Σκόρπια Βιώματα (1ο).Του Γρηγόρη Βαρελά

ΣΚΟΡΠΙΑ ΒΙΩΜΑΤΑ (1ο)

Του Γρηγόρη Βαρελά

ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙΡΟ

  1. Μέχρι και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κάθε χωριό πάσχιζε να διακρίνεται από τα άλλα χωριά, ακολουθώντας πιστά την παράδοση.

Δηλαδή, πιστή εφαρμογή και μεταφορά, από γενιά σε γενιά, κάποιων άγραφων κανόνων, σχετικά με τα τοπικά ήθη και έθιμα των κατοίκων του και τάση να αποφεύγεται κάθε τι το νέο, το ξένο.

Είναι χαρακτηριστικές οι ενδυμασίες των γυναικών του Πλατάνου, όπως τις γνώρισα και τις έχει αποθανατίσει ο Καρκαβίτσας. Παραλλαγή αυτών των ενδυμασιών ήταν και εκείνες των γυναικών στη Λευτέριανη.

Διαφορετικές ενδυμασίες είχαν οι γυναίκες στην Άνω Χώρα και σε άλλα μεγάλα χωριά.

Συνηθισμένες τότε οι εκφράσεις «στο χωριό μου», «εμείς έτσι το βρήκαμε και έτσι θα μείνει», κλπ.

Σπουδαίος ήταν ο ρόλος τού παπά στην τήρηση της παράδοσης και γενικότερα στην κλειστή – τοπική κοινωνική ζωή του χωριού.

Έχω πικρή πείρα από την κρατούσα παλαιότερα ενδογαμία, δηλαδή «παπούτσι από τον τόπο σου». Έζησα αυτό που λέγεται «από δυο χωριά», επειδή ο πατέρας μου, από τη Λεπτοκαρυά, πήρε γυναίκα από την Ελευθέριανη. Ίδια Κοινότητα, αλλά άλλο χωριό!

Όταν μάλιστα, πολλά χρόνια μετά το γάμο τους, η Λεπτοκαρυά αποσπάσθηκε από την κοινότητα Ελευθέριανης, άρχισαν ατέλειωτοι καυγάδες για τα κοινά μέχρι τότε βοσκοτόπια, δηλαδή για νέα σύνορα μεταξύ των δύο χωριών! Καυγάδες, γκλίτσες, τραυματισμοί και δικαστήρια!

Κοινά θέματα κάθε χωριού, με παραδοσιακές, ομαδικές εκδηλώσεις, ήταν: Εκκλησιασμός – βαπτίσεις – γάμοι – κηδείες, γιορτές – πανηγύρια, ομαδικές εργασίες (δρόμοι, αρδευτικά έργα κλπ.), ποιμενική ζωή, αγροτικές καλλιέργειες, συγκρούσεις με γειτονικά χωριά (σύνορα – βοσκοτόπια – δάση – νερά) κλπ.

Οι καυγάδες μεταξύ των χωρικών, για τα νερά – ποτίσματα, στάνες – βοσκοτόπια κλπ., ήταν σχεδόν σε ημερήσια βάση. Όπως βέβαια και τα γλέντια, το κουτσομπολιό, οι χοροί και τα ξενύχτια.

Αλλά το χωριό ήταν πάντα ενωμένο, προπάντων έναντι των γειτονικών χωριών! Οι καλοί «από ’δω» και οι κακοί «από ’κει»!

Μύθους, ιστορίες και συνήθειες «από παλιά», από το δοκιμασμένο παρελθόν, τις τηρούσαν πιστά οι χωρικοί, που ήταν πάντα δύσπιστοι προς κάθε καινοτομία και νεωτερισμό.

Επισημαίνω ότι, όσο παλαιότερα και τόσο περισσότερος κόσμος κατοικούσε στα χωριά.

Στα χωριά της Ναυπακτίας, (μαζί με Γαλατά – Περιθώρι), το 1920 κατοικούσαν 24.113 άτομα, έναντι 3.170 στη Ναύπακτο! Το 2011 κατοικούσαν 28.124 και 13.378 άτομα, αντίστοιχα!

Η Λευτέριανη είχε 634 κατοίκους το 1940. Το περασμένο καλοκαίρι, με 5 εκκλησίες, δεν είχε κανένα κάτοικο!

Γενικότερα, σήμερα τα ορεινά χωριά έχουν εγκαταλειφθεί και ρημάζουν, ιδίως το χειμώνα, λόγω μετανάστευσης και αστυφιλίας. Ταυτόχρονα αναπτύσσονται, ραγδαία και με άναρχη δόμηση, η Ναύπακτος και η ευρύτερη πεδινή Ναυπακτία.

Η μόνη πολυμελής οικογένεια, που δεν θέλει να φύγει ποτέ από την ορεινή Ναυπακτία, είναι εκείνη η ορειχάλκινη στο 23ο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Ναυπάκτου – Σίμου – Πλατάνου (περιοχή Παλαιόπυργου). Πολυμελής οικογένεια με οκτώ άτομα και τρία ζωντανά (μουλάρι, σκύλος, γάτα), μέλη κι αυτά της οικογένειας.

Δεν φεύγει, (μεταξύ μας και λόγος να μην γίνεται)… ούτε με βίντζια!

Όμως, η αλήθεια είναι ότι, στα κακοτράχαλα βουνά της Ναυπακτίας δεν χωρούσε τόσος πληθυσμός και μάλιστα με τον αυξημένο στο παρελθόν ρυθμό γεννήσεων. Ούτε αντέχουν οι νεότερες γενιές στη σκληρή ζωή των προγόνων μας.

  1. Η παράδοση ανατρέχει στο παρελθόν, στο συναισθηματικό παρελθόν, το «ιδανικό» παρελθόν, στις «ρίζες» της οικογένειας – χωριού – φυλής – λαού – κράτους – έθνους.

Όμως, όσο παλαιότερα ανατρέχει η σύγκριση, τόσο περισσότερο συγκρούονται οι «ρίζες» με τις μετέπειτα, τις νεότερες εξελίξεις.

Η γνώση και η σοφία μεταφέρονταν παλαιότερα, με την πείρα, από τους γέρους στους νέους. Υπήρχε πάντα σύγκρουση μεταξύ του νέου και του παλαιού. Μέρα με νύχτα!

Οι ηλικιωμένοι, προπάντων οι αγράμματοι, ακόμη και στις μέρες μας απέκρουαν κάθε τι το νέο.

Δέχονταν ό,τι μεταφερόταν προφορικά, από στόμα σε στόμα. Καταλάβαιναν μόνο ό,τι έπιανε το χέρι τους και ονόμαζαν «θεωρία» ό,τι δεν χωρούσε στο μυαλό τους!

Για τα περισσότερα θέματα, αναφορικά με την παράδοση, είχε εφαρμογή ο κανόνας «όσα δε θέλει η καρδιά, δεν τα χωράει ο νους»! Έτσι, όμως, εδημιουργείτο, ανέκαθεν, αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ παλαιών και νέων γενεών.

Συνήθως οι νέες εξελίξεις ερμηνεύονται, ως θετικές ή αρνητικές, περισσότερο με συναισθηματικές προκαταλήψεις, αναφορικά με το παρελθόν, και λιγότερο με λογικά – αντικειμενικά κριτήρια.

Αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν στη χώρα μας, όπου η ωραιοποίηση του παρελθόντος, (μεροληψίες ιστορίας και θρησκείας, μύθοι και σύγχυση, αβάσιμες προκαταλήψεις και αγκυλώσεις), δύσκολα συμβιβάζεται με τις νέες εξελίξεις.

Εξάλλου, η συναισθηματική μας φόρτιση και οι έντονα εκδηλούμενες επιθυμίες μας, λόγω και του εγωκεντρικού μας χαρακτήρα, δυσκολεύουν την προσαρμογή μας στην πραγματικότητα.

Οι ηλικιωμένοι συνήθως νοσταλγούν «τον παλιό, καλό καιρό», δηλαδή …τη νιότη τους! Οι ίδιοι, στα νιάτα τους ονειρεύονταν έναν άλλο – διαφορετικό κόσμο και αντιμετώπιζαν τις κακουχίες και τις στερήσεις με μεγαλύτερη αντοχή.

Αυτή την αντοχή, αλλά και την αθωότητα των παιδικών τους χρόνων, αναζητούν και νοσταλγούν πάντα οι ηλικιωμένοι. Ακόμη και σήμερα, που το βιοτικό επίπεδο είναι ασυγκρίτως ανώτερο και το προσδόκιμο όριο ζωής, σχεδόν διπλάσιο εκείνου προ του πολέμου.

Σημειώνω ότι, τη δεκαετία του 1940 έγραφαν οι εφημερίδες, π.χ., «γέρων 40 ετών»!

Άλλοι πάλι Έλληνες μένουν δεμένοι με το παρελθόν, από άγνοια των κοσμοϊστορικών εξελίξεων που σημειώθηκαν μεταπολεμικά, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Δεν ανησυχούν και είναι ευχαριστημένοι με το παρελθόν και με το παρόν, όπως η Διαμάντω, (κατά τον Αθάνα), με τα γίδια της πάνω στα τσουκάρια, «που όσα θέλει τάχει και τ’ άλλα τ’ αγνοεί»!

Ούτε βέβαια ήταν τόσο καλός «ο παλιός, καλός καιρός».

Δεν πιστεύω ότι νοσταλγεί κανείς τη μπομπότα με ξεροτύρι, το λυχνάρι και το λαδωτήρι, τις ψείρες και τους κοριούς, τα γουρουνοτσάρουχα, τη μπουγάδα στην ποταμιά, το πλύσιμο με αλισίβα, τις στάνες, τις σβουνιές, τους χωματόδρομους, τα μονοπάτια, τις βεντούζες (κοφτές ή κούφιες) και τις βδέλλες για ιατρική!

  1. Τα προαναφερθέντα ίσχυαν εντονότερα, πριν τον πόλεμο, στα ορεινά χωριά μας, όπου επικρατούσαν φτώχεια, αγραμματοσύνη, συναισθηματισμός και αυστηρά τοπικά έθιμα, ιδίως σε θέματα ηθικής.

Η οικογένεια είχε αυστηρώς πατριαρχικό χαρακτήρα.

Μέχρι και το 1945, γυναίκες από το σόι της μάνας μου αποκαλούσαν τον πατέρα μου «αφέντη»!

Οι άνδρες είχαν τον πρώτο και τελευταίο λόγο σε όλα. Στο σπίτι ο άνδρας ήταν αρχηγός και αφέντης.

Χαρακτηριστική η συνηθισμένη ευχή: «Τα παιδιά σας σερνικά και τ’ αρνιά σας θηλυκά»!!

Γενικότερα, οι γυναίκες λειτουργούσαν φοβικά και δουλικά. Μέρα – νύχτα στο παιδοκόμι – γεροκόμι – τυροκόμι, ακόμη και ως υποζύγια, ενώ δεν έλειπαν οι ξυλοδαρμοί τους.

Το χειρότερο δε, «δεν είχαν το όνομά τους», όπως θα εκθέσω στο επόμενο άρθρο μου.

  1. Γράφει ο Κωστής Παλαμάς (Η Φλογέρα του Βασιλιά):
  • «Κι απ’ το βαρύ το φόρτωμα σκεβρώνεται και γέρνει,

λεβέντη μου, ο καλόχτιστος ο τοίχος του κορμιού σου,

και είν’ η παρθένα στη ντροπή και στα ξεσκίδια μέσα.

Πείνα περνά και δυστυχιά και γύμνια και τρομάρα».

  • «Κι ο μέγας Έρωτας μακριά και είν’ άβουλος ο άντρας

κι άπραχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα,

κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.

Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα».

Υ.Γ. Στο Κυριακάτικο ΒΗΜΑ της 26.7.2015 και στο «Γραμματοκιβώτιο» του Διόδωρου δημοσιεύθηκε η εξής ατάκα μου:

«Ο ένας τα πάει και τα φέρνει με τους θεσμούς, τα μνημόνια, τις τράπεζες και τις αποκρατικοποιήσεις.

Ο άλλος, επιμένει στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, το σχίσιμο τριών τώρα μνημονίων, την εθνικοποίηση των τραπεζών και τις κρατικοποιήσεις.

Τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Διακήρυξή του τα διεκδικούν και οι δύο όπως και τις ιδεοληψίες τους».

Συνεχίζεται



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...