στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τελική ἔγκριση.

Τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς πού διορίσθηκαν τήν 11η Δεκεμβρίου 2018 ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ἦταν τά ἑξῆς: Πρόεδρος ὁ ὁμιλῶν (Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος) καί μέλη οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Πατρῶν κ. Χρυσόστομος καί Κορίνθου κ. Διονύσιος, ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. κ. Γρηγόριος Παπαθωμᾶς, Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρ. κ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρ. κ. Γεώργιος Σελλῆς, Πρόεδρος τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου Κληρικῶν Ἑλλάδος, ὁ Ἐλλογιμώτατος κ. Βασίλειος Κονδύλης, Ἀναπληρωτής Καθηγητής τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί ὁ Ἐντιμότατος κ. Θεόδωρος Παπαγεωργίου, Εἰδικός Νομικός Σύμβουλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί Γραμματεύς ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. κ. Φιλόθεος Θεοχάρης, Α’ Γραμματεύς-Πρακτικογράφος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Πρέπει νά ἐπισημανθῆ ὅτι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἀποφάσισε νά χωρίση τά θέματα πρός ἐπεξεργασία καί συζήτηση, ἤτοι:

α) τό θέμα τῆς ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος θά τό ἐξετάση ἡ προϋπάρχουσα Ἐπιτροπή ὑπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Διδυμοτείχου καί Ὀρεστιάδος κ. Δαμασκηνό καί μέλη τούς Μητροπολίτες Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο, Πειραιῶς κ. Σεραφείμ καί Κηφισίας κ. Κύριλλο, καί τούς νομικούς Ἐντιμοτάτους Σωτήριο Ρίζο, Νικόλαο Μαγγιῶρο καί Θεόδωρο Παπαγεωργίου, ἀπό τά ὁποῖα τά Ἀρχιερατικά μέλη εἶχαν διορισθῆ ἀπ’ εὐθείας ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατά τήν Συνεδρίασή της τήν 4η Ὀκτωβρίου 2017, καί

β) τό θέμα τῆς «πρόθεσης» γιά τήν Συμφωνία μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ὡς πρός τήν ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν θά τό ἐξετάση ἡ Ἐπιτροπή μας. Αὐτό ἦταν δίκαιο νά γίνη, διότι τά θέματα εἶναι αὐτοτελῆ, ἀλλά καί δέν ἔπρεπε ἐπ’ οὐδενί λόγῳ νά παρακαμφθῆ ἡ Ἐπιτροπή πού συστάθηκε ἀπό τήν ἴδια τήν Ἱεραρχία.

Πάντως, ἡ Ἐπιτροπή μας ἀντιμετώπισε τό ζήτημα αὐτό μέ σοβαρότητα, ὑπευθυνότητα, σταθερότητα, μέσα σέ ἕνα πνεῦμα ὁμοφροσύνης, συνεργασίας, σύμπνοιας, νηφαλιότητας καί εἰλικρίνειας, καί ἔτσι ἀντιμετωπίσαμε τήν Ἐπιτροπή τῆς Πολιτείας. Γιά τόν λόγο αὐτόν θέλω νά εὐχαριστήσω τά Ἀρχιερατικά, Ἱερατικά καί λαϊκά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς καί νά ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνη μου, καθώς ἐπίσης νά εὐχαριστήσω καί τόν Γραμματέα τῆς Ἐπιτροπῆς μας Ἀρχιμανδρίτη π. Φιλόθεο Θεοχάρη γιά τήν ἄριστη ἐπιτέλεση τῶν καθηκόντων του καί τήν εὐγένειά του. Οἱ Συνεδριάσεις ἦταν ἄψογες ἀπό κάθε πλευρᾶς. Γνωρίζαμε ἀπό τήν ἀρχή ὅτι δέν ἤμασταν μιά νομοπαρασκευαστική Ἐπιτροπή οὔτε διαπραγματευτές, οὔτε εἴχαμε ἁρμοδιότητα νά ἀπορρίψουμε ἤ νά ἀποδεχθοῦμε τό κείμενο, ἀλλά ἤμασταν ἐκπρόσωποι τῆς Ἱεραρχίας εἴχαμε ἐντολή νά κάνουμε τόν διάλογο καί νά μεταφέρουμε σέ αὐτή τούς καρπούς τοῦ διαλόγου αὐτοῦ.

Ἐπίσης, εἰσαγωγικά θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ παροῦσα εἰσήγηση εἶναι ἀποτέλεσμα καί καρπός τῶν πολύωρων συζητήσεων πού ἔγιναν κατά τήν διάρκεια τῶν συνεδριάσεων τῆς Ἐπιτροπῆς μας. Ἐπίσης, ἡ εἰσήγηση αὐτή ἔγινε πρῶτα γνωστή στήν τελευταία Συνεδρίαση τῆς Ἐπιτροπῆς τήν 14η Μαρτίου 2019, ἡ ὁποία ἔκανε καί τίς σχετικές παρατηρήσεις, ὥστε εἶναι ἀποτέλεσμα συλλογικότητας καί συνοδικότητας, ὅπως νομίζω πρέπει νά γίνονται ὅλες οἱ εἰσηγήσεις, πού ἀκούγονται στήν Ἱεραρχία.

Καί ὕστερα ἀπό αὐτά τά εἰσαγωγικά εἰσέρχομαι στό θέμα τῆς εἰσηγήσεως.

1. Τά τέσσερα σημεῖα τοῦ «πλαισίου» τῆς Πρόθεσης γιά Συμφωνία τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018

Ἡ κατ’ ἀρχήν «πρόθεση γιά συμφωνία» πού ἔγινε μεταξύ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί τοῦ Πρωθυπουργοῦ, τήν 6η Νοεμβρίου 2018, ἡ ὁποία στήν συνέχεια, κατά τόν λόγο τοῦ Πρωθυπουργοῦ, ἔπρεπε νά ἐγκριθῆ ἀπό τήν Ἱεραρχία καί τό Ὑπουργικό Συμβούλιο καί ἀνακοινώθηκε τήν 6η Νοεμβρίου 2018, ἔχει τέσσερα βασικά σημεῖα.

Τό πρῶτον σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων θά γίνεται ὡς ἀποζημίωση τῆς ἀπαλλοτριωθείσης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πρό τοῦ 1939. Τό δεύτερον σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ καταβολή τοῦ ποσοῦ τῆς μισθοδοσίας θά δίνεται ἀπό τό Κράτος στήν Ἐκκλησία ὡς ἐπιδότηση καί θά κατατίθεται σέ εἰδικό ταμεῖο τῆς Ἐκκλησίας πού θά προορίζεται γιά τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν. Τό τρίτον σημεῖο εἶναι ὅτι θά διασφαλισθῆ ὁ σημερινός ἀριθμός τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν Κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Καί τό τέταρτον σημεῖο εἶναι ὅτι θά ἐπιδιωχθῆ νά γίνη ἡ διαχείριση καί ἡ ἀξιοποίηση τῆς ἀμφισβητούμενης ἀπό τό 1952 καί μέχρι σήμερα ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.

Αὐτά περιλαμβάνονται στά 14 σημεῖα τῆς συμφωνίας αὐτῆς, τό δέ 15 σημεῖο ἐπισημαίνει ὅτι αὐτή ἡ συμφωνία θά ἰσχύση στό σύνολό της, δηλαδή ὡς «πακέτο». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἄν ἐμεῖς δέν συμφωνήσουμε σέ ἕνα ἀπό αὐτά, τότε δέν θά ἰσχύη ἡ συμφωνία.

Ὅπως ἀναφέρθηκε προηγουμένως, ἡ Ἱεραρχία τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018 ἀπεφάσισε νά ἐμμείνη στό καθεστώς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων, γι’ αὐτό ἡ Ἐπιτροπή μας, ἀντιμετώπισε τό θέμα αὐτό σέ ἀπόλυτη συμφωνία μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας. Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ὡς Ἐπιτροπή συζητήσαμε διεξοδικῶς μέ τήν Πολιτεία τό θέμα, θέσαμε ἐρωτήματα, ζητήσαμε ἐπεξηγήσεις, ἀλλά ἐμμείναμε σταθερῶς καί ἐπιμόνως στό ὑφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας, καί δέν ἀσχοληθήκαμε καθόλου, οὔτε ἦταν στήν ἁρμοδιότητά μας νά συζητήσουμε τό ἱστορικό τῆς συμφωνίας.

Θά ἤθελα νά καταγράψω πρός ἐνημέρωση τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας μιά μικρή σύντομη κωδικοποίηση τριῶν σημείων, διότι ἡ ἐπίγνωσή τους θά βοηθήση στήν κατανόηση τοῦ θέματος.

Ὅταν μοῦ ἀνατέθηκε ἡ Προεδρία τῆς Ἐπιτροπῆς, ἀμέσως καί πρίν τήν σύγκλησή της, μελέτησα ἐπισταμένως τά ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, τίς ὀργανικές θέσεις καί τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν, ὥστε νά εἶμαι ἕτοιμος. Καί αὐτά παρουσίασα μέ τίς εἰσηγήσεις στά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς. Τά παρουσιάζω καί ἐδῶ.

α) Ἱστορικό τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας

Τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἔχει ἀναλυθῆ στίς εἰσηγήσεις καί τά βιβλία, πού ἔχει καταρτίσει καί ἐκδώσει ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος. Συνοπτικά θά παρατεθοῦν μερικά χρήσιμα κωδικοποιημένα στοιχεῖα, πού θά μᾶς βοηθήσουν στήν κατανόηση τοῦ θέματος.

Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία ἀνῆκε στά Μοναστήρια, ὄχι στόν λαό. Ἐπί Τουρκοκρατίας κατά τό Ὀθωμανικό δίκαιο, οἱ Μονές, οἱ Ἐνορίες, οἱ Ἐπισκοπές δέν ἀναγνωρίζονταν ὡς νομικές προσωπικότητες καί δέν εἶχαν δικαίωμα ἀποκτήσεως περιουσίας. Ἔτσι, οἱ Μονές ἀγόραζαν κτήματα στό ὄνομα φυσικῶν προσώπων. Ὁ Σουλτάνος Σελήμ Β’ (1568-1570) ἔκανε δήμευση μοναστηριακῶν ἀκινήτων καί τά ἀγόρασαν πάλι οἱ μοναχοί. Τό Ὀθωμανικό Κράτος φορολογοῦσε καί τά κτήματα καί τά κτήρια. Οἱ Μονές κληρονόμησαν τήν περιουσία τῶν μοναχῶν καί δέν τήν πωλοῦσαν. Ἑπομένως, ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία ἀνῆκε νομίμως στίς Ἱερές Μονές κατά τήν ἐποχή ἵδρυσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους.

Ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἡ Ἐκκλησία προσέφερε μέρος τῆς περιουσίας της γιά τήν εὐόδωση τοῦ ἀγώνα ἀπό τό 1822 μέχρι τό 1829.

Μέ τό Ψήφισμα ΙΑ΄ τῆς Δ’ Ἐθνικῆς Συνέλευσης τῶν Ἑλλήνων στό Ἄργος, τήν 11η Ἰουλίου 1829, ἡ Ἐκκλησία προσέφερε πολλή περιουσία καί δημιουργήθηκε τό Γαζοφυλάκειο (Ταμεῖο) μέ σκοπό, πλήν ἄλλων, καί «τήν βελτίωσιν τοῦ ἱερατείου».
Τά ἔτη 1833-34, 1909, 1922, 1930, ἔγιναν ἀπό τό Κράτος ἀναγκαστικές ἀπαλλοτριώσεις περίπου 426 Μονῶν, χωρίς νά δοθῆ ἀποζημίωση, δηλαδή ἔγιναν δημεύσεις περιουσίας.

Μέ τόν Ν. 4684/1930 ἱδρύεται ὁ ΟΔΕΠ. Ἡ περιουσία τῶν Μονῶν διαιρεῖται ἀπό τό Κράτος σέ διατηρητέα καί ἐκποιητέα. Στόν ΟΔΕΠ περιέρχονται: Πρῶτον, ἔσοδα ἀπό τό Γενικό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο, δεύτερον, ἀπό ἀποζημίωση ἀπό ἀπαλλοτριωθέντα κτήματα. Τρίτον, ἀπό ἐκποιηθησόμενα κτήματα τῶν Μονῶν, κυρίως σέ ὁμόλογα, «γιά μεῖζον ὄφελος». Ὁ κώδικας ἀναγκαστικῶν ἀπαλλοτριώσεων τοῦ 1939 (ἀναγκαστικός νόμος 1731/1939) καθόριζε τούς κανόνες ἀπαλλοτρίωσης. Στό ἄρθρο 2 διαλαμβάνεται ὅτι ἐάν ἐντός διετίας δέν καταβληθοῦν ἀποζημιώσεις ἀπό ἀπαλλοτριωθέντα, «αὐτοδικαίως ἀνακαλοῦνται». Ἀπό τότε δέν ἔγινε τίποτε, ὁπότε ὅλα τά ἀπαλλοτριωθέντα περιῆλθαν στήν κυριότητα τῶν Ἱερῶν Μονῶν.

Μέ τήν Σύμβαση Ἐκκλησίας-Πολιτείας τοῦ 1952 (ΦΕΚ 8/10/1952) ἡ Ἐκκλησία παραχώρησε στήν Πολιτεία: 141.333 στρέμματα ἀγρῶν, 605.544 στρέμματα βοσκοτόπων, 32.043 ἀγροληπτικά, ἐμφυτευτικά κτήματα, ἀντί τοῦ ἑνός τρίτου (1/3) τῆς τότε ἀξίας τους. Ἡ Πολιτεία ὑποσχέθηκε ὅτι θά παραχωρήση 164 ἀστικά ἀκίνητα στήν Ἐκκλησία.

Ὅμως, δέν ἐφαρμόσθηκε πλήρως ἡ Σύμβαση αὐτή, διότι: Πρῶτον, δέν ἔφθασαν ὅλα τά παραχωρηθέντα στούς ἀκτήμονες, καί παραμένουν μέχρι σήμερα στήν διοίκηση τοῦ Ὑπουργείου Ἀγροτικῆς Ἀνάπτυξης. Δεύτερον, ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε μόνον 60 ἀστικά ἀκίνητα (ἀπό τά 164), ἀφοῦ ἄλλα ἦταν ἀνύπαρκτα, ἄλλα δέν ἀνῆκαν στήν κυριότητα τοῦ Δημοσίου, ἄλλα εἶχαν διατεθῆ σέ Δημόσιες Ὑπηρεσίες πρό τῆς συμβάσεως, ἄλλα δέν ἦταν ἄρτια ἤ μετατράπηκαν σέ πράσινο, πλατεῖες ἤ κοινόχρηστους χώρους, ἄλλα ἦταν ἐπίδικα καί βεβαρυμένα.

Μέ κοινή ἀπόφαση 312/9-3-1972 Ὑφυπουργῶν Ἐθνικῆς Οἰκονομίας ἐπί θεμάτων Γεωργίας, Οἰκονομικῶν, Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων ἀποφασίσθηκε νά ἐξετασθοῦν οἱ διαφορές ἀπό τήν σύμβαση τοῦ 1952. Δέν ὑπῆρξε μέχρι σήμερα κανένα πόρισμα.

Μέ τόν νόμο 1700/1987 ἐπί Τρίτση περιέρχονται στόν ΟΔΕΠ ἡ ἀποκλειστική διοίκηση, διαχείριση καί ἐκπροσώπηση ὅλης τῆς περιουσίας τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί ἀπαγόρευε εἰδικά γιά τίς Μονἐς τήν ἀπόδειξη τῆς κυριότητας μέσω ἐπίκλησης τῆς χρησικτησίας ἔναντι τοῦ Δημοσίου. Σέ 6 μῆνες μποροῦν νά μεταβιβάσουν τήν νομιμότητα τῆς περιουσίας τῶν Μονῶν στό Ἑλληνικό Δημόσιο.

Ἡ ἀπόφαση 9-12-1994 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου ἀποφάνθηκε ὅτι ὁ Νόμος αὐτός παρεβίασε, λόγῳ τῆς ἀπαγόρευσης ἐπίκλησης τῆς χρησικτησίας ἔναντι τοῦ Δημοσίου, πού ἴσχυε γιά τούς ἰδιῶτες στήν Ἑλλάδα, τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου. Ἔτσι κάθε φυσικό ἤ νομικό πρόσωπο δικαιοῦται σεβασμοῦ τῆς περιουσίας του, κανείς δέν μπορεῖ νά στερηθῆ τῆς ἰδιοκτησίας του, παρά μόνον γιά λόγους δημοσίας ὠφέλειας καί μέ προβλεπόμενους Νόμους καί τίς γενικές ἀρχές τοῦ διεθνοῦς δικαίου.

Ὕστερα ἀπό τά ἀνωτέρω, ἐξάγεται τό ἑξῆς συμπέρασμα:

Ἄλλο εἶναι ἡ μοναστηριακή περιουσία πού διαχειρίζεται ἡ Κεντρική Οἰκονομική Ὑπηρεσία Οἰκονομικῶν τῆς Ἐκκλησίας (ΕΚΥΟ), πού εἶναι ὅσα παρέλαβε ἀπό τόν ΟΔΕΠ μετά τό 1930 καί άπό τήν Σύμβαση τοῦ 1952∙ ἄλλο εἶναι ἡ μοναστηριακή περιουσία πού ἀπαλλοτριώθηκε μέχρι τό 1939, δέν ἀποζημιώθηκε καί ἀνεκλήθη ἡ ἀπαλλοτρίωση∙ καί ἄλλο εἶναι τά ἀμφισβητούμενα ἀπό τό 1939 καί μετά, εἴτε ἀφοροῦν ἐκκρεμῆ μοναστηριακά ἀκίνητα τῶν Συμβάσεων Ἐκκλησίας – Πολιτείας τῆς 18.9.1952 ἤ τῆς 11.5.1988 εἴτε ἄλλα ἀκίνητα.

Στήν περίπτωση τῆς ἀμφισβητούμενης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀναφέρεται τό σημεῖο 11 [Ὑποσημείωση 1] τῆς πρόθεσης συμφωνίας μεταξύ Ἀρχιεπισκόπου καί Πρωθυπουργοῦ τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018, πού προβλέπει τήν συγκρότηση Κοινοῦ Ταμείου Ἀξιοποίησης αὐτῆς τῆς περιουσίας.Συνεπῶς, πρέπει νά τονισθοῦν τρία σημεῖα:

Πρῶτον. Ἡ μισθοδοσία τῶν Ἱερέων προβλεπόταν νά γίνη γιά τήν ἀπαλλοτριωθεῖσα καί μή ἀποζημιωθεῖσα πλήρως περιουσία, πού ἀπαλλοτρίωσε τό Κράτος ἀπό τό 1822 μέχρι τό 1939.

Δεύτερον. Ἡ μετά τό 1939 ἀμφισβητούμενη καί διακατεχόμενη περιουσία εἶναι αὐτή πού διερευνᾶται ἀπό τήν Πολιτεία γιά νά γίνη ἀξιοποίησή της μέσῳ τοῦ Ταμείου Ἀξιοποίησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.

Τρίτον. Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία εἶναι ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἱερῶν Μονῶν, πού εἶναι ἀνεξάρτητα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου καί δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθῆ χωρίς τήν συγκατάθεσή τους.

β) Τό ἱστορικό τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν Κληρικῶν

Μέ τόν ἀναγκαστικό νόμο 536/1945, ἄρθρο 15, ὁρίζονται 6.000 ὀργανικές θέσεις ἐφημερίων στούς Ἐνοριακούς Ναούς γιά ὅλη τήν Ἐπικράτεια. Ἐπίσης, στό ἴδιο ἄρθρο καθορίζεται ὅτι μέ Βασιλικό Διάταγμα, πού θά ἐκδοθῆ μέ πρόταση τῶν Ὑπουργῶν Οἰκονομικῶν καί Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων, ὕστερα ἀπό γνώμη τοῦ οἰκείου Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου, θά καθορισθοῦν οἱ κατά τήν Ἱερά Μητρόπολη ὀργανικές θέσεις τῶν Ἐφημερίων τῶν Ἐνοριακῶν καί συναδελφικῶν Ναῶν ὅπως καί τῶν Ἐνοριῶν πού θά συγχωνευθοῦν. Αὐτό δέν πραγματοποιήθηκε.

Πρέπει ὅμως ἰδιαιτέρως νά ἐπισημανθῆ ὅτι οὔτε κατά τήν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ ἀναγκαστικοῦ νόμου 536/1945 (5.9.1945) οὔτε ἀργότερα, ὑπηρετοῦσαν μόνον 6.000 ὀρθόδοξοι ἐφημέριοι σέ ὅλη τήν Ἐπικράτεια. Τήν 5.9.1945 ὑπηρετοῦσαν 7.151 κληρικοί στήν τότε Ἑλληνική Ἐπικράτεια, ὅπως μαρτυρεῖται στήν ὑπ’ ἀριθμ. 95/17.9.1945 μέ ἀρ. πρωτ. Π11638 Ἐγκύκλιο τοῦ Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε σχετικῶς μέ τόν ἀναγκαστικό νόμο 536/1945. Συνεπῶς, ἡ προβλεφθεῖσα στόν ἀν. νόμο 536/1945 ἐγγύηση (ἐνίσχυση) Κράτους ὑπέρ τῆς μισθοδοσίας 6.000 ὀργανικῶν θέσεων ἐφημερίων ἀποτελοῦσε τότε ἕναν νομοθετικό στόχο μείωσης τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κληρικῶν, ὁ ὁποῖος πρῶτον οὐδέποτε τηρήθηκε ἀπό τήν Πολιτεία μέχρι σήμερα, δεύτερον κατέστη ἀνεπίκαιρος ἤδη μετά ἀπό 3 ἔτη (7.3.1948) μέ τήν ἐνσωμάτωση τῆς Δωδεκανήσου καί τῶν ἐφημερίων τῶν Μητροπόλεων τῆς Δωδεκανήσου, καί τρίτον, δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλλει ἡ Πολιτεία στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διά νόμου ἀνώτατο ὅριο ἀριθμοῦ ὀργανικῶν θέσεων παραβιάζοντας τό Σύνταγμα καί τήν θρησκευτική ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ἁρμόδια γιά νά ἐκτιμᾶ τίς ποιμαντικές της ἀνάγκες καί ἑπομένως τόν ἀριθμό τῶν ὀργανικῶν θέσεων, πού χρειάζεται τό ποίμνιό της καί οἱ φιλανθρωπικές της δράσεις.

Βεβαίως εἶναι αὐτοτελές καί ξεχωριστό ἐρώτημα πόσες ὀργανικές θέσεις κληρικῶν καί λαϊκῶν ὑπαλλήλων, πού ἔχει συστήσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, θά μισθοδοτῆ ἡ Πολιτεία. Αὐτό εἶναι τό μόνο ὑφιστάμενο ζήτημα, πού ἔχει καί πρέπει νά ἐπικαιροποιήση μιά συμφωνία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Δέν εἶναι ὅμως ὀρθό νά ἐπισείεται ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μία διάταξη ἀναγκαστικοῦ νόμου τοῦ 1945, ἡ ὁποία οὔτε κἄν στήν ἐποχή ἔναρξης ἰσχύος της, ἀλλά οὔτε καί ποτέ ἀργότερα, τηρήθηκε ἀπό τήν πλευρά τῆς Πολιτείας.

Τό Ν.Δ. 126/1969 «Περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», στό ἄρθρο 24, παρ. 2 διελάμβανε ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν Ἐφημερίων καί τῶν βοηθῶν Ἐφημερίων, τά προσόντα τῶν ὑποψηφίων καί τά τῆς μισθοδοσίας τους καθορίζονται μέ Β.Δ. τό ὁποῖο ἐκδίδεται μετά ἀπό γνώμη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί πρόταση τῶν Ὑπουργῶν Οἰκονομικῶν καί Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων.

Ὁ Κανονισμός 2 τῆς 28.04.1969/19.09.1970 «Περί Ἱερῶν Ναῶν, Ἐνοριῶν καί Ἐφημερίων» στό ἄρθρο 33, πού ἐξεδόθη κατ’ ἐφαρμογήν τοῦ Ν.Δ. 126/1969 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» κάνει λόγο γιά ὀργανικές ἐφημεριακές θέσεις, πού καταλαμβάνουν οἱ Ἐφημέριοι κατόπιν προκηρύξεων κλπ., καί προβλέπεται συγκεκριμένη ἀναλογία Κληρικῶν ἀνάλογα μέ τόν πληθυσμό κάθε Ἐνορίας.

Στό ἄρθρο 40 γίνεται λόγος γιά 8.000 ὀργανικές θέσεις Ἐφημερίων, ἀλλά καί πάλι ὁρίζεται ὅτι μέ ὑπουργικές ἀποφάσεις ἀπό τούς Ὑπουργούς Οἰκονομικῶν καί Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων, μετά ἀπό γνώμη τοῦ οἰκείου Μητροπολιτικοῦ – Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου καί πρόταση τῶν μονίμων Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν ἐπί τῆς Ἐνοριακῆς Διοργανώσεως καί ἐπί τῶν Οἰκονομικῶν θά καθορισθοῦν οἱ ὀργανικές θέσεις τῶν Ἐφημερίων τῶν Ἐνοριακῶν Ναῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅπως καί τῶν Ἐνοριῶν πού τυχόν θά συγχωνευθοῦν.

Στά ἄρθρα 37 καί 38 τοῦ Νόμου 590/1977 γίνεται λόγος γιά ὀργανικές θέσεις, χωρίς νά ὁρίζεται ὁ ἀριθμός τους ἤ νά ἐπικαιροποιεῖται ἡ ἐγγύηση τῆς μισθοδοσίας ἀπό τό Δημόσιο γιά μεγαλύτερο ἀριθμό θέσεων ἀπό τίς 6.000, πού προέβλεπε ὁ ἀναγκαστικός νόμος 536/1945. Προβλέπεται, ὅμως, ἡ ἔκδοση κανονιστικῶν διατάξεων ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο πού θά ἐγκριθοῦν ἀπό τήν Ἱεραρχία, καί πού δέν ἀφοροῦν τά ἀνωτέρω ζητήματα.

Στό ἄρθρο 11 τοῦ Νόμου 590/1977 «Περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» ὁρίζονται οἱ ὀργανικές θέσεις τῶν Μητροπολιτῶν στίς Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Μέ τήν ἀπό 19ης Ἰουνίου 2015 ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἐστάλη τό ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 3359/13-7-2015 ἔγγραφο στόν Ὑπουργό Πολιτισμοῦ Παιδείας καί Θρησκευμάτων κ. Ἀριστείδη Μπαλτᾶ καί τό ἐπανέλαβε μέ αὐτοτελές ὑπόμνημά Της κατά τήν τελευταία συνεδρίαση τῆς Κοινῆς Ἐπιτροπῆς Πολιτείας καί Ἐκκλησίας στίς 19.7.2018 πρός τόν νῦν Ὑπουργό κ. Κων. Γαβρόγλου, μέ τό ὁποῖο μεταξύ τῶν ἄλλων προτείνεται ἡ τακτοποίηση τοῦ ἀριθμοῦ ὀργανικῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό νά δοθῆ νομοθετική ἐξουσιοδότηση μέ προσθήκη στό ἄρθρο 38 τοῦ Νόμου 590/1977 πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας ὥστε νά καθορίση τίς ὀργανικές θέσεις μέ κανονισμό Της. Ἐπίσης προτείνεται στό πλαίσιο αὐτό νά προβλεθῆ ἡ κατανομή τῶν ὀργανικῶν θέσεων σέ Ἐνορίες μέ Κανονισμούς τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου.

Σημειώνεται δέ «κατά τόν τρόπο αὐτό θά ὑπάρξει σαφής καθορισμός τῶν ὀργανικῶν θέσεων καί ἐναρμόνιση τοῦ κειμένου τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ἀντίστοιχη διοικητική πρακτική καταρτίσεως Ὀργανισμῶν (ὀργανογραμμάτων) τῶν φορέων τῆς Δημόσιας Διοικήσεως (π.χ. Ὑπουργείων), ὥστε νά ὑφίσταται ἀσφάλεια δικαίου καί δημοσιονομική τάξη περί τόν ἀριθμό καί τήν κατανομή τῶν ἀνωτέρω ὀργανικῶν θέσεων». Δέν ὑπάρχει κάποια ἀπάντηση ἀπό τό Ὑπουργεῖο.

Στόν ὑπ’ ἀριθμ. 305/2018 νέο Κανονισμό «Περί Ἐφημερίων καί Διακόνων» τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὁ ὁποῖος καταρτίσθηκε δυνάμει τῶν διατάξεων τῶν ἄρθρων 36 παρ. 6 καί 37 παρ. 2 καί 38 παρ. 2 τοῦ Νόμου 590/1977 (βλ. ἀνωτέρω), διαλαμβάνεται ὅτι «οἱ ὑφιστάμενες καί λειτουργοῦσες ἐνορίες διατηροῦνται. Σέ κάθε ἐνορία ὑφίσταται μία τουλάχιστον ὀργανική θέση Ἐφημερίου», καθώς ἐπίσης καθορίζονται καί ἄλλες ὀργανικές θέσεις Ἐφημερίων σέ πληθυσμούς ἄνω τῶν 100.000 κατοίκων καί σέ Ἱερούς Προσκυνηματικούς Ναούς κλπ., δηλαδή προβλέπεται συγκεκριμένη ἀναλογία Κληρικῶν, ἀνάλογα μέ τόν πληθυσμό κάθε Ἐνορίας.

Ὕστερα ἀπό αὐτή τήν σύντομη ἀνασκόπηση, γιά τόν ἀριθμό τῶν ὀργανικῶν θέσεων φαίνονται τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον, ἡ νομοθετημένη ἐγγύηση τοῦ Δημοσίου γιά μισθοδοσία θέσεων Κληρικῶν ἀπό τό 1945 ἀφορᾶ 6.000 θέσεις γιά ὅλη τήν Ἑλλάδα, ὅμως δέν ὑπάρχει ὀργανόγραμμα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέ τό ὁποῖο νά διανέμονται αὐτές οἱ θέσεις κατά Ἱερές Μητροπόλεις.

Δεύτερον, στόν Κανονισμό 2/1969, πού ἐξεδόθη βάσει τοῦ Ν.Δ. 126/1969, ὁρίζονται σέ 8.000 οἱ ὀργανικές θέσεις, χωρίς πάλι νά ὑπάρχη ὀργανόγραμμα γιά τήν κατανομή τους, ἀλλά κάθε Ἐνορία ἔχει ὀργανικές θέσεις, λόγῳ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν οἰκογενειῶν, οὔτε ἔγινε ἀπό την πλευρά τοῦ Κράτους ἀναθεώρηση τοῦ ἐγγυημένου ἀριθμοῦ μισθοδοτούμενων θέσεων τοῦ ἀ.ν. 536/1945. Ἐπειδή στά ἄρθρα τοῦ Κανονισμοῦ αὐτοῦ πού ἴσχυε μέχρι τό 2018 ὁρίζονται οἱ προϋποθέσεις προσλήψεως καί διορισμοῦ τῶν Ἐφημερίων, ὁ ὁποῖος διορισμός γίνεται μέ δημοσίευση στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, φαίνεται ὅτι ἡ Πολιτεία de facto ἀποδέχεται τήν ὕπαρξη ὀργανικῶν θέσεων τῶν Ἐφημερίων καί τό πρόβλημα αὐτό θεραπεύεται, ἐν ὅσῳ παραμένουν καλυμμένες καί μισθοδοτοῦνται οἱ ὑπηρετοῦντες σέ αὐτές κληρικοί.

Τρίτον, στόν Κανονισμό 305/2018, πού ἐξεδόθη βάσει τοῦ Ν. 590/1977, δέν ὁρίζεται συγκεκριμένος ἀριθμός ὀργανικῶν θέσεων, ἀλλά διατηροῦνται οἱ ὑφιστάμενες ὀργανικές θέσεις, καθώς ἐπίσης καθορίζεται ὅτι κάθε Ἐνορία θά ἔχει τοὐλάχιστον μία ὀργανική θέση.

Τέταρτον, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ζήτησε ἀπό τό 2015 τήν ἔκδοση Νόμου μέ τόν ὁποῖον θά δίδεται ἡ δυνατότητα στήν Ἱερά Σύνοδο νά καθορίση καί κατανείμη τίς ὀργανικές θέσεις μέ Κανονισμούς, δηλαδή νά γίνη ἕνα ὀργανόγραμμα. Τό Ὑπουργεῖο Παιδείας δέν ἀπάντησε στό ὑπ’ ἀριθμ. 3359/13-7-2015 ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

Κατά συνέπειαν ἡ de jure δέσμευση τοῦ Δημoσίου γιά μισθοδοσία ὀργανικῶν θέσεων ἀπό τό 1945 καί μέχρι σήμερα ἀφορᾶ κατά τήν κείμενη νομοθεσία μόνο 6.000 όργανικές θέσεις γιά ὅλη τήν Ἐπικράτεια, μέ τόν Κανονισμό 2/1969 οἱ ὀργανικές θέσεις ὁρίζονται σέ 8.000, ἀλλά χωρίς αὐτός ὁ κανονισμός νά δεσμεύη νομικά τήν Πολιτεία εἰδικά ὡς πρός τό ζήτημα τῆς μισθοδοσίας τους, καθώς δέν ὑπήρξε ἐκ μέρους τοῦ Κράτους ἀναθεώρηση τοῦ ἀν. νόμου 536/1945.

Ὡστόσο, ἡ Πολιτεία ἀποδέχεται de facto τήν μισθοδοσία γιά τίς 8.000 θέσεις τοῦ Κανονισμοῦ 2/1969 καί γιά ἄλλες περαιτέρω θέσεις ἐφημερίων καί ὑπαλλήλων (συνολικά μισθοδοτεῖ σχεδόν 9.000 θέσεις), πού εἶναι σήμερα καλυμμένες. Ἐπιπλέον, δέν ἔχει δοθῆ ἀπό τήν Πολιτεία νομοθετική ἐξουσιοδότηση στήν Ἐκκλησία, ὥστε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ κανονισμό Της νά ἀναπροσαρμόση τόν ἀριθμό τῶν ὀργανικῶν της θέσεων (σήμερα ὑπηρετοῦν παραπάνω ἀπό τίς 8.000 πού προέβλεπε ὁ Κανονισμός 2/1969) καί νά προχωρήση στήν κατανομή τους κατά Ἱερά Μητρόπολη μέ ὀργανογράμματα. Γιά τό πρόβλημα αὐτό θά γίνη λόγος πιό κάτω.

 γ) Τό ἱστορικό τοῦ καθεστῶτος τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν

Τό 1829 ἱδρύθηκε ἀπό τήν Δ’ Ἐθνοσυνέλευση (2-8-1829) «Κρατικό Ταμεῖον», «Γαζοφυλάκειον» γιά «νά βελτιώση τήν σημερινήν κατάστασιν τῆς Ἐκκλησίας», «εἰς βελτίωσιν τοῦ ἱερατείου» καί ὑποστήριξη τῶν Σχολείων. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε ἐπί Καποδίστρια.

Τό 1833 τό Βασιλικά Διάταγμα ἐπί Ὄθωνος 25-9-1833 δήμευσαν περιουσία περίπου 426 Μονῶν καί ὑπήγαγαν περιουσία σέ Κρατικό φορέα «Ἐκκλησιαστικόν Ταμεῖον» μέ σκοπό νά ἐκπληρωθοῦν οἱ στόχοι ψηφίσματος τῆς Δ’ Ἐθνοσυνελεύσεως. Ἀπαλλοτριώθηκε ἡ περιουσία χωρίς ἀποζημίωση. Δέν διατέθηκαν τά ποσά γιά ἐνίσχυση τοῦ Κλήρου καί τῆς Ἐκπαίδευσης.

Τό 1909 ἱδρύθηκε τό «Γενικόν Ἐκκλησιαστικόν Ταμεῖον» μέ νέα διάλυση Μονῶν καί περιέλευση περιουσίας στό Κράτος μέ σκοπό τήν μισθοδοσία Ἀρχιερέων ἀπό τό Κράτος, τῶν ἐφημερίων καί τῶν ἱεροκηρύκων. Δέν ξεκίνησε ἡ κρατική μισθοδοσία.

Τό 1945, μέ τόν ἀναγκαστικό νόμο 536/1945 πού ἐξέδωσε ὁ Ἀντιβασιλέας ὁ Ἀθηνῶν Δαμασκηνός, τό Δημόσιο ἀνέλαβε νά ἐνισχύση, νά συμπληρώση τό ἐτήσιο κεφάλαιο μισθοδοσίας, ἤτοι: τό 4% κατέβαλε τό Κράτος, τό 25% κατεβλήθη ἀπό εἰδική εἰσφορά ἀπό ἀκαθάριστα ἔσοδα Ναῶν, καί ἀπό ἐνοριακή εἰσφορά χριστιανικῶν οἰκογενειῶν.

Τό 1962 καταργήθηκε ἡ εἰσφορά τῶν Χριστιανικῶν οἰκογενειῶν.

Μέ τόν ἀναγκαστικό νόμο 469/1968 «περί μισθολογικῆς διαβαθμίσεως τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», οἱ Ἱερεῖς ἐντάχθηκαν στό ὑπαλληλικό μισθολόγιο καί τούς παρεχόταν βαθμολογική καί μισθολογική προαγωγή καί ἐξέλιξη. Τό ποσοστό τῆς εἰδικῆς εἰσφορᾶς αὐξήθηκε ἀπό 25% σέ 35%.

Μέ τήν παρ.1 τοῦ ἄρθρου 6, τοῦ Νόμου 4589/1966 «Περί ρυθμίσεως ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καί ἄλλων τινῶν διατάξεων», ἡ μισθοδοσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τῶν Μητροπολιτῶν καί τῶν Βοηθῶν Ἐπισκόπων συνεχίζει νά γίνεται ἀπό τόν ΟΔΕΠ, ὅπως παλαιότερα. Μέ τήν ρύθμιση αὐτή ἡ ἐπιπλέον ἐπιβάρυνση βαρύνει κατά τό ¼ τόν ΟΔΕΠ καί κατά τά ¾ ἀπό τόν Κρατικό Προϋπολογισμό.

Στό ἄρθρο 32 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη (Νόμος 590/1977) προβλέπεται ἡ μισθοδοσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τῶν Μητροπολιτῶν καί τῶν Βοηθῶν Ἐπισκόπων νά γίνεται ἀπό τόν ΟΔΕΠ, ὅπως τήν ὅριζε ὁ Ν. 4589/1966, στό ὁποῖο παραπέμπει ἡ παρ.3 τοῦ ἄρθρου 32 τοῦ Ν.590/1977. Ἡ ἐπιπλέον ἐπιβάρυνση βαρύνει πάλι κατά τό ¼ τόν ΟΔΕΠ καί κατά τά ¾ τόν Κρατικό Προϋπολογισμό.

Μέ τήν παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 6 τοῦ Νόμου 1041/1980 (ΦΕΚ Α΄,75) ἡ μισθοδοσία τῶν Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως προκύπτει ἀπό τά ὁριζόμενα στήν παρ. 1, τοῦ ἄρθρου 32, τοῦ Ν. 590/1977, βαρύνει ἐξ ὁλοκλήρου τόν Κρατικό Προϋπολογισμό.

Μέ τό πρῶτο ἐδάφιο τῆς παρ.3, τοῦ ἄρθρου 6 τοῦ Ν. 1041/1980 καταργοῦνται: τό τελευταῖο ἐδάφιο παρ.1 τοῦ ἄρθρου 6, τοῦ Ν. 4589/1966 καί ἡ παρ.3 τοῦ ἄρθρου 32 τοῦ Ν.590/1977, μέ τά ὁποῖα ὁ ΟΔΕΠ συμμετέχει κατά τό ¼ στήν ἐπιπλέον ἐπιβάρυνση πού προκύπτει ἀπό τήν σύνδεση τῆς μισθοδοσίας τῶν Ἀρχιερέων μέ τούς μισθούς Προέδρου, Συμβούλων καί Παρέδρων τοῦ ΣτΕ.

Τό 1988 μέ τήν ἀπό 11.5.1988 Σύμβαση μεταξύ Πολιτείας καί Ἐκκλησίας τό Κράτος ἀνέλαβε τήν μισθοδοσία τῶν 85 Ἱεροκηρύκων τοῦ καταργηθέντος ΟΔΕΠ. Πρέπει νά συνυπολογίζονται συνεπῶς καί αὐτές οἱ ὀργανικές θέσεις, σέ ὅσες ἐγγυᾶται τό Δημόσιο ὅτι θά μισθοδοτῆ.

Τό 2004 ἐπί Κυβερνήσεως Σημίτη καταργήθηκε ἡ εἰσφορά τῶν Ἱερῶν Ναῶν κατά 35% καί ἀνέλαβε τό Κράτος ἐξ ὁλοκλήρου τήν μισθοδοσία τοῦ Κλήρου.

Μέ τόν νόμο 4024/2011 (ἄρθρο 4, παρ. 1ζ) οἱ θρησκευτικοί λειτουργοί τῶν νομικῶν προσώπων τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐξομοιώνονται μέ τούς δημοσίους ὑπαλλήλους καί ἐπιβαρύνεται ὁ κρατικός προϋπολογισμός, δηλαδή οἱ Κληρικοί συμπεριελήφθησαν στό ἑνιαῖο μισθολόγιο.

Μέ τόν νόμο 4111/2013 (ἄρθρο 13, παρ. 5α), ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ὑπήχθη στόν τακτικό προϋπολογισμό τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καί Θρησκευμάτων. Μέχρι τότε ὑπῆρχε εἰδικός λογαριασμός ἐκτός τοῦ προϋπολογισμοῦ, καί ἔπρεπε νά ἐκδίδεται κάθε φορά Κοινή Ὑπουργική Ἀπόφαση πού νά συντονίζονται μέ τήν μισθοδοσία τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων.

Μέ τόν ἴδιο νόμο (Ν. 4111/2013, ἄρθρο 13, παρ. 5γ) ὁ εἰδικός λογαριασμός μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν (ἐφημερίων, ἱεροκηρύκων, διακόνων καί λαϊκῶν ὑπαλλήλων, πού κατέχουν ἐκ μετατροπῆς θέσεις κληρικῶν) έντάχθηκε στόν τακτικό προϋπολογισμό τοῦ (τότε) Ὑπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμοῦ καί Ἀθλητισμοῦ. Ἡ νομοθετική αὐτή διάταξη συνιστᾶ τήν πλέον πρόσφατη καί ρητή νομοθετική ἀποδοχή τῆς ὑποχρέωσης μισθοδοσίας ἀπό τήν Πολιτεία ὅλων τῶν κατά τήν θέση ἐν ἰσχύι τῆς διάταξης (25.1.2013) ὑπηρετούντων Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Στό σημεῖο αὐτό ἀντιτείνει ἡ πλευρά τῆς Πολιτείας ὅτι ἀκόμα καί ἐάν εἶναι κατοχυρωμένη ἡ μισθοδοσία τῶν σήμερα ὑπηρετούντων Κληρικῶν καί μέχρι αὐτοί νά ἀποχωρήσουν ἀπό τίς θέσεις, δέν εἶναι πάντως σαφῶς ὑποχρεωμένη ἡ Πολιτεία νά χορηγῆ στό μέλλον νέες πιστώσεις («νά δίνη νέες θέσεις», ὅπως συνήθως λέμε ἀνακριβολογώντας) γιά νέους κληρικούς, ἐφ’ ὅσον αὐτοί ὑπερβαίνουν τόν ἀριθμό τῶν 6.000 θέσεων σέ ὅλη τήν χώρα.Μέ τόν ν. 4354/2015 (ἄρθρο 7) ἐπαναλήφθηκε ἡ ὑπαγωγή τοῦ μισθοῦ τῶν Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό ἑνιαῖο μισθολόγιο.

Τέλος μέ τόν ν. 4472/2017 (ἄρθρο 145) θεσπίθηκαν οἱ τελευταῖες διατάξεις γιά τό εἰδικό μισθολόγιο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τῶν Μητροπολιτῶν, τῶν Τιτουλάριων Μητροπολιτῶν καί Ἐπισκόπων καί βοηθῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀπό τίς τελευταῖες διατάξεις συνάγεται ὅτι τό Δημόσιο ἔχει ἀναλάβει ἐπίσης τήν μισθοδοσία τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως αὐτές οἱ θέσεις προβλέπονται στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί στίς ἐκτός τοῦ νόμου 590/1977 διατάξεις, πού τίς προβλέπουν.

Νομίζω ὅτι ἡ κατανόηση αὐτῶν τῶν κωδικοποιημένων διαγραμμάτων θά βοηθήση στήν περαιτέρω συζήτηση καί τήν ἀπομάκρυνση διαφόρων «μύθων», πού δημιουργοῦν προβλήματα.

2. Οἱ Συνεδριάσεις τῆς Ἐπιτροπῆς μας

Ἡ Ἐπιτροπή μας συνεδρίασε συνολικά ἑπτά φορές καί κάθε φορά σχεδόν τρεῖς ὧρες.

Ἡ πρώτη Συνεδρίαση ἔγινε τήν 19η Δεκεμβρίου 2018 καί καθορίσθηκαν τά πλαίσια στά ὁποῖα θά ἐργασθῆ ἡ Ἐπιτροπή μας. Μεταξύ ἄλλων καθορίσαμε ὅτι θά τηρήσουμε ἐπακριβῶς καί μέχρι κεραίας τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 16ης Νοεμβρίου, δηλαδή θά συζητήσουμε τά θέματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ἤτοι: τήν ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί τόν ἀριθμό τῶν ὀργανικῶν θέσεων, πού ἦταν ἕνα πάγιο θέμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται στό ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 3359/1504/13-7-2015 ἔγγραφο τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, στόν Ὑπουργό Παιδείας, Πολιτισμοῦ καί Θρησκευμάτων κ. Ἀριστείδη Μπαλτᾶ, ἀλλά θά ἐμμείνουμε στό καθεστώς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων.Ἐνδεικτικό εἶναι τό Δελτίο Τύπου πού ἐξεδόθη μετά τό τέλος τῆς Συνεδριάσεως.

«Ἡ Εἰδική Ἐπιτροπή, τήν ὁποία συνεκρότησε ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑλοποιώντας τήν ἀπό 16ης Νοεμβρίου 2018 ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ἀποτελούμενη … συνῆλθε σήμερα Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018 στήν πρώτη Συνεδρία της.
Κατά τήν διάρκεια τῆς Συνεδρίας, ἐτέθησαν καί ἐνεκρίθησαν τά ὅρια καί τά πλαίσια (κανονισμός ἐργασιῶν), σύμφωνα μέ τά ὁποῖα θά ἐργασθεῖ ἡ Ἐπιτροπή, πού καθορίσθηκαν ἀπό τήν ὁμόφωνη Ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018, ἤτοι:

1) ἀναμένει ἀπό τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση τό Σχέδιο Νόμου, σύμφωνα μέ τήν ἀπό 16.11.2018 δήλωση τοῦ Γραφείου τοῦ Πρωθυπουργοῦ «…ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση θά προχωρήσει ἄμεσα στήν ἐκπόνηση Σχεδίου Νόμου, στό πλαίσιο τοῦ Κοινοῦ Ἀνακοινωθέντος τῆς 6ης Νοεμβρίου, πού ἀποτελεῖ ἕνα ἱστορικό βῆμα γιά τόν ἐξορθολογισμό τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους. Τό Σχέδιο Νόμου θά τεθεῖ σέ γνώση τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, πρίν κατατεθεῖ στή Βουλή…». Ἡ Ἐπιτροπή θά τοποθετηθεῖ ἐπί τοῦ Σχεδίου Νόμου, ἀφοῦ αὐτό καταρτισθεῖ ἀπό τήν Κυβέρνηση καί τῆς ὑποβληθεῖ,

2) ἡ Ἐπιτροπή ἀσκεῖ μόνο συλλογικῶς τά καθήκοντά της καί ἐκπροσωπεῖται ἀπό τόν Πρόεδρό της, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο. Τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς δέν συμμετέχουν, χωρίς ἐντολή της, σέ καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης ἐπί τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἁρμοδιότητός της καί

3) ἡ Ἐπιτροπή περιορίζεται, κατά τό ἀντικείμενο τῆς ἀποστολῆς της, μόνο στήν ἐπεξεργασία καί εἰσήγησή της πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας ἐπί τοῦ ἐπικειμένου Σχεδίου Νόμου.

Ἡ Ἐπιτροπή θά συνέλθει καί πάλι μετά τίς Ἑορτές γιά νά ἀσχοληθεῖ μέ θέματα ἁρμοδιότητός της».

Ἡ δεύτερη Συνεδρίαση ἔγινε τήν 10η Ἰανουαρίου 2019, κατά τήν ὁποία δεχθήκαμε, στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τόν Ὑπουργό Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων κ. Κωνσταντῖνο Γαβρόγλου καί τόν Γενικό Γραμματέα τῆς Κυβέρνησης καθηγητή κ. Ἀκρίτα Καϊδατζῆ, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐνημέρωσαν γιά τήν δομή τοῦ καταρτιζομένου Νομοσχεδίου, τούς ὑποβάλαμε ἐρωτήσεις, τούς ζητήσαμε νά μᾶς ἀποστείλουν τό Νομοσχέδιο καί τήν εἰσηγητική Ἔκθεση καί ἐπιφυλαχθήκαμε νά ἀπαντήσουμε μόλις λάβουμε γραπτῶς τά κείμενα αὐτά. Χαρακτηριστικό εἶναι καί τό Δελτίο Τύπου πού ἐκδόθηκε μετά τό πέρας τῆς Συνδριάσεως.

«Στή σημερινή (10-1-2019) συνεδρίαση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν μελέτην θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, ζήτησαν νά παρευρεθοῦν ὁ Ὑπουργός Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων κ. Κωνσταντῖνος Γαβρόγλου καί ὁ Γενικός Γραμματέας τῆς Κυβέρνησης, Καθηγητής κ. Ἀκρίτας Καϊδατζής, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρθηκαν στό ὑπό κατάρτιση Νομοσχέδιο, τό ὁποῖο κατά τήν ἀνακοίνωση τοῦ Πρωθυπουργοῦ θά κατατεθεῖ στήν Ἐπιτροπή μας, πράγμα πού ἐπιβεβαίωσε ὁ κ. Ὑπουργός, προκειμένου νά ἀρχίσει ἡ συζήτηση ἐπί τοῦ τελικοῦ κειμένου.

Σημειώνεται ὅτι ἀπό τήν «πρόθεση γιά συμφωνία» ἡ Ἐπιτροπή μας θά συζητήσει τήν ἀξιοποίηση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας καί τόν ἀριθμό τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν Κληρικῶν, ἀλλά καί θά ἐμμείνει στό ἰσχῦον καθεστώς τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων, γιά νά τηρηθεῖ ἐξάπαντος ἡ Ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018».

Ἡ τρίτη Συνεδρίαση ἔγινε τήν 25η Ἰανουαρίου 2019, ἀναμένοντας νά μᾶς δοθῆ τό Νομοσχέδιο καί ἡ Εἰσηγητική Ἔκθεση, τά ὁποῖα μέχρι τότε δέν μᾶς εἶχαν ἀποσταλῆ. Ἔγινε ἀποτίμηση τῶν ὅσων μᾶς ἀνέλυσαν ὁ Ὑπουργός Παιδείας καί ὁ Γενικός Γραμματέας τῆς Κυβέρνησης, καί προετοιμασθήκαμε νά διατυπώσουμε τίς ἀπόψεις μας πάνω στά βασικά σημεῖα τῆς δομῆς τοῦ Νομοσχεδίου, πού μᾶς εἶχε ἀναλυθῆ στήν προηγούμενη κοινή Συνεδρίαση καί μᾶς εἶχαν ὑποσχεθῆ ὅτι θά μᾶς τό ἀποστείλουν. Ἐν τῷ μεταξύ κατατέθηκαν διάφορα κείμενα ἀπό τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς.

Δέν ἐξεδόθη Δελτίον τύπου.

Ἡ τέταρτη Συνεδρίαση ἔγινε τήν 12η Φεβρουαρίου 2019 στό Ὑπουργεῖο Παιδείας μέ τόν Ὑπουργό Παιδείας καί τούς Γενικούς Γραμματεῖς, τῆς Κυβέρνησης καί τοῦ Ὑπουργείου. Ἐνῶ ἀναμέναμε νά μᾶς δοθῆ τό Νομοσχέδιο, ὅπως τό εἶχαν ὑποσχεθῆ, μᾶς δόθηκε ἕνα κείμενο μέ τίτλο: «Σχέδιο ὑλοποίησης τῆς Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας», τό ὁποῖο μέ τήν παρέμβασή μας τροποποιήθηκε ὡς «Προτεινόμενο πλαίσιο συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας», ἀφοῦ ὅμως εἶχε ἀποσταλῆ ἀπό τό Ὑπουργεῖο στόν Τύπο πρίν ὁλοκληρωθῆ ἡ Συνεδρίαση.

Τό κείμενο αὐτό διαιρεῖται στό πρῶτο μέρος, ὅπου γίνεται μιά σύνοψη, καί στό δεύτερο μέρος, ὅπου γίνεται ἀνάλυση καί καταλήγει μέ τήν ἀποτίμηση τῆς συμφωνίας.

Κατά τήν συνάντηση αὐτή ἀμέσως διατυπώσαμε τήν ἄποψη ὅτι δέν μᾶς δόθηκε τό Νομοσχέδιο, ὅπως μᾶς εἶχαν ὑποσχεθῆ, ἀλλά μιά ἔκθεση-ἀνάλυσή του, ἐτέθησαν ἐκ μέρους μας διευκρινήσεις καί ὑποβλήθηκαν ἐρωτήσεις γιά ὅσα περιλαμβάνει τό «Προτεινόμενο πλαίσιο συμφωνίας», δηλώσαμε ἐπανειλημμένως ὅτι δέν ἔχουμε ἐξουσιοδότηση νά συζητήσουμε τήν ἀλλαγή τῆς μισθολογίας τῶν Κληρικῶν, ἀντίθετα μάλιστα ἔχουμε ἐντολή νά ἐμμείνουμε στό ὑφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας καί ἐπιφυλαχθήκαμε νά μελετήσουμε τό θέμα σέ εἰδική Συνεδρίαση τῆς Ἐπιτροπῆς μας καί νά σχηματίσουμε ἄποψη τήν ὁποία θά τήν ἐκθέσουμε στήν ἑπόμενη Συνάντηση.

Μετά τό πέρας τῆς Συνεδριάσεως ἐξεδόθη δελτίο τύπου:

«Ἡ “Εἰδική Ἐπιτροπή διά τήν μελέτην θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος Ἐκκλησίας καί Πολιτείας”, ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, ἀνταποκρίθηκε στό αἴτημα τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων κ. Κωνσταντίνου Γαβρόγλου καί συναντήθηκε σήμερα (12-2-2019) στό Ὑπουργεῖο Παιδείας, μέ τόν Ὑπουργό κ. Γαβρόγλου, τόν Γενικό Γραμματέα τῆς Κυβέρνησης Καθηγητή κ. Ἀκρίτα Καϊδατζή, τόν Γενικό Γραμματέα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας Καθηγητή κ. Ἠλία Γεωργαντά καί τόν Γενικό Γραμματέα Θρησκευμάτων κ. Γεώργιο Καλαντζή.

Κατά τήν συνάντηση, ἡ ὁποία διεξήχθη σέ καλό κλίμα, κατατέθηκε σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τό Προτεινόμενο Πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας καί Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἐφόσον συναφθεῖ, θά κυρωθεῖ μέ νόμο.

Τό Προτεινόμενο Πλαίσιο Συμφωνίας θά μελετηθεῖ ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, σύμφωνα μέ τήν ἐξουσιοδότηση πού ἔχει λάβει μέ τήν Ἀπόφαση τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας κατά τήν συνεδρία Αὐτῆς τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018.

Ἡ Εἰδική Ἐπιτροπή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἐργάζεται συλλογικά καί περιορίζεται στήν ἐπεξεργασία τῶν ὅσων εἶναι ἐξουσιοδοτημένη καί θά εἰσηγηθεῖ τά δέοντα στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία εἶναι καί τό μοναδικό ὄργανο, πού μπορεῖ νά λάβει τίς τελικές ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ζητήματος».

Ἡ πέμπτη Συνεδρίαση τῆς Ἐπιτροπῆς μας ἔγινε τήν 14η Φεβρουαρίου 2019 στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί ἀνταλλάξαμε ἀπόψεις πάνω στό κείμενο πού μᾶς παραδόθηκε ἀπό τό Ὑπουργεῖο.

Κατά τήν συζήτηση ἐκφράσθηκαν οἱ ἀπόψεις ὅλων τῶν μελῶν, ἐντοπίσθηκαν μερικά θετικά σημεῖα, διαπιστώθηκαν τά κενά καί οἱ ἀντιφάσεις πού ὑπάρχουν στό κείμενο. Στήν συνέχεια καθορίσθηκε ἡ «στρατηγική» πού ἔπρεπε νά ἀκολουθηθῆ στήν ἑπόμενη συνάντηση μέ τόν Ὑπουργό καί τούς Γενικούς Γραμματεῖς τῆς Κυβερνήσεως καί τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.

Ἐπειδή ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας ἦταν νά ἐμμείνουμε στό ὑφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων, καί τά θέματα εἶναι ἀλληλένδετα∙ ἀκόμη ἐπειδή στήν κοινή συνάντηση τῶν ἀντιπροσωπειῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφασίσθηκε νά ἐμμείνουν στό ὑφιστάμενο καθεστώς τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων∙ ὅπως ἐπίσης ἐπειδή ὁ Ἱερός Σύνδεσμος Κληρικῶν Ἑλλάδος ἀπέρριψε τό κείμενο ὡς ἀπαράδεκτο, καί ἐπειδή, πέραν τῶν προηγουμένων, δέν μᾶς δόθηκε τό Νομοσχέδιο, γι’ αὐτό ἡ Ἐπιτροπή μας ἀποφάσισε ὅτι δέν μποροῦσε νά προχωρήση σέ περαιτέρω διάλογο μέ τήν Πολιτεία γιά τό θέμα αὐτό καί θά ἀναφερθῆ στήν Ἱεραρχία, ὅπως εἶχε καθῆκον.

Ἡ Ἐπιτροπή μας κατά τήν Συνεδρίαση αὐτή ἐξέδωσε τό ἀκόλουθο Δελτίον τύπου:

«Ἡ ὁρισθεῖσα κατ’ ἀπόφασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Εἰδική Ἐπιτροπή διά τήν μελέτην θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου καί μέ τήν συμμετοχή τῶν μελῶν … συνῆλθε σήμερα Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019 σέ συνεδρίαση.

Ἡ Ἐπιτροπή, μετά ἀπό πολύωρη συζήτηση, κατέληξε στά ἑξῆς:

1. Κατά τήν συνάντηση τῆς 12-2-2019 μέ τόν Ἐντιμότατο Ὑπουργό Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων κ. Κωνσταντῖνο Γαβρόγλου καί τούς Γενικούς Γραμματεῖς τῆς Κυβερνήσεως, τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καί τῶν Θρησκευμάτων, μᾶς ἐδόθη τό ὑπό τόν τίτλο «Σχέδιο ὑλοποίησης τῆς Συμφωνίας Πολιτείας – Ἐκκλησίας» δεκασέλιδο κείμενο καί ὄχι τό Νομοσχέδιο, ὅπως ἀρχικά εἶχαν ὑποσχεθεῖ.

2. Ἡ Ἐπιτροπή μας ἔχει ἐξουσιοδοτηθεῖ ἀπό τήν Ἱεραρχία προκειμένου: «α. Νά συνεχιστεῖ ὁ διάλογος μέ τήν Πολιτεία ἐπί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος. β… καί γ. Νά ἐμμείνει στό ὑφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν ὑπαλλήλων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».

3. Ἡ Ἐπιτροπή μας συνῆλθε πέντε συνολικά φορές, τίς δύο ἀπό αὐτές σε κοινή συνεδρίαση μέ τόν Ὑπουργό Παιδείας καί τόν Γενικό Γραμματέα τῆς Κυβέρνησης, καί ἐξεδόθησαν τά ὡς κάτωθι Δελτία Τύπου:

α. Στίς 19.12.2018: «…Κατά τήν διάρκεια τῆς Συνεδρίας, ἐτέθησαν καί ἐνεκρίθησαν τά ὅρια καί τά πλαίσια (κανονισμός ἐργασιῶν), σύμφωνα μέ τά ὁποῖα θά ἐργασθεῖ ἡ Ἐπιτροπή, πού καθορίσθηκαν ἀπό τήν ὁμόφωνη Ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018, ἤτοι:

1) ἀναμένει ἀπό τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση τό Σχέδιο Νόμου, σύμφωνα μέ τήν ἀπό 16.11.2018 δήλωση τοῦ Γραφείου τοῦ Πρωθυπουργοῦ, ‘’…ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση θά προχωρήσει ἄμεσα στήν ἐκπόνηση Σχεδίου Νόμου, στό πλαίσιο τοῦ Κοινοῦ Ἀνακοινωθέντος τῆς 6ης Νοεμβρίου, πού ἀποτελεῖ ἕνα ἱστορικό βῆμα γιά τόν ἐξορθολογισμό τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους. Τό Σχέδιο Νόμου θά τεθεῖ σέ γνώση τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, πρίν κατατεθεῖ στή Βουλή…’’. Ἡ Ἐπιτροπή θά τοποθετηθεῖ ἐπί τοῦ Σχεδίου Νόμου, ἀφοῦ αὐτό καταρτισθεῖ ἀπό τήν Κυβέρνηση καί τῆς ὑποβληθεῖ,

2) ἡ Ἐπιτροπή ἀσκεῖ μόνο συλλογικῶς τά καθήκοντά της καί ἐκπροσωπεῖται ἀπό τόν Πρόεδρό της, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο. Τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς δέν συμμετέχουν, χωρίς ἐντολή της, σέ καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης ἐπί τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἁρμοδιότητός της καί

3) ἡ Ἐπιτροπή περιορίζεται, κατά τό ἀντικείμενο τῆς ἀποστολῆς της, μόνο στήν ἐπεξεργασία καί εἰσήγησή της πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας ἐπί τοῦ ἐπικειμένου Σχεδίου Νόμου…».

β. Στίς 10.1.2019: «Στή σημερινή (10-1-2019) συνεδρίαση τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς… ζήτησαν νά παρευρεθοῦν ὁ Ὑπουργός Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων κ. Κωνσταντῖνος Γαβρόγλου καί ὁ Γενικός Γραμματέας τῆς Κυβέρνησης, Καθηγητής κ. Ἀκρίτας Καϊδατζής, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρθηκαν στό ὑπό κατάρτιση Νομοσχέδιο, τό ὁποῖο κατά τήν ἀνακοίνωση τοῦ Πρωθυπουργοῦ θά κατατεθεῖ στήν Ἐπιτροπή μας, πράγμα πού ἐπιβεβαίωσε ὁ κ. Ὑπουργός, προκειμένου νά ἀρχίσει ἡ συζήτηση ἐπί τοῦ τελικοῦ κειμένου.

Σημειώνεται ὅτι ἀπό τήν ‘’πρόθεση γιά συμφωνία’’ ἡ Ἐπιτροπή μας θά συζητήσει τήν ἀξιοποίηση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας καί τόν ἀριθμό τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν Κληρικῶν, ἀλλά καί θά ἐμμείνει στό ἰσχῦον καθεστώς τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων, γιά νά τηρηθεῖ ἐξάπαντος ἡ Ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018».

γ. Στίς 12.2.2019: «Ἡ Εἰδική Ἐπιτροπή… συναντήθηκε σήμερα (12-2-2019) στό Ὑπουργεῖο Παιδείας, μέ τόν Ὑπουργό κ. Γαβρόγλου, τόν Γενικό Γραμματέα τῆς Κυβέρνησης Καθηγητή κ. Ἀκρίτα Καϊδατζή, τόν Γενικό Γραμματέα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας Καθηγητή κ. Ἠλία Γεωργαντά καί τόν Γενικό Γραμματέα Θρησκευμάτων κ. Γεώργιο Καλαντζή.

Κατά τήν συνάντηση, ἡ ὁποία διεξήχθη σέ καλό κλίμα, κατατέθηκε σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τό Προτεινόμενο Πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας καί Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἐφόσον συναφθεῖ, θά κυρωθεῖ μέ νόμο.

Τό Προτεινόμενο Πλαίσιο Συμφωνίας θά μελετηθεῖ ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, σύμφωνα μέ τήν ἐξουσιοδότηση πού ἔχει λάβει μέ τήν Ἀπόφαση τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας κατά τήν συνεδρία Αὐτῆς τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018.

Ἡ Εἰδική Ἐπιτροπή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἐργάζεται συλλογικά καί περιορίζεται στήν ἐπεξεργασία τῶν ὅσων εἶναι ἐξουσιοδοτημένη καί θά εἰσηγηθεῖ τά δέοντα στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία εἶναι καί τό μοναδικό ὄργανο, πού μπορεῖ νά λάβει τίς τελικές ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ζητήματος».

4. Μελέτησε ἐνδελεχῶς τό ὑπό τόν τίτλο «Σχέδιο ὑλοποίησης τῆς Συμφωνίας Πολιτείας – Ἐκκλησίας» κείμενο, τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς κατέθεσαν γραπτῶς καί προφορικῶς τίς ἀπόψεις τους, καί ἐπί τοῦ κειμένου ἡ Ἐπιτροπή θά διατυπώσει τίς θέσεις της, στή συνάντηση πού θά γίνει τήν Τρίτη 19-2-2019 στήν Ἱερά Σύνοδο μέ τόν κύριο Ὑπουργό καί τούς συνεργάτες του».

Ἡ ἕκτη κοινή Συνεδρίαση μεταξύ τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς καί τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ἔγινε τήν 19ης Φεβρουαρίου 2019 στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Κατά τήν διάρκειά της ἡ Ἐπιτροπή μας ἐξέθεσε στόν Ὑπουργό καί στούς Γενικούς Γραμματεῖς τούς λόγους γιά τούς ὁποίους δέν μποροῦσε νά συνεχίση τόν διάλογο, ἐπειδή τά θέματα συνδέονται μεταξύ τους καί ἐπειδή δέν ἔχουμε ἐξουσιοδότηση νά διαπραγματευθοῦμε τήν ἀλλαγή τοῦ τρόπου μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων. Τούς δηλώσαμε σαφῶς ὅτι ἐκεῖνο πού ἀπέμενε εἶναι νά ἐνημερώσουμε τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὥστε ἐκείνη νά λάβη τίς σχετικές ἀποφάσεις.

Μετά τό πέρας τῆς Συνεδριάσεως ἐξεδόθη Δελτίο τύπου:

«Στή σημερινή (19-2-2019) συνεδρίαση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν μελέτην θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, προσῆλθαν καί ὁ Ὑπουργός Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων κ. Κωνσταντῖνος Γαβρόγλου, ὁ Γενικός Γραμματέας τῆς Κυβέρνησης Καθηγητής κ. Ἀκρίτας Καϊδατζής, ὁ Γενικός Γραμματέας τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας Καθηγητής κ. Ἠλίας Γεωργαντᾶς καί ὁ Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων κ. Γεώργιος Καλαντζής.

Κατά τήν συνάντηση ἔγινε ἀναφορά στό προτεινόμενο Πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας – Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο παρεδόθη στήν Ἐπιτροπή μας κατά τήν προηγούμενη συνάντηση τῆς 12-2-2019 στό Ὑπουργεῖο Παιδείας.

Ὡς Ἐπιτροπή, κινηθήκαμε μέ βάση τήν Ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018, ἡ ὁποία ὁριοθέτησε τό ἔργο μας, ἐνῶ λάβαμε ὑπ’ ὄψη μας, τόσο τό ἀπό 12-2-2019 Κοινό Ἀνακοινωθέν τῶν δύο Ἀντιπροσωπειῶν, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, ὅπου, κατά τό Κοινό Ἀνακοινωθέν, «διαπιστώθηκε ἡ ἀπόλυτη σύμπνοια καί ταύτιση ἀπόψεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τόσο ἐπί τῶν προτάσεων ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος ὅσο καί ἐπί τῆς διατηρήσεως τοῦ ἰσχύοντος καθεστῶτος μισθοδοσίας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἱεροῦ Κλήρου», ὅσο καί τήν σχετική ἀπόφαση τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου Κληρικῶν Ἑλλάδος».

Ἡ ἕβδομη Συνεδρίαση ἔγινε τήν 14η Μαρτίου στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, γιά νά καταρτισθῆ στήν τελική της μορφή ἡ εἰσήγηση, ἡ ὁποία θά ἀναγνωσθῆ στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ὁ Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς ἀνέλυσε τό κείμενο πού ἑτοίμασε, βάσει τῶν συζητήσεων πού ἔγιναν στίς Συνεδριάσεις τῆς Ἐπιτροπῆς μας καί τίς κοινές Συνεδριάσεις μέ τόν Ὑπουργό καί τούς Γενικούς Γραμματεῖς, ὅπως καί τά κείμενα τά ὁποῖα κατετέθησαν στήν Ἐπιτροπή μας, καί ζήτησε τίς ἀπόψεις τῶν μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς.

Ὕστερα ἀπό εὐρύτατη τρίωρη σχεδόν συζήτηση τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ἐξέφρασαν τίς ἀπόψεις τους συμφώνησαν ὁμοφώνως γιά τό περιεχόμενο πού θά πρέπει νά ἔχη ἡ εἰσήγηση στήν Ἱεραρχία. Κατόπιν τούτου τό κείμενο τῆς εἰσηγήσεως στήν Ἱεραρχία εἶναι κείμενο τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς.

Μετά τό πέρας τῆς Συνεδριάσεως ἐξεδόθη τό ἀκόλουθο Δελτίον τύπου:

«Ἡ Εἰδική Ἐπιτροπή διά τήν μελέτην θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, συνῆλθε σήμερα (14-3-2019) στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου καί τήν συμμετοχή ὅλων τῶν μελῶν Της, προκειμένου νά ἑτοιμασθεῖ τό τελικό κείμενο τῆς Εἰσηγήσεως μέ θέμα “Διάλογος Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐπί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος συμφώνως πρός τήν ἀπό 16ης Νοεμβρίου ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τήν ὁποία ἔχει ὁρισθεῖ νά πραγματοποιήσει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία θά συνέλθει, σύν Θεῷ, τήν Τρίτη 19 Μαρτίου 2019».

 3. Τό «προτεινόμενο πλαίσιο συμφωνίας Πολιτείας καί Ἐκκλησίας»

Κατά τήν κοινή Συνάντηση μεταξύ τῆς Ἐπιτροπῆς μας καί τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας μέ τούς Γενικούς Γραμματεῖς στό Ὑπουργεῖο Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων, τήν Τρίτη 12η Φεβρουαρίου 2019, μᾶς δόθηκε ἕνα κείμενο μέ τίτλο «Σχέδιο ὑλοποίησης τῆς Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας», τό ὁποῖο δόθηκε ἀπό τό Ὑπουργεῖο στήν δημοσιότητα κατά τήν διάρκεια τῆς Συνεδριάσεως, δηλαδή πρίν λήξη ἡ Συνεδρίαση.

Θά κατατεθοῦν μερικές παρατηρήσεις πάνω σέ αὐτό.

α) Αἰτιολογική Ἔκθεση καί ὄχι Νομοσχέδιο

Προηγουμένως ἔχει τονισθῆ ὅτι κατά τήν Συνεδρίαση τῆς 12ης Φεβρουαρίου 2019 δέν μᾶς δόθηκε τό Νομοσχέδιο, ὅπως τό εἶχαν ὑποσχεθῆ, ἀλλά ἕνα κείμενο-ἀνάλυση τῶν βασικῶν ἀρχῶν πού θά περιλαμβάνει τό νομοσχέδιο, τό ὁποῖο θά καταρτισθῆ.

Αὐτό σημαίνει ὅτι τό κείμενο πού μᾶς δόθηκε δέν ἔχει τήν μορφή ἑνός σχεδίου νόμου τό ὁποῖο μπορεῖ νά τύχη νομοτεχνικῆς ἐπεξεργασίας. Θυμίζει αἰτιολογική ἔκθεση καί μάλιστα ἀτελῆ, διότι δέν περιέχει νομοθετικές ρυθμίσεις πρός ἔλεγχο τοῦ περιεχομένου καί τῆς ἀρτιότητας αὐτῶν. Ἀναμειγνύει δέ οὐσιαστικές ρυθμίσεις καί ἐπεξηγήσεις πού θά ἔπρεπε νά ἐνταχθοῦν σέ μιά συνοδευτική νομοσχεδίου αἰτιολογική ἔκθεση. Ἐπί ἀσαφῶν δέ ρυθμίσεων πού ἐπεξηγοῦνται ἀνεπαρκῶς στίς αἰτιολογικές προτάσεις δέν εἶναι δυνατόν νά διατυπωθῆ ἐπιστημονική ἄποψη ἐπί τῆς ἀρτιότητας τοῦ κειμένου.

β) Ὁ τίτλος τῆς αἰτιολογικῆς ἔκθεσης

Μέ τίς παρεμβάσεις μας ζητήσαμε νά ἀλλάξη ὁ τίτλος καί ἀπό «Σχέδιο ὑλοποίησης τῆς Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας» νά γραφῆ «Προτεινόμενο πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας καί Ἐκκλησίας», πού ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα καί ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τόν Ὑπουργό, ἀλλά δυστυχῶς σέ ὅλα τά Μ.Μ.Ε. δημοσιεύθηκε μέ τόν πρῶτο τίτλο, διότι δυστυχῶς εἶχε ἤδη σταλῆ ἀπό τό Ὑπουργεῖο πρός δημοσίευση. Στήν παρούσα εἰσήγηση θά χαρακτηρίζεται «Προτεινόμενο Πλαίσιο Συμφωνίας».

Ἡ λέξη «προτεινόμενο» ἐννοεῖ ὅτι πρόκειται γιά πρόταση τῆς Κυβερνήσεως πρός τήν Ἐκκλησία καί δέν σημαίνει ἀποδοχή του ἀπό τήν Ἐπιτροπή μας, πράγμα πού θά εἶναι ἀντικείμενο ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μετά ἀπό συγκεκριμένη εἰσήγηση.

γ) Διαφορές μεταξύ τῶν κειμένων τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018 καί τῆς 12ης Φεβρουαρίου 2019

Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τά δύο κείμενα, ἤτοι τό «Νέο πλαίσιο διευθέτησης τῶν σχέσεων μεταξύ τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018 καί τό «Προτεινόμενο πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας» τῆς 12ης Φερουαρίου 2019, παρατηρεῖ τά κοινά σημεῖα καί τίς διαφορές.

Τό κείμενο τῆς 12ης Φεβρουαρίου 2019 ἀναφέρεται στό κείμενο τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018, τό ὁποῖο χαρακτηρίζει «Συμφωνία» καί δηλώνει ὅτι ἐπέχει θέση κειμένου ὑλοποίησής μιᾶς ἤδη γενόμενης «Συμφωνίας». Δέν λαμβάνει ὅμως ὑπ’ ὄψη τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018, κατά τήν ὁποία ὑπέστη κριτική καί ὁμοφώνως δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ ἀλλαγή τοῦ τρόπου μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων.

Πάντως, ἐντοπίζονται δύο σημαντικές διαφορές μεταξύ τῶν δύο κειμένων.

Ἡ πρώτη διαφορά εἶναι ὅτι ἀντί ἐπιδότησης γράφεται ἀποζημίωση. Ἐνῶ στό κείμενο τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018 γράφεται ὅτι οἱ Κληρικοί θά μισθοδοτοῦνται μέ τήν μορφή τῆς ἐπιδότησης, ἀφοῦ «τό Ἑλληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ὅτι θά καταβάλλει ἐτησίως στήν Ἐκκλησία μέ μορφή ἐπιδότησης ποσό ἀντίστοιχο μέ τό σημερινό κόστος μισθοδοσίας τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἱερέων, τό ὁποῖο θά ἀναπροσαρμόζεται ἀνάλογα μέ τίς μισθολογικές μεταβολές τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου» (σημεῖο 5), στό κείμενο τῆς 12ης Φεβρουαρίου 2019, τό ποσόν αὐτό χαρακτηρίζεται πλέον ὡς ἀποζημίωση, ὅτι «διασφαλίζεται… ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ πόρους πού ἡ Ἐκκλησία θά λαμβάνει κατ’ ἔτος ἀπό τήν Πολιτεία ὡς ἀφηρημένη ἀποζημίωση γιά τίς πλημμελεῖς ἀποζημιωθεῖσες ἀπαλλοτριώσεις τοῦ παρελθόντος (μέχρι τό 1939)» (2β), καί ἀλλοῦ γράφεται «οἱ ἐτήσιες καταβολές τῆς Πολιτείας πρός τό Ταμεῖο Μισθοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», πού «ἀπορρέουν ἀπό οἰκονομικές ἐκκρεμότητες καί ὑποχρεώσεις πού ἀναγνωρίζει ἡ Πολιτεία ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος…» (2.3.5.).

Ἔτσι, ἡ «ἐπιδότηση» μετατράπηκε σέ συμβατικά προβλεπόμενη «ἀφηρημένη ἀποζημίωση», καί ἀπό πλευρᾶς δημοσιονομικοῦ δικαίου, δηλαδή ἀπό πλευρᾶς σύνταξης καί ἐκτέλεσης τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ, θά ὀνομάζεται ὡς «ἐτήσια καταβολή» πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Θά πρόκειται, δηλαδή, γιά μιά «ἐτήσια καταβολή» πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ νόμιμη αἰτία τήν πρόβλεψή της ὡς ἀποζημίωσης πρός τήν Ἐκκλησία μέσα στό κείμενο τῆς διοικητικῆς σύμβασης μεταξύ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί Δημοσίου, πού θά κυρωθῆ μετά τήν ὑπογραφή της ἀπό τή Βουλή καί θά ἀποκτήσει ἰσχύ νόμου.

Πάντως, ἐπισημάνθηκε τόσο ἀπό πολιτικούς ὅσο καί ἀπό καθηγητές νομικῆς (Ν. Φίλης, Εὐ. Βενιζέλος) ὅτι ἐάν συμφωνηθῆ ὅτι παραχωρεῖται ἡ κυριότητα τῆς μέχρι τό 1939 μή ἀποζημιωθείσας ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τότε ἴσως ἡ ὑποχρέωση τοῦ Κράτους πρός καταβολή τῆς μισθοδοσίας ἔχει ἐξαντληθῆ. Γιά τόν λόγο αὐτό παρατηρήθηκε πρός τήν πλευρά τῆς Πολιτείας ἀπό τήν Ἐπιτροπή μας ὡς ὀρθότερη ἡ ἐκδοχή ὅτι ἐάν συναφθῆ συμφωνία, μέ ὅλες τίς ἐπιφυλάξεις καί ἀνάγκες τεχνικῶν καί οὐσιαστικῶν βελτιώσεων, θά πρέπει ἡ μισθοδοσία νά δικαιολογεῖται ὡς ἀποζημίωση γιά τήν διαρκῆ κατοχή τῶν μοναστηριακῶν ἀκινήτων ἀπό τό Δημόσιο, δηλαδή ὡς ἀποζημίωση χρήσης ἤ ὡς οἱονεί μισθώματα, ὅπως εἶχε ὀρθῶς ἐπισημάνει καί ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος τόν Σεπτέμβριο 2018.

Καί αὐτό εἶναι καί ἡ πραγματικότητα ἀφοῦ τό Δημόσιο πραγματοποιεῖ διαρκῶς χρήση τῶν ἀκινήτων αὐτῶν, χωρίς νά τά ἔχει ἀποζημιώσει, ἡ δέ κυριότητα ἐπί τῶν μοναστηριακῶν ἀκινήτων δέν ὑπόκειται σέ παραγραφή ἤ ἀποσβεστική προθεσμία, οὔτε ὑπόκειται σέ ἔκτακτη ἤ τακτική χρησικτησία οὔτε ἀπό τό Δημόσιο.

Ἡ δεύτερη διαφορά εἶναι ἡ ἔνταξη στήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς. Ἐνῶ, δηλαδή, τό κείμενο τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018 ἀναφερόταν στό ὅτι «τό Ἑλληνικό Δημόσιο καί ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ Κληρικοί δέν θά νοοῦνται στό ἑξῆς ὡς δημόσιοι ὑπάλληλοι καί ὡς ἐκ τούτου διαγράφονται ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν» (σημεῖο 2), ἀντίθετα στό κείμενο τῆς 12ης Φεβρουαρίου 2019 διορθώνεται ὅτι οἱ Κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι «θρησκευτικοί λειτουργοί καί ὑπάλληλοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Ν.Π.Δ.Δ. στό ὁποῖο ἀνήκουν, ἰδιότητα διακριτή ἀπό αὐτή τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου» καί «ἐξαιροῦνται ἀπό τό δημόσιο τομέα καί ἀπό τούς φορεῖς τῆς Γενικῆς Κυβερνήσεως», καί «ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν θά ἐξακολουθήσει νά διενεργεῖται μέσῳ τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῆς». Συγχρόνως γράφεται ὅτι «ἡ ὑπαγωγή τῶν κληρικῶν στήν –μόλις τό 2010 θεσπισθεῖσα– Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς κανένα πρόσθετο δικαίωμα δέν τούς προσπορίζει οὔτε μέ ὁποιονδήποτε τρόπο ἐπηρεάζει τό ὑπηρεσιακό καθεστώς τους» (2.2.7.).
Κατά συνέπεια, ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν διαγραφή τῶν Κληρικῶν ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς, ἐπειδή δέν θά νοοῦνται δημόσιοι ὑπάλληλοι, μέχρι τήν ἔνταξή τους στήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς, ἄν καί δέν νοοῦνται δημόσιοι ὑπάλληλοι, ἀλλά θρησκευτικοί λειτουργοί καί ὑπάλληλοι τῶν νομικῶν προσώπων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μεγάλη. Αὐτό παρουσιάσθηκε ἀπό μερικά μέσα ἐνημέρωσης ὡς ὑπαναχώρηση τῆς Πολιτείας ἀπό τήν ἀρχική της θέση.

Πάντως, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τό σφάλμα τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν κληρικῶν ὡς «δημοσίων ὑπαλλήλων», τό ὁποῖο ἐπισημαίνει τό Πλαίσιο –Σχέδιο Ὑλοποίησης στήν § 2.2.6 τῆς σελίδας 7 (: «Πέραν τῶν παραπάνω, κυκλοφόρησε εὐρέως στό δημόσιο διάλογο ὅτι οἱ κληρικοί εἶναι «δημόσιοι ὑπάλληλοι» –κάτι ἀνακριβές…») περιεχόταν καί στό ἀπό 6.11.2018 κείμενο τῶν 15 βασικῶν σημείων πρόθεσης συμφωνίας, ὅπου λεγόταν ὅτι «Τό Ἑλληνικό Δημόσιο καί ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ κληρικοί δέν θά νοοῦνται στό ἑξῆς ὡς δημόσιοι ὑπάλληλοι καί ὡς ἐκ τούτου διαγράφονται ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν» (σημεῖο 3). Τό σφάλμα αὐτό δημιούργησε εὔλογες παρανοήσεις καί ἔντονες ἀνησυχίες στόν Ἱερό Κλῆρο σέ συνδυασμό βεβαίως μέ τήν ἀκόλουθη ἀνακοίνωση περί 10.000 ἀποχωρήσεων ἀπό τό Δημόσιο Τομέα καί ἀντίστοιχων νέων προσλήψεων. Ἐπειδή μέ τό «προτεινόμενο πλαίσιο συμφωνίας» ἐντάσσεται ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων στήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς εἶναι ἀπαραίτητο νά σημειωθοῦν μερικοί ἔντονοι προβληματισμοί γιά τό θέμα αὐτό.

Ἡ Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς ἀνέλαβε μέ τόν μνημονιακό νόμο (ν. 3845/2010) νά διεκπεραιώση τήν μισθοδοσία «τοῦ πάσης φύσεως προσωπικοῦ» τοῦ Δημοσίου, τῶν Ο.Τ.Α. α’ καί β’ βαθμοῦ καί τῶν Ν.Π.Δ.Δ. συμπεριλαμβανομένων τῶν Κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι μισθοδοτοῦνται ἀπό τό Δημόσιο. Παρά ταῦτα, οἱ Κληρικοί μέ τό «Προτεινόμενο Πλαίσιο-Σχέδιο» δημοσιολογιστικῶς παύουν νά εἶναι μισθοδοτούμενο προσωπικό τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων, ἀλλά μισθοδοτούμενο προσωπικό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Περαιτέρω, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θά λαμβάνη ὡς ἀποζημίωση ἀπό τήν Πολιτεία τό ποσό τῆς μισθοδοσίας καί ἀσφάλισης τῶν Κληρικῶν της μέ ἐτήσια καταβολή σέ εἰδικό λογαριασμό μέ τίτλο «Ταμεῖο Μισθοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», ὁ ὁποῖος θά ἀνοιχθῆ ἀπό τό Δημόσιο στήν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος στό ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Τό «Ταμεῖο Μισθοδοσίας» δηλαδή, παρά τήν ἐντύπωση πού παράγει ὁ τίτλος του, δέν θά εἶναι κάποιο νέο νομικό πρόσωπο δημοσίου ἤ ἰδιωτικοῦ δικαίου ἤ μία δημόσια ἤ ἐκκλησιαστική ὑπηρεσία, ἀλλά ἕνας τραπεζικός λογαριασμός ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Νομικά, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τήν στιγμή τῆς ἐτήσιας καταβολῆς στόν παραπάνω τραπεζικό λογαριασμό γίνεται ἀφ’ ἑνός μέν ὁ ἰδιοκτήτης τῶν χρηματικῶν ποσῶν τῆς μισθοδοσίας καί ἀσφάλισης, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ φορέας μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν της. Προβλέπεται, ὅμως, ὅτι τό ἴδιο νομικό καί λογικό δευτερόλεπτο, πού τό ποσό αὐτό θά πιστώνεται στόν λογαριασμό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν λογιστική καί ταμειακή του διαχείριση ἀναλαμβάνει διά νόμου ἡ Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς. Δηλαδή μιά δημόσια ὑπηρεσία τοῦ Γενικοῦ Λογιστηρίου τοῦ Κράτους καθίσταται ἐκ τοῦ νόμου ὡς λογιστική ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἔχει τήν ἁρμοδιότητα διαχείρισης τοῦ ποσοῦ μισθοδοσίας καί ἀσφάλισης τοῦ ὀρθοδόξου Κλήρου.

Μέ τόν τρόπο αὐτό δημοσιονομικά καί λογιστικά ἐμφανίζονται πλέον οἱ κληρικοί καί λαϊκοί ὑπάλληλοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς μισθοδοτούμενοι ἀπό τραπεζικό λογαριασμό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ὄχι ἀπό τό Δημόσιο, μέ συνέπεια νά διαγράφονται οἱ ἀριθμητικῶς ἀντίστοιχοι κωδικοί μισθοδοσίας ἀπό τό Γενικό Λογιστήριο τοῦ Κράτους (ἀποχώρηση προσωπικοῦ).

Ἀπό τά παραπάνω προκύπτει ὅτι ἴσως παρανοήθηκε ἀπό τήν πλευρά τῆς Πολιτείας ἡ ἀπό 16.11.2018 ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας λόγω ἴσως καί τῆς συρροῆς ἀρκετῶν δημοσίως ἐκφρασθεισῶν ἀπόψεων, πού δημιούργησαν τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ βασικός στόχος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διενέργεια τῆς μισθοδοσίας ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς.

Τό πρόβλημα καί ὁ κύριος στόχος τῆς Ἐκκλησίας δέν ἦταν αὐτός. Ὅταν ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μέ τήν ἀπό 16.11.2018 ἀπόφασή της δήλωσε τήν ἐμμονή της στό ὑφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας, ἐννοοῦσε, ὅπως τό ἀντιλαμβάνεται ἡ Ἐπιτροπή μας, πρῶτα καί κύρια ἐπιμονή στήν διατήρηση τῆς ἀπ’ εὐθείας μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ἀπό τό Δημόσιο χωρίς παρεμβολή τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι στήν μετατροπή της σέ ἐτήσια καταβολή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ὁ διακηρυγμένος στόχος τῆς ἀνωτέρω ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας συνεπῶς δέν ἦταν τό δευτερεῦον ζήτημα νά διενεργῆ τήν μισθοδοσία ἡ Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς, ἔστω καί ἐάν παύσει ἡ ἀπ’ εὐθείας μισθοδοσία τοῦ Κλήρου ἀπό τήν Πολιτεία.

Συνεπῶς, ὁ εὔλογος προβληματισμός, πού ἐκφράζεται στήν ἀπό 16.11.2018 ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί στεροῦσε ἀπό τήν Ἐπιτροπή μας κάθε δυνατότητα οὐσιαστικῆς συζήτησης εἶναι ὅτι τό προτεινόμενο καθεστώς δέν εἶναι ἕνα καθεστώς «ἀπ’ εὐθείας μισθοδοσίας ἀπό τό Δημόσιο», ἀλλά ἕνα καθεστώς μισθοδοσίας «ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» μέ ἐτήσια καταβολή ἀπό τό Δημόσιο πρός τήν Ἐκκλησία, παρεμβολή τῆς Ἐκκλησίας καί ἀκολούθως διαχείριση τοῦ ποσοῦ πού εἰσῆλθε στήν περιουσία τῆς Ἐκκλησίας καί πάλι ἀπό τό Δημόσιο. Ἐρωτᾶται: Ἀφοῦ τό ποσό μισθοδοσίας καί ἀσφάλισης παραμένει τό ἴδιο, γιατί πρέπει νά ἐμφανισθῆ ὡς διερχόμενο ἀπό τό «ταμεῖο» τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν μορφή τῆς «ἐτήσιας καταβολῆς» γιά νά καταλήξη καί πάλι εἰς χεῖρας τοῦ Δημοσίου, τό ὁποῖο ἀναλαμβάνει, μέσω τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῆς, τό ἴδιο ποσό, ὥστε νά διενεργήση τήν μισθοδοσία καί ἀσφάλιση τοῦ προσωπικοῦ της Ἐκκλησίας;

Εἶναι ἐπίσης κατανοητό τό ὅτι ἀκόμα καί ἐάν ὁ νομοθέτης μέσω τῆς προτεινόμενης σύμβασης Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δικαιολογεῖ πλέον νομικά τήν μισθοδοσία ὡς «ἀφηρημένη ἀποζημίωση» πρός τήν Ἐκκλησία, ὁ νέος αὐτός χαρακτηρισμός δέν ἐπιβάλλει ἐπίσης ἕνα διαφορετικό μοντέλο μισθοδοσίας, δηλαδή παύση τῆς ἀπ’ εὐθείας μισθοδοσίας ἀπό τό Δημόσιο καί τήν ἀνάληψη τῆς μισθοδοσίας ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἔστω ὀνομαστικῶς. Εἶναι ἄλλο ζήτημα ἐάν ἡ μισθοδοσία θά χαρακτηρισθῆ καί θά δικαιολογηθῆ πλέον καί ὡς ἀποζημίωση γιά τήν μή ἀποζημιωθεῖσα μοναστηριακή περιουσία καί ἄλλο ζήτημα, πού δέν προεξοφλεῖται ἀπό τό πρῶτο, τό νά παραμείνη τό ὑφιστάμενο καθεστώς τῆς ἀπ’ εὐθείας καταβολῆς τοῦ μισθοῦ στό προσωπικό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Δημόσιο.

Ἐάν ἦταν λόγοι ἀρχῶν (π.χ. διακριτοί ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας) αὐτοί πού δικαιολογοῦν τήν πρόταση ἀλλαγῆς τοῦ φορέα μισθοδοσίας, τότε αὐτή ἡ πρόταση δέν συμβιβάζεται μέ τήν ἕτερη προτεινόμενη ρύθμιση τοῦ «προτεινομένου πλαισίου συμφωνίας», νά θεσπίζη ὁ Ὑπουργός μέ ἀπόφασή του τίς ὀργανικές θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά παρέκκλιση δηλαδή ἀπό τήν θρησκευτική της ἐλευθερία. Τό ζήτημα τοῦ καθορισμοῦ καί τῆς κατανομῆς τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποτελεῖ προαπαιτούμενο κάθε συζήτησης καί, ὅπως προελέχθη, εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπό τό ζήτημα ποιόν ἀριθμό ὀργανικῶν θέσεων θά ἐγγυηθῆ τό Δημόσιο ὅτι θά πληρώνη στό μέλλον.

Ὁπωσδήποτε, ὅπως καί ἡ ἀπό 6.11.2018 ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας πρεσβεύει, δέν ὑπάρχει νομικά ἀσφαλέστερο καθεστώς μισθοδοσίας γιά τό προσωπικό της Ἐκκλησίας ἀπό αὐτό τῆς ἀπ’ εὐθείας καταβολῆς τοῦ μισθοῦ ἀπό τό Δημόσιο στόν κληρικό καί ἐκκλησιαστικό ὑπάλληλο, πού ἰσχύει σήμερα. Ἡ ἀντικατάστασή του ἀπό ἕνα καθεστώς συμβατικῆς ἐτήσιας καταβολῆς στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, παρά τήν ἐνδεχόμενη ὕπαρξη διασφαλιστικῶν ρητρῶν στήν σύμβαση, ὅσο αὐστηρές καί ἐάν εἶναι, ἐνέχει πάντοτε ὅλους τούς κινδύνους ὑπαίτιας καί κυρίως ἀνυπαίτιας ἀδυναμίας τοῦ Δημοσίου νά τηρήση τήν ἐν λόγω σύμβαση (π.χ. λόγω μιᾶς νέας δημοσιονομικῆς κρίσης).

Ἑπομένως, οἱ δύο διαφορές τοῦ κειμένου τῆς 12ης Φεβρουαρίου 2019, ἀπό τό κείμενο τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018, πού παρουσιάσθηκε ὡς θετική ἐξέλιξη, εἶναι κατ’ ἐξοχήν προβληματικές.

δ)Τά θεωρούμενα ὡς θετικά στήν πρόταση καί παρατηρήσεις

Στό «προτεινόμενο πλαίσιο συμφωνίας» ὑπάρχουν μερικά, θά τά χαρακτήριζα, φαινομενικῶς θετικά σημεῖα, μέ μερικούς προβληματισμούς.

Τό πρῶτο σημεῖο πού παρουσιάζεται ὡς θετικό εἶναι τό ὅτι πρόκειται γιά μιά «Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας καί Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θά ὑποβληθῆ πρός νομοθετική κύρωση» (2). Ἡ Συμφωνία-Σύμβαση θά ὑπογραφῆ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τόν Πρωθυπουργό, φυσικά ἐννοεῖται ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος θά ὑπογράψη ἐάν ὑπάρξη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, καί στήν συνέχεια θά κυρωθῆ μέ νόμο ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων.

Ἡ Συμφωνία ἔχει τήν ἔννοια ὅτι δέν θά νομοθετηθῆ μονομερῶς ἀπό τήν Πολιτεία, ἀλλά μέ τήν συναίνεση τῶν δύο μερῶν, (Πολιτείας-Ἐκκλησίας) καί «κατά συνέπεια, τά συμφωνηθέντα καί κυρωθέντα μέ νόμο δέν θά εἶναι πλέον δυνατόν νά τροποποιηθοῦν στό μέλλον μονομερῶς, μέ νόμο τοῦ Κράτους. Ὁποιαδήποτε μεταβολή μόνο μέ νεότερη τροποποιητική συμφωνία τῶν δύο μερῶν θά εἶναι δυνατή» (2.1).

Ὅμως, ὑπάρχει ἡ ἔνσταση ὅτι πολλές Συμφωνίες-Συμβάσεις πού ὑπεγράφησαν στό παρελθόν μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὅπως ἡ Σύμβαση τοῦ 1952, δέν ἐφαρμόσθησαν πλήρως. Στήν περίπτωση αὐτή θεωρητικά θά μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά καταφύγη στήν Δικαιοσύνη ὅταν στήν Συμφωνία ὑπάρχουν σχετικές ρήτρες, ἀλλά αὐτό στήν πράξη δέν συνηθίζεται.

Τό δεύτερο σημεῖο πού παρουσιάζεται ὡς θετικό εἶναι τό ὅτι δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἀξιοποιηθῆ ἡ ἀμφισβητούμενη περιουσία, ἀπό τοῦ 1952 καί ἐντεῦθεν (κατά ἀκρίβεια ἀπό τό 1939 καί ἐντεῦθεν). Ἡ ἀξιοποίηση τῆς περιουσίας θά γίνη μέ τό «Ταμεῖο Ἀξιοποίησης Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας», μία ἑταιρεία δηλαδή μέ μετόχους τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τό Δημόσιο. Πρόκειται γιά τά περιουσιακά στοιχεῖα, «τῶν ὁποίων ἡ κυριότητα ἤ ἄλλο ἐμπράγματο δικαίωμα ἀμφισβητεῖται ἀπό τό ἔτος 1952 καί ἐφεξῆς» (1.3).

Ὅμως, καί ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἔνσταση ὅτι ἡ περιουσία αὐτή ναί μέν ἀμφισβητεῖται, ἀλλά ἡ κυριότητα αὐτῆς ἀνήκει στά ἐπί μέρους Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κυρίως στίς Ἱερές Μονές. Ὁπότε, ἡ Συμφωνία δέν μπορεῖ νά ὑπογραφῆ μεταξύ Πολιτείας καί Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ἀλλά μεταξύ αὐτῶν τῶν πολλῶν Νομικῶν Προσώπων. Ἑπομένως, πῶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας θά «παραιτηθῆ ἀπό κάθε περαιτέρω ἀξίωση» γιά τίς πλημμελῶς ἀποζημιωθεῖσες ἀπαλλοτριώσεις τοῦ παρελθόντος (μέχρι τό 1939), ὅταν ἡ κυριότητα τῶν περιουσιῶν αὐτῶν ἀνήκει στά Νομικά Πρόσωπα τῶν Ἱερῶν Μονῶν;

Θα ἀπαιτηθῆ, λοιπόν, οἱ Ἱερές Μονές νά προσχωρήσουν στήν Συμφωνία ἤ νά ἐξουσιοδοτήσουν γιά τήν ὑπογραφή της. Ἀκριβῶς τό ἴδιο ἔγινε τό 1952 πρίν τίς δύο Συμβάσεις Ἐκκλησίας, Ο.Δ.Ε.Π. καί Δημοσίου, ἀλλά καί τό 1988 πρίν τήν Σύμβαση Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί Πολιτείας. Χωρίς τήν συναίνεσή τους κάθε ἀπόπειρα ἤ σχεδιασμός συμφωνίας εἶναι ἀνεφάρμοστος.

Τό τρίτο σημεῖο πού ἐπαινεῖται ὡς θετικό εἶναι ὅτι «ἀναγνωρίζεται γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Κράτους, ὅτι ἡ Πολιτεία ἀνέλαβε ἀπό τό 1945 τήν μισθοδοσία τοῦ Κλήρου ὡς ἀνταπόδοση γιά πλημμελῶς ἀποζημιωθεῖσες ἀπαλλοτριώσεις ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας κατά τό παρελθόν» (2.α), καί ἐννοεῖται ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία ἀπό τό 1833 ἕως τό 1939.

Καί ἐδῶ ὑπάρχει ἡ παρατήρηση ὅτι αὐτό εἶναι μέν κατ’ ἀρχήν θετικό, ὅμως ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν δέν πρέπει νά θεωρηθῆ ὅτι δίνεται μόνον ὡς ἀποζημίωση ἀπαλλοτριωθείσης περιουσίας, ἀλλά καί ὡς προσφορά τους στούς ἀνθρώπους καί τήν κοινωνία, καί τό πολιτιστικό τους ἔργο.

Τό τέταρτο σημεῖο πού θεωρεῖται ὡς θετικό εἶναι ὅτι «νομοθετεῖται γιά πρώτη φορά ἀριθμός ὀργανικῶν θέσεων Κληρικῶν ἴσος μέ τόν ἀριθμό τῶν σήμερα ὑπηρετούντων ἔμμισθων Κληρικῶν στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Μέ τόν τρόπο αὐτόν διασφαλίζονται οἱ θέσεις Κληρικῶν καί κατοχυρώνεται τό μέλλον τῆς στελέχωσης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (2. 3. 1.).

Μέ αὐτήν τήν ρύθμιση ἐννοεῖται ὅτι κατά τό «Προτεινόμενο πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας» οἱ νομοθετημένες θέσεις τῶν Ἐφημερίων τῶν ἱερῶν ναῶν εἶναι 6.000 κατά τόν ἀναγκαστικό νόμο 536/1945 «γιά ὅλη τήν ἐπικράτεια ὄχι μόνο γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος», ἀλλά καί γιά τήν Κρήτη καί τά Δωδεκάννησα. «Ἀκόμα καί μέ τήν εὐνοϊκότερη, ἀλλά ἀμφίβολης νομιμότητας, ἐκδοχή τῆς μονομεροῦς αὔξησης τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ὀργανικῶν θέσεων μέ τόν Κανονισμό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 2/1969 (ΦΕΚ Α΄, 193), αὐτές καί πάλι ἀνέρχονται σέ 8.000, ἀριθμό σημαντικά χαμηλότερο τῶν πράγματι ὑπηρετούντων σήμερα. Κατά συνέπεια, μέ τήν ὑφιστάμενη κατάσταση δέν ὑφίσταται καμία διασφάλιση γιά τήν συνέχιση τῆς μισθοδοσίας ὅσων Κληρικῶν ὑπερβαίνουν τόν ἀριθμό τῶν νομοθετημένων γιά ὅλη τήν Ἐπικράτεια 6.000 (ἤ ἔστω, μέ τήν εὐνοϊκότερη ἐκδοχή, 8.000 ὀργανικῶν θέσεων» (2. 2. 2.).

Ὅμως, στό σημεῖο αὐτό ἀντιπαρατηρεῖται ὅτι ναί μέν εἶναι θετική ἡ πρόθεση τῆς Πολιτείας νά ρυθμίση τό ζήτημα τῶν ὀργανικῶν θέσεων, ὡστόσο πρῶτον τό ζήτημα τοῦ καθορισμοῦ ἀνήκει στήν ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί δεύτερον ὁ καθορισμός καί ἡ κατανομή ὀργανικῶν θέσεων δέν πρέπει νά περιορισθῆ στίς σήμερα καλυμμένες θέσεις, ὅπως προτείνει τό Σχέδιο, ἀφήνοντας ἔτσι, ἐκτός πρόβλεψης τοῦ προτεινόμενου Σχεδίου : α) τά ὀργανικά κενά σέ πολλές Ἐνορίες, β) τούς χειροτονημένους καί μή μισθοδοτούμενους κληρικούς, γ) τίς νομοθετημένες καί ἀκάλυπτες ὀργανικές θέσεις ἱεροκηρύκων τοῦ Ο.Δ.Ε.Π., δ) τίς νομοθετημένες καί ἀκάλυπτες θέσεις διακόνων τοῦ νομοθ. δ/τος 1398/1973 καί ν. 673/1977 καί ε) τίς νομοθετημένες καί ἀκάλυπτες θέσεις ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων (νόμοι 1476/1984, 2819/2000, 3194/2003, 3255/2004, 3475/2006, 3577/2007, 3848/2010).

Ὅπως προελέχθη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε ζητήσει μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. πρωτ. 3359/13-7-2015 ἔγγραφό Της πρός τόν Ὑπουργό κ. Ἀριστείδη Μπαλτᾶ καί τό ἐπανάλαβε μέ αὐτοτελές ὑπόμνημά Της κατά τήν τελευταία συνεδρίαση τῆς Κοινῆς Ἐπιτροπῆς Πολιτείας καί Ἐκκλησίας στίς 19.7.2018 πρός τόν νῦν Ὑπουργό κ. Κων. Γαβρόγλου, νά δοθῆ νομοθετική ἐξουσιοδότηση (μέ προσθήκη στό ἄρθρο 38 τοῦ Νόμου 590/1977) πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας ὥστε νά καθορίση τίς ὀργανικές θέσεις μέ κανονισμό Της.

 ε) Ὁ νέος τρόπος μισθοδοσίας στό προτεινόμενο Σχέδιο καί μερικά κενά

Πέραν ἀπό τήν Συμφωνία-Σύμβαση, τήν ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί τίς ὀργανικές θέσεις, ἐκεῖνο πού πρέπει ἰδιαιτέρως νά μελετηθῆ εἶναι ὁ νέος τρόπος μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν πού εἰσάγεται μέ τό «Προτεινόμενο πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας».

Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι στό «Προτεινόμενο πλαίσιο συμφωνίας» ἐκτίθενται καί οἱ κίνδυνοι τῆς ὑφιστάμενης καταστάσεως ὡς πρός τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου (2.2), ὅτι «δέν εἶναι θεσμικά κατοχυρωμένο ὅτι ἡ ἐκ μέρους τῆς Πολιτείας μισθοδοσία τοῦ κλήρου ἀποτελεῖ ἀνταπόδοση γιά παρελθοῦσες ἀπαλλοτριώσεις ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας» (2.2.1)∙ «παραμένει σέ ἐκρεμότητα τό ζήτημα τῆς τακτοποίησης τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν ὑπηρετούντων κληρικῶν» (2. 2.2)∙ «εἶναι ἔκθετη σέ μελλοντικούς περιορισμούς, ὅπως γιά παράδειγμα οἱ περιορισμοί προσλήψεων μέ τόν κανόνα 1:5 (μία πρόσληψη ἀπό πέντε ἀποχωρήσεις» (2.2.3)∙ «ὁ ἀκριβής ἀριθμός (καί ἡ κατανομή νέων χειροτονιῶν ἔμμισθων κληρικῶν κάθε χρόνο ἀποτελεῖ ἀποτέλεσμα κατ’ ἔτος διαπραγματεύσεως ἀνάμεσα στήν Πολιτεία καί στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» (2.2.4)∙ «ὁ ἀριθμός τῶν κληρικῶν βαίνει σταθερά μειούμενος» (2.2.5)∙ «οἱ κληρικοί δέν ὑπάγονται εὐθέως στίς διατάξεις τοῦ δημοσιοϋπαλληλικοῦ κώδικα, ἀλλά μόνο στό μέτρο πού εἰδική διάταξη νόμου παραπέμπει σ’ αὐτές» (2.2.6)∙ «ἡ μονιμότητα τῶν κληρικῶν δέν κατοχυρώνεται ἀπό τό ἄρθρο 103 τοῦ Συντάγματος, ἀλλά ἀπό τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (νόμος 590/1977 ΦΕΚ Α΄ 146» καί οἱ κληρικοί εἶναι «καί θά συνεχίζουν νά εἶναι μετά τήν ἐφαρμογή τῆς προτεινομένης νομοθετικῆς ρύθμισης», «θρησκευτικοί λειτουργοί καί ὑπάλληλοι τοῦ ἐκκλησιαστικού Ν.Π.Δ.Δ. στό ὁποῖο ἀνήκουν, ἰδιότητα διακριτή ἀπό αὐτή τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου» (2.2.7).

Εἶναι δυνατόν νά παρατηρηθῆ ὅτι ὑφίστανται μερικά φαινομενικά προβλήματα στό ὑφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας, ὅπως οἱ ὀργανικές θέσεις, τό ὀργανόγραμμα κατά Μητροπόλεις, ἡ μή πρόσληψη νέων ἔμμισθων Κληρικῶν μέ τόν περιορισμό τῶν προσλήψεων κλπ., ἀλλά δέν μπορεῖ νά παραγνωρισθοῦν τά κεκτημένα δικαιώματα τῶν ὑπηρετούντων Κληρικῶν μέ τήν ἔνταξή τους στό Μητρῶο Μισθοδοτούμενων τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου, τήν μισθοδοσία μέσω τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῆς.

Πάντως, ἡ Πολιτεία μέ τό νέο καθεστώς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θεωρεῖ ὅτι εἶναι «ἐπωφελῆ» γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (2.4) τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. «Ἡ Πολιτεία παύει νά μισθοδοτῆ ἡ ἴδια τόν Κλῆρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (2.3.5). Αὐτό σημαίνει ὅτι παύει νά εἶναι φορέας μισθοδοσίας τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων.

Δεύτερον. Φορέας μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γίνεται ἡ Ἐκκλησία μέ τό Ταμεῖο πού θά συσταθῆ μέ τίτλο «Ταμεῖο Μισθοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (2.3.2). Τό ποσό πού θά χειρίζεται τό «Ταμεῖο Μισθοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» καί θά χορηγῆται ἀπό τήν Πολιτεία μέ τήν ἔννοια τῆς ἀποζημίωσης, θά τηρῆται «στήν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος» (1. 2.).

Τρίτον. Ἡ μισθοδοσία «θά ἐξακολουθῆ νά ἐνεργῆται μέσω τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῆς, ἡ ὁποία θά ἀναλάβη τήν καταβολή τῆς μισθοδοσίας ὅσων μισθοδοτοῦνται ἀπό τό Ταμεῖο Μισθοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (2.3.2). Δηλαδή, ἡ Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς θά λειτουργῆ ὡς λογιστική Ἀρχή.

Τέταρτον. Οἱ Κληρικοί «παραμένουν λειτουργοί καί ὑπάλληλοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Ν.Π.Δ.Δ., στό ὁποῖο ὁ καθένας ἀνήκει, μέ μονιμότητα πού κατοχυρώνεται ἀπό τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». «Τό ὑπηρεσιακό, ἐργασιακό, μισθολογικό, ἀσφαλιστικό καί συνταξιοδοτικό καθεστώς τῶν Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν θίγεται καί δέν μεταβάλλεται σέ τίποτε μέ ὅ,τι ἰσχύει σήμερα» (2. 3. 4).

Πέμπτον. «Θά ἐξακολουθήση νά διέπεται ἀπό τίς διατάξεις τοῦ ἑνιαίου μισθολογίου (ν. 4354/2015), ὅπως αὐτό ἑκάστοτε ἰσχύει γιά τούς ὑπαλλήλους τοῦ δημόσιου τομέα, καθώς καί τίς διατάξεις τοῦ εἰδικοῦ μισθολογίου γιά τούς ἀρχιερεῖς (ν. 4472/2017), καί ἑπομένως καμιά μεταβολή δέν θά ἐπέλθει ὡς πρός τό ὕψος τῶν καταβαλλομένων ἀποδοχῶν» (2. 3. 2).

Ἕκτον. Σημειώνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (μερικοί Ἀρχιερεῖς), χειροτονοῦν Κληρικούς καθ’ ὑπέρβαση τοῦ περιορισμοῦ τῶν προσλήψεων, ἀλλά αὐτοί εἶναι ἄμισθοι. Αὐτό τό γνωρίζουν καλά οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Πολιτείας καί τό ἀξιοποιοῦν κατάλληλα. Μέ τό «προτεινόμενο πλαίσιο» δίνεται ἡ δυνατότητα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος «νά μπορεῖ νά χειροτονεῖ ὅσους παραπάνω ἔμμισθους Κληρικούς θελήσει, καθ’ ὑπέρβαση τῶν θεσπιζομένων ὀργανικῶν θέσεων πού ἀντιστοιχοῦν στόν ἀριθμό τῶν σήμερα ὑπηρετούντων κληρικῶν». Αὐτό προβλέπτεται νά γίνη «ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι θά παρέχει στό Ταμεῖο Μισθοδοσίας τούς πρόσθετους πόρους πρός τοῦτο, ὅπως αὐτοί ὑπολογίζονται βάσει τοῦ ἑνιαίου μισθολογίου καί τῶν κατά περίπτωση ἰσχυουσῶν μισθολογικῶν διατάξεων» (2. 3. 3).

Αὐτό πρακτικά σημαίνει ὅτι γιά τούς ἐπιπλέον χειροτονούμενους Κληρικούς πέρα τῶν καλυμμένων σήμερα ὀργανικῶν θέσεων θά ἀναλαμβάνη ἡ Ἱερά Μητρόπολη ἤ τό Νομικό Πρόσωπο τῆς Ἐνορίας νά καταβάλη τούς πόρους γιά τήν μισθοδοσία τους, στό Ταμεῖο Μισθοδοσίας, βάσει τοῦ ἑνιαίου μισθολογίου, ὥστε καί αὐτοί οἱ Κληρικοί νά μισθοδοτοῦνται ὅπως οἱ ἄλλοι Κληρικοί, κατά τόν ἴδιο τρόπο ἀπό τό Ταμεῖο Μισθοδοσίας. Ἡ διαφορά αὐτῶν τῶν Κληρικῶν μέ τούς ὑπολοίπους θά εἶναι ὅτι οἱ πόροι γιά τούς μισθούς τους θά καταβάλλονται ἀπό τό ἐκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο πού θά τούς προσλαμβάνη, ἐνῶ τῶν ἄλλων οἱ πόροι θά καταβάλλονται ἀπό τήν Πολιτεία.

Βέβαια, αὐτά τά ἕξι σημεῖα μισθοδοσίας θά γίνονται μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ Πολιτεία θά καταβάλλη ἐτησίως τά ποσά, τά ὁποῖα θά τά διαχειρίζεται τό Ταμεῖο Μισθοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἄν γιά κάποιον λόγο ἡ Πολιτεία δέν καταβάλλει τό ποσό αὐτό, οὔτε ἡ Τράπεζα θά τό διαθέτη, οὔτε τό Ταμεῖο Μισθοδοσίας θά ἔχη ποσά γιά νά τά διαχειρίζεται, οὔτε ἡ Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν θά ἔχη τά ποσά γιά νά ἐξασκήση τό λογιστικό της ἔργο, οὔτε φυσικά θά γίνεται ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν.

Καί σέ μιά τέτοια περίπτωση ἐγείρεται τό ἐρώτημα: Ἐναντίον ποίου οἱ Κληρικοί θά προσφύγουν; Ἐναντίον τῶν Νομικῶν Προσώπων στά ὁποῖα ὁ καθένας ἀνήκει, τῶν ὁποίων εἶναι ὑπάλληλοι, δηλαδή τῶν Μητροπολιτῶν, ἤ ἐναντίον τοῦ Κράτους, καί ποιᾶς ὑπηρεσίας του;

Αὐτό εἶναι τό λεπτό σημεῖο τοῦ νέου τρόπου τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων, πού προτείνεται μέ «προτεινόμενο πλαίσιο…».

Πέραν τούτου, τό «Προτεινόμενο πλαίσιο συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας», μέ τά θετικά καί ἀρνητικά του σημεῖα, ἔχει καί μερικά κενά.
Κατ’ ἀρχήν, ὅπως ἐπανειλημμένως ἔχει τονισθῆ, αὐτό πού δόθηκε ἀπό τό Ὑπουργεῖο δέν εἶναι νομοσχέδιο, ἀλλά μιά ἀνάλυση, αἰτιολογική ἔκθεση τοῦ νομοσχεδίου.

Ἔπειτα, μόνο στήν «Σύνοψη» (1.) τοῦ «Προτεινομένου πλαισίου Συμφωνίας» γίνεται λόγος ἐκτός «τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου» «καί τοῦ λοιποῦ προσωπικοῦ τῶν νομικῶν προσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» καί τῶν «Λαϊκῶν Ὑπαλλήλων», ἀλλά στήν «Ἀνάλυση» (2) τοῦ «Προτεινομένου πλαισίου» δέν γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γι’ αὐτούς, παρά γιά τούς Κληρικούς. Οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι κατέχουν θέσεις τοῦ Δημοσίου, πού θεσπίσθηκαν εἰδικῶς ἀπό τό Κράτος ἤ κατέλαβαν θέσεις ἀπό μετατροπή θέσεων διακόνων ἤ μετατάχθηκαν ἀπό δημόσιες θέσεις. Τί θά γίνουν ὅλοι αὐτοί;

Ἐπίσης, δέν γίνεται λόγος γιά τούς Ἱεροκήρυκες πού κατέχουν θέση ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων, οἱ ὁποῖοι διορίσθηκαν βάσει τῶν Νόμων 1811/1988 καί 817/1978, ἐνῶ στό κείμενο γίνεται λόγος γιά «λαϊκούς» καί «λοιπούς ὑπαλλήλους τῶν νομικῶν προσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (1.2). Σέ αὐτούς τούς «λαϊκούς καί «λοιπούς» ὑπαλλήλους συμπεριλαμβάνονται καί οἱ Ἱεροκήρυκες;

Πρέπει νά γίνη κατανοητό ὅτι στό «Προτεινόμενο πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας» γίνεται λόγος γιά τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν πού διέπεται ἀπό τίς διατάξεις τοῦ ἑνιαίου μισθολογίου (ν. 4354/2015), καί γιά τήν μισθοδοσία τῶν Ἀρχιερέων πού γίνεται σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ εἰδικοῦ μισθολογίου γιά τούς Ἀρχιερεῖς (ν. 4472/2017). Στήν προφορική ἀνάλυση πού ἔγινε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ὑπουργείου, τονιζόταν ὅτι στό νομοσχέδιο πού θά ἑτοιμασθῆ θά περιλαμβάνονται καί οἱ Ἀρχιερεῖς.

Θεωρῶ, λοιπόν, ὅτι ὁ προτεινόμενος τρόπος μισθοδοσίας εἰσάγει νέα προβλήματα, παρά νά τά ἐπιλύη καί αὐξάνει τήν ἀγωνία τῶν Κληρικῶν καί τῶν οἰκογενειῶν τους, ὅπως καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων καί τῶν ἰδίων τῶν Ἀρχιερέων, διότι ὁ νέος τρόπος μισθοδοσίας ἀφορᾶ καί αὐτούς.

Μεγάλο ζήτημα ἐπίσης εἶναι ἡ ἐκκρεμότητα τῶν Συμβάσεων τῆς 18.9.1952 καί τῆς 11.5.1988, οἱ ὁποῖες δέν ἐκτελέσθηκαν ἐν μέρει (1952) ἤ καί καθόλου (1988). Τά ἀκίνητα τῶν συμβάσεων αὐτῶν πρέπει νά τακτοποιηθοῦν μέ ἕνα νομοθετικό πλαίσιο ἐν ὄψει καί τῆς σύστασης τῆς κοινῆς ἑταιρείας Δημοσίου καί Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ταμεῖο Ἀξιοποίησης Ἐκκλ. Περιουσίας).

Ἀπάντηση σέ ὅλα αὐτά δόθηκε προηγουμένως γιά τόν πολύπλοκο τρόπο πού θά λειτουργῆ κατά τό «Προτεινόμενο πλαίσιο» ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν.

4. Γενικά συμπεράσματα

Ἡ Ἐπιτροπή μας εἶχε ἐντολή ἀπό τήν Ἱεραρχία νά συνεχίση τόν διάλογο σέ κοινοῦ ἐνδιαφέροντος θέματα, καί στήν συνέχεια νά παρουσιάση τόν καρπό τοῦ διαλόγου στήν Ἱεραρχία γιά νά τόν ἐγκρίνη, ἀλλά συγχρόνως νά μή κάνη διάλογο γιά τό ὑφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων, δηλαδή νά ἐμμείνη σέ αὐτό τό καθεστώς.

Ἔγινε ἕνας ἐνδιαφέρον καί ζωντανός διάλογος στά σημεῖα πού εἶχαν προσδιορισθῆ σχετικά μέ τήν ἀποζημίωση λόγῳ τῆς ἀπαλλοτριωθείσης περιουσίας πρό τοῦ 1939, γιά τό θέμα τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν Κληρικῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων καί ἄλλα συναφῆ σημεῖα. Τό θέμα τοῦ ὑφισταμένου καθεστῶτος τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων δέν τό διαπραγματευθήκαμε, ἀλλά ἁπλῶς ζητήσαμε ἐπεξηγήσεις, διασαφήσεις γιά τό πῶς ἐννοοῦν τήν ἀλλαγή τοῦ τρόπου μισθοδοσίας καί ὑποβάλαμε σχετικές ἐρωτήσεις γιά νά καταλάβουμε τήν σκέψη τους.

Στά ἑπόμενα θά κατατεθοῦν μερικές ἀπόψεις πού ἐκφράσθηκαν ἀπό πλευρᾶς τῆς Πολιτείας γιά ἐπί μέρους σοβαρά θέματα, καθώς ἐπίσης καί προφορικές καί γραπτές ἀντικρούσεις ἀπό τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς μας, ὅπως φαίνεται στά πρακτικά καί σέ κείμενα τά ὁποῖα κατετέθησαν σέ αὐτά, γιά νά διευκολυνθοῦν τά μέλη τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας στίς ἀποφάσεις τους.

Πρῶτον. Ἡ σύμβαση-συμφωνία πού θά κυρωθῆ μέ νόμο θεωρεῖται ἀπό τήν Κυβέρνηση ὡς πλεονεκτική, ἀλλά ὅμως δέν ἐξασφαλίζει τήν Ἐκκλησία. Ἡ Πολιτεία ἔχει τήν δυνατότητα μονομερῶς νά μή ἐκπληρώση τούς συμβατικούς της ὅρους στό μέλλον. Ἄλλο εἶναι ἡ μή δυνατότητα μονομεροῦς τροποποίησης τῆς συμφωνίας μέ νόμο καί ἄλλο ἡ μή τήρησή της. Μάλιστα δέ ἡ παραίτηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν περαιτέρω ἀξίωση σχετικά μέ τίς ἀπαλλοτριώσεις τῆς περιουσίας της τήν θέτει σέ μειωνεκτική θέση.

Ἐφ’ ὅσον ἡ Σύμβαση ἀφορᾶ «ἀφηρημένο» χρέος θά εἶναι διάτρητη. Ἔπειτα, ἡ συμφωνία ἀφορᾶ περιουσιακά στοιχεῖα πού ἀνήκουν στήν κυριότητα Μονῶν, Μητροπόλεων ἤ ἄλλων νομικῶν προσώπων.

Δεύτερον. Μέ τήν ἀλλαγή τοῦ φορέως μισθοδοσίας ἀπό τό Ὑπουργεῖο στήν Ἐκκλησία, ἐξακολουθεῖ ἡ μισθοδοσία νά διεκπεραιώνεται ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς. Αὐτό, ὅμως, ὅπως ἔχει προαναφερθῆ, παρεκκλίνει ἀπό τούς θεμελιώδεις κανόνας συστάσεως καί λειτουργίας της, πού εἶναι μνημονιακή ὑποχρέωση τοῦ Κράτους. Μέ τόν πρῶτο Μνημονιακό νόμο (ν. 3845/2010), ἐντάχθηκαν καί οἱ πληρωμές τῶν στελεχῶν τῶν μισθοδοτούμενων ἀπό τό Δημόσιο φορέων στό σύστημα τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῆς (ΕΑΠ), ὁπότε ὑποχρεώνονται νά καταβάλουν τούς μισθούς μέσω αὐτῆς τῆς ὑπηρεσιακῆς μονάδας, ὅπως καί ἔκτοτε συμβαίνει.

Ἡ Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς ἀποτελεῖ ὀργανική μονάδα ἐπιπέδου Διεύθυνσης ὑπαγόμενη ἀπευθείας στό Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικῆς Πολιτικῆς. Κατά τό ἄρθρο 5 τῆς ΚΥΑ (Κοινῆς Ὑπουργικῆς Ἀπόφασης), ἀποστολή τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῆς εἶναι ἡ πληρωμή, μέσω τραπεζικοῦ λογαριασμοῦ, τῶν πάσης φύσεως ἀποδοχῶν ἤ πρόσθετων ἀμοιβῶν, ἀποζημιώσεων καί μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ὀνομασία καταβαλλόμενων ἀπολαβῶν τοῦ πάσης φύσεως προσωπικοῦ τοῦ Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ καί τῶν φυσικῶν προσώπων πού ἀπασχολοῦνται μέ σύμβαση μίσθωσης ἔργου στούς ἀνωτέρω φορεῖς, καθώς καί τῶν αἱρετῶν ὀργάνων τῶν ΟΤΑ. Μέ βάση τό στοιχεῖο β΄, τῆς παραγράφου 1, τοῦ ἄρθρου δεύτερου τοῦ ν. 3845/2010, προκύπτει ὅτι στήν πληρωμή ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς ἐμπίπτουν ὅσοι ὑποχρεοῦνται σέ ἀπογραφή. Ἡ ὑποχρέωση ἀπογραφῆς καταλαμβάνει καί τούς κληρικούς καί τούς ἐκκλησιαστικούς ὑπαλλήλους. Λογική καί σαφής συνέπεια αὐτῆς τῆς ὑπαγωγῆς εἶναι ἡ πληρωμή τοῦ προσωπικοῦ πού ὑπόκειται σέ ἀπογραφή μέσω τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῆς. Μέ τό μέτρο δέ αὐτό οὐσιαστικά ἐπιχειρεῖται ἕνας ἔλεγχος τῶν μισθολογικῶν δαπανῶν τοῦ δημοσίου τομέα.

Τό σχέδιο νόμου ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀρχή ὅτι οἱ Κληρικοί θά εἶναι μέν ὑπάλληλοι νομικοῦ προσώπου δημοσίου, ἀλλά ἡ πληρωμή τῶν ἀποδοχῶν τους δέν θά βαρύνη τό οἰκεῖο Ὑπουργεῖο, ἀλλά τήν Ἐκκλησία, καίτοι οἱ κληρικοί ὑπόκεινται σέ ὑποχρέωση ἀπογραφῆς. Οἱ ἐν λόγω ἀποδοχές θά καταβάλλονται ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς, ἡ ὁποία θά δρᾶ διεκπεραιωτικά κατά παρέκκλιση τῶν ἀνωτέρω θεμελιωδῶν γι’ αὐτήν κανόνων.

Ὑποστηρίχθηκε ἀπό τόν Ὑπουργό καί τούς Γενικούς Γραμματεῖς τῆς Κυβέρνησης ὅτι αὐτός ὁ τρόπος μισθοδοσίας πού προτείνεται δέν εἶναι καινοφανής, γιατί αὐτό συμβαίνει μέ ἄλλα αὐτοδιοικούμενα Ν.Π.Δ.Δ., ὅπως εἶναι τό Πανεπιστήμιο.

Τά ζητήματα ὅμως παραμένουν, ὅπως ἀνωτέρω ἐπισημάνθηκαν ὅτι ἡ ἀπ’ εὐθείας καταβολή μισθοδοσίας καταργεῖται, μετατρέπεται σέ ἐτήσια καταβολή λόγω σύμβασης, ὅτι ὑπόκειται σέ ὅλους τούς κινδύνους ὑπαίτιας ἤ ἀνυπαίτιας ἀδυναμίας ἐκτέλεσης τῆς σύμβασης ἀπό τό Δημόσιο καί ὅτι ἐπιπλέον δέν ὑπάρχει ἐγγύηση μισθοδοσίας τοῦ Δημοσίου παρά μόνον γιά τίς σήμερα καλυμμένες θέσεις, στίς ὁποῖες ὑπηρετοῦν κληρικοί καί ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι.

Τρίτον. Τό θέμα τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν Κληρικῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων ἀπησχόλησε πολύ τίς Ἐπιτροπές μας. Οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Κυβερνήσεως ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ πάνω ἀπό τίς 6.000 ὀργανικές θέσεις τῶν Κληρικῶν εἶναι στόν «ἀέρα» καί θά μποροῦσε ὅποτε θελήση ἕνας «ἀκραῖος στό Ἐλεγκτικό Συνέδριο» ἤ ἕνας Γενικός Γραμματέας ἤ ἕνας Διευθυντής Οἰκονομικῶν Ὑπηρεσιῶν νά διασταυρώση τήν μισθοδοσία μέ τίς ὀργανικές θέσεις καί νά τήν κόψη.

Ὅμως, τό θέμα αὐτό δέν εἶναι ὅπως παρουσιάζεται. Ἡ ὅλη διαδικασία προσλήψεων τῶν Κληρικῶν, ἡ δημοσίευση στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, σημαίνει ὅτι δέν τίθενται ἐν ἀμφιβόλῳ οἱ ὀργανικές θέσεις πού εἶναι καθ’ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῶν 6.000.

Ἡ ἐπί πολλές δεκαετίες ἀκολουθούμενη καί σταθερή πρακτική ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τό οἰκεῖο Ὑπουργεῖο Παιδείας, Ἐρεύνης καί Θρησκευμάτων τῆς δημοσίευσης τῶν πράξεων διορισμοῦ κληρικῶν καί τῆς ἐντάξεώς τους στό ἑνιαῖο μισθολόγιο, ἀφ’ ἑτέρου δέ καί τῆς καταβολῆς τῶν ἀποδοχῶν τους ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς στήν συνέχεια, καί δή ἀνελλιπῶς, κάθε ἄλλο παρά ἄμοιρη νομικῶν συνεπειῶν εἶναι καί ἀποτελεῖ κατοχύρωση γιά τούς σήμερα ὑπηρετοῦντες κληρικούς καί ἐκκλησιαστικούς ὑπαλλήλους.

Οἱ κληρικοί εἶναι δημόσιοι λειτουργοί ἀλλά, μή ὑπαγομένων τῶν κληρικῶν ratione personae στόν περιορισμό τοῦ ἄρθρου 103 § 2 Συντ. Τοῦτο ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀναγνώριση, ἀπό μέρους τῆς Πολιτείας, τῆς ὑποχρέωσης μισθοδοσίας κάθε φορά πού (σωρευτικά): ἕνας κληρικός χειροτονεῖτο, τό ὄνομά του περιλαμβάνετο στίς οἰκεῖες μισθοδοτικές καταστάσεις, ἡ μισθοδοσία του βάρυνε εἴτε τόν παλιότερα τηρούμενο εἰδικό λογαριασμό τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Ἐρεύνης καί Θρησκευμάτων καί στή συνέχεια, τόν προϋπολογισμό τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Ἐρεύνης καί Θρησκευμάτων, καταβαλλόμενη μέσω τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῶν.

Ἄλλωστε, ἡ ἔνταξη τοῦ εἰδικοῦ λογαριασμοῦ μισθοδοσίας τοῦ Κλήρου στόν τακτικό προϋπολογισμό μέ τό ἄρθρο 13 παρ. 5α τοῦ Νόμου 4111/2013 ἀποτελεῖ ἀναγνώριση τῆς ὑποχρέωσης μισθοδοσίας τουλάχιστον τῶν ὑπηρετούντων κληρικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων. Δηλαδή, ἡ ἔνταξη τῆς δαπάνης στόν Κρατικό Προϋπολογισμό ἰσοδυναμεῖ μέ ἀναγνώριση ἀπό τό Κράτος τῆς νομιμότητας αὐτῆς τῆς δαπάνης. Κάθε ἄλλη ἑρμηνεία θά ἦταν ἄτοπη.

Ἐπίσης, δέν μποροῦν νά τεθοῦν σέ ἀμφιβολία οἱ θέσεις τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων πού προῆλθαν ἀπό μετάταξη. Ἀλλά καί οἱ θέσεις τῶν Ἐπισκόπων-Μητροπολιτῶν, γιά τούς ὁποίους ἡ Πολιτεία ἔχει προβῆ σέ ρύθμιση τοῦ μισθολογικοῦ καθεστῶτος τους (τελευταῖα μέ τόν ν. 4472/2017).

5. Τελικές ἐκτιμήσεις τῆς Ἐπιτροπῆς μας

Τό θέμα «τοῦ ἐξορθολογισμοῦ τῶν σχέσεων μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» καί τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τῶν ὀργανικῶν ἐφημεριακῶν θέσεων καί τῆς μισθοδοσίας τοῦ Κλήρου, θέλουμε νά πιστεύουμε ὅτι ξεκίνησε μέ καλή διάθεση καί ἀπό τίς δύο πλευρές, ἀλλά ἔχει κενά καί δημιουργεῖ περισσότερα προβλήματα τόσο στήν Ἐκκλησία ὡς Ὀργανισμό, ὅσο καί στούς Κληρικούς καί αὐτό θά ἔχει συνέπεια στόν λαό καί τήν κοινωνία.

Μέχρι τώρα, ἀπό τό ἔτος 1945, ἔγινε πολύς ἀγώνας γιά νά ἐξασφαλισθῆ ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν, ψηφίσθηκαν νόμοι, ἐκδόθηκαν κανονισμοί καί δέν μποροῦν αὐτά νά καταργηθοῦν. Ὅταν βγῆ κανείς ἀπό τήν ὑπάρχουσα διαδικασία μισθοδοσίας δέν εἶναι εὔκολο νά εἰσέλθη πάλι σέ αὐτήν.

Προκειμένου νά καταθέση ἡ Ἐπιτροπή μας μιά πρόταση πρέπει νά ἐντοπισθοῦν μερικά δεδομένα.

Πρῶτον. Ἡ Ἱεραρχία τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018 ἀπεφάσισε νά συστηθῆ μιά Ἐπιτροπή διαλόγου μέ τήν Πολιτεία, ἡ ὁποία θά συνεχίση τόν διάλογο μέ τήν Πολιτεία «ἐπί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος», καί ὁ «καρπός τοῦ διαλόγου» «θα ὑποβληθῆ στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τελική ἔγκριση», ἀλλά συγχρόνως «νά ἐμμείνη στό ὑφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν ὑπαλλήλων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».

Δεύτερον. Ὁ διάλογος αὐτός ἔγινε διεξοδικῶς, ἡ Ἐπιτροπή μας ἐνέμεινε στό ὑφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν ὑπαλλήλων τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ἡ Πολιτεία δέν μᾶς ἔδωσε τό Νομοσχέδιο, ὅπως εἶχε ὑποσχεθῆ, παρά μόνον τήν αἰτιολογική ἔκθεσή του. Καί ὅπως φαίνεται σαφῶς στό «Προτεινόμενο πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας», ὅλα τά θέματα, ἤτοι ἡ ἀποζημίωση τῆς ἀπαλλοτριωθείσης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πρό τοῦ 1939, οἱ ὀργανικές θέσεις τῶν Κληρικῶν, ὁ τρόπος μισθοδοσίας τους καί ἡ ἀξιοποίηση τῆς μετά τό 1952 ἀμφισβητούμενης ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας, «θά ἰσχύουν ὑπό τήν προϋπόθεση τήρησης τῆς Συμφωνίας στό σύνολό της», δηλαδή μέ τήν ἀρχή τοῦ take it or leave it.

Κατόπιν τούτου καί ἐπειδή στό κείμενο τῆς Πολιτείας περιεχόταν ἡ πρόταση ἀλλαγῆς τοῦ καθεστῶτος μισθοδοσίας, ἡ Ἐπιτροπή μας δέν μποροῦσε νά συνεχίση τόν διάλογο οὔτε γιά τά λοιπά σημεῖα τοῦ κειμένου. Γι’ αὐτό ἀναφέρθηκε στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, ὥστε τό θέμα νά παραπεμφθῆ στήν Ἱεραρχία ὡς τό μόνο ἀποφασιστικό ὄργανο. Καταθέτει, λοιπόν, αὐτήν τήν ἐντολή πού ἔλαβε.

Τρίτον. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο πού ἔκανε διάλογο μέ τήν Πολιτεία γιά τά ἴδια θέματα πού ἀφοροῦν τούς Κληρικούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί τῶν Μητροπόλεων τῆς Δωδεκαννήσου, δέν ἀποδέχθηκε τό νέο καθεστώς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν πού ἐκπροσωπεῖ. Καί μάλιστα σέ αὐτό ἔχει σύμφωνη καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Σέ σύσκεψη πού ἔγινε τήν 12η Φεβρουαρίου 2019 μεταξύ τῶν δύο Ἀντιπροσωπειῶν, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, στό Μέγαρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «διαπιστώθηκε ἡ ἀπόλυτη σύμπνοια καί ταύτιση ἀπόψεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τόσο ἐπί τῶν προτάσεων ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος ὅσο καί ἐπί τῆς διατηρήσεως τοῦ ἰσχύοντος καθεστῶτος μισθοδοσίας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἱεροῦ Κλήρου». Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει δεσμευθῆ ἐκ νέου καί δέν μπορεῖ νά ἀποστασιοποιηθῆ, οὔτε μποροῦμε νά τό ἀγνοήσουμε ἤ νά παραθεωρήσουμε τήν ἀπό κοινοῦ αὐτή ἀπόφαση.

Τέταρτον. Ὁ Ἱερός Σύνδεσμος Κληρικῶν Ἑλλάδος δέν ἐπιθυμεῖ μεταβολή στό καθεστώς μισθοδοσίας καί ταυτίζεται στό σημεῖο αὐτό μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας. Στό ἀπό 15-2-2019 κείμενό του γράφεται:

«Ὅσον ἀφορᾶ τό “σχέδιο ὑλοποίησης τῆς Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας” πού ἔδωσε (12/2/2019) στή δημοσιότητα ἡ ἡγεσία τοῦ ὑπουργείου Παιδείας ἀπορρίπτεται ὡς ἀπαράδεκτο. Εἶναι σχέδιο ἀπαξίωσης τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γενικότερα… Ὁ ΙΣΚΕ βεβαίως ἐμμένει στίς σταθερές ἀρχικές του θέσεις καί ὡς πρός τό μισθολογικό καθεστώς τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί ὡς πρός τά ἄλλα θέματα πού περιλαμβάνονται στό ἀπαράδεκτο καί γι’ αὐτό ἀπορριπτέο σχέδιο πού ἔδωσε στή δημοσιότητα ἡ ἡγεσία τοῦ ὑπουργείου Παιδείας».

Πέμπτον. Στήν Ἐπιτροπή μας κατατέθηκαν προφορικῶς καί γραπτῶς οἱ ἀπόψεις τῶν μελῶν της, ὅπως φαίνεται στά Πρακτικά τῶν Συνεδριάσεων, κατατέθησαν δέ καί λάβαμε ὑπ’ ὄψιν τίς τεκμηριωμένες ἀπόψεις τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, πού δημοσιεύθηκαν στό διαδίκτυο.

Κατόπιν ὅλων αὐτῶν θεωροῦμε ὅτι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς τό ἀνώτατο Ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει νά ἐξετάση ὅλα τά ἀνωτέρω, νά ἐκτιμήση τά πλεονεκτήματα καί τά μειονεκτήματα, κυρίως νά μελετήση τίς συνέπειες κάθε προτάσεως.

Στήν συνέχεια θά ἀποφασίση στήν βάση τῆς ἀπό 7ης Δεκεμβρίου δηλώσεως πού ἔκανε ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος, μετά τήν συνάντησή του μέ τόν Ἱερό Σὐνδεσμο Κληρικῶν Ἑλλάδος: «ἡ Ἱεραρχία θά ἐγκρίνει, θά διορθώσει ἤ θά ἀπορρίψει».

Οἱ Ἀρχιερεῖς μποροῦν νά ψηφίσουν μέ μυστική ψηφοφορία σέ ψηφοδέλτιο πού θά ἔχη τρεῖς στῆλες, ἀποδεκτό, ἀπορριπτικό, τροποποίηση. Σέ περίπτωση πού θά ψηφισθῆ ἡ τρίτη λύση «τροποποίηση» θά πρέπη νά ἀκολουθήση νέα συζήτηση γιά τό ποιά σημεῖα εἶναι τροποποιητέα καί ποιά Ἐπιτροπή θά συνεχίση τόν διάλογο.

Μακαριώτατε, Πρόεδρε,

Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Ἡ Ἐπιτροπή μας ἐργάσθηκε μέ ἀπόλυτο σεβασμό στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018, πράγμα πού ἐπανειλημμένως τονίσαμε στόν Ὑπουργό Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων κ. Γαβρόγλου καί τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Πολιτείας. Εἶχε τήν ἐντολή ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018 νά συζητήση τά κοινοῦ ἐνδιαφέροντος θέματα, ἀλλά καί νά ἐμμείνη στό ὑφιστάμενο καθεστώς τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων, τό ὁποῖο δέν συζήτησε, ἀλλά μεταφέρει τήν πρόταση τῆς Κυβερνήσεως στήν Ἱεραρχία, τήν μόνη ἁρμόδια νά ἀποφασίση κυριαρχικῶς.

Αὐτό ἔγινε μέ ἀπόλυτη σύμπνοια καί ἀπόλυτη συναίνεση τῶν μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς μας. Τό κλίμα ἦταν ἄριστο ἀπό κάθε πλευρά. Διατυπώθηκαν οἱ ἀπόψεις τῶν μελῶν τῆς ἐπιτροπῆς μέ ἐλευθερία καί συγκροτήθηκαν ὁμοφώνως οἱ τελικές ἐκτιμήσεις.

Εἶναι εὐνόητον ὅτι τήν ἀπόφαση πάνω στά θέματα αὐτά θά λάβη ἡ Ἱεραρχία μέ νηφαλιότητα, ψυχραιμία καί γνώση τῶν καιρῶν, συνεκτιμώντας καί τίς συνέπειες κάθε ἀποφάσεως.

Ἐκτέθησαν τά ἀνωτέρω ὅσο ἦταν δυνατόν σύντομα καί κατά τό δυνατόν καθαρά, διότι ἡ σαφήνεια τῆς ἔκφρασης ἀποδυναμώνει τόν κίνδυνο τῆς σύγχυσης.

Ἐκ μέρους τῶν μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς μας εὐχαριστοῦμε τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τά Μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου γιά τήν ἐμπιστοσύνη τους σέ μᾶς. Καί ἐγώ προσωπικῶς ὡς Πρόεδρος εὐγνωμονῶ τά μέλη τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς καί τόν Γραμματέα της γιά τήν ἀπόλυτη σύμπνοια καί ἄριστη συνεργασία.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

 

 

[Ὑποσημείωση 1] «11) Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.»



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...