«Χωρισµός ἤ σχέσεις µεταξύ ’Εκκλησίας καί Πολιτείας» Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

«Χωρισµός ἤ σχέσεις µεταξύ ’Εκκλησίας καί Πολιτείας» Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Κατά καιρούς γίνονται διάφορες συζητήσεις καί ἀνταλλαγή ἀπόψεων γιά τόν λεγόµενο «χωρισµό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας». Τήν ἀφορµή τήν δίνουν οἱ πολιτικοί, οἱ ὁποῖοι µέ τόν τρόπο αὐτόν θέλουν νά ἐφαρµόσουν τίς ἰδεολογικές τους ἀρχές ἤ ἀκόµη θέλουν νά δικαιολογήσουν τήν ἀβελτηρία τους σέ ἄλλα κοινωνικά καί πολιτικά ζητήµατα, καί οἱ ἐκκλησιαστικοί παράγοντες ἀντιδροῦν σπασµωδικά ἤ ἀρνοῦνται κάθε σκέψη γιά περαιτέρω συζήτηση.

Στό παρελθόν ἀσχολήθηκα µέ τό θέµα αὐτό κυρίως ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλά καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας, καί ἔγραψα διάφορα κείµενα ἤ ἀπάντησα σέ ἐρωτήσεις µέ σκοπό τήν ἐνηµέρωση ὅσων ἐνδιαφέρονται γιά τό θέµα. Φυσικά, ἔχουν γραφῆ ἀξιόλογα ἐπιστηµονικά κείµενα γύρω ἀπό τό θέµα αὐτό, µέ ἰσχυρή νοµική καί θεολογική βιβλιογραφία, ἀλλά µέ τά ὅσα ἀκολουθήσουν θά ἤθελα νά κωδικοποιήσω µερικές ἀπόψεις µου µέ τρόπο ἁπλό καί κατανοητό, ἀποφεύγονας νοµικούς ὅρους καί ἐπιστηµονική ἀνάλυση.

1. «Κράτος καί Ἐκκλησία»

Ὅταν γίνεται λόγος γιά «χωρισµό Κράτους καί Ἐκκλησίας», πολλοί ἐννοοῦν δύο θεσµούς πού εἶναι µεταξύ τους ἑνωµένοι καί πρέπει νά χωρίσουν. Θά πρέπει νά δοῦµε ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ θεσµοί γιά τούς ὁποίους ἐπιδιώκεται ὁ χωρισµός. Ὅταν λέµε Κράτος-Πολιτεία, ἐννοοῦµε ὅλη τήν συντεταγµένη Πολιτεία µέ τά ὄργανά της, ἐννοοῦµε τούς πολίτες µιᾶς χώρας µαζί µέ τούς ἐκλεγµένους ἄρχοντες, ἀλλά καί τούς νόµους ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων λειτουργεῖ ἡ Πολιτεία αὐτή. Καί ὅταν λέµε Ἐκκλησία, ἐννοοῦµε ὅλα τά µέλη της πού εἶναι βαπτισµένα καί κατά ποικίλους τρόπους καί βαθµούς ζοῦν µέσα στήν Ἐκκλησία, καθώς ἐπίσης καί τά ὄργανά της, ἤτοι τήν Ἱερά Σύνοδο, τίς Μητροπόλεις, τίς Ἐνορίες, τίς Μονές, πού ἔχουν ρυθµισθῆ νά λειτουργοῦν σύµφωνα µέ τό κανονικό καί ἐκκλησιαστικό δίκαιο. 2 Ἔχοντες αὐτά ὑπ’ ὄψη, τοὐλάχιστον ὡς πρός τήν Ἐκκλησία πού πρέπει, κατά τήν γνώµη µερικῶν, νά χωρίση ἀπό τό Κράτος, ἐννοοῦνται τρεῖς πραγµατικότητες. Ἡ µία εἶναι τά µέλη της, ἡ δεύτερη εἶναι ἡ παράδοσή της καί ἡ τρίτη εἶναι ἡ διοίκησή της.

Τά µέλη τῆς Ἐκκλησίας προφανῶς δέν µποροῦν νά χωρίσουν ἀπό τό Κράτος, γιατί εἶναι ταυτοχρόνως πολίτες τοῦ συγκεκριµένου Κράτους, ἀκόµη καί σχεδόν ὅλοι οἱ πολιτικοί Ἡγέτες εἶναι µέλη της µέ τό Βάπτισµα. Ἡ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας πού ἔχει ἐµποτισθῆ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι δύσκολο νά χωρισθῆ ἀπό τό Κράτος, ἀφοῦ αὐτή ἡ παράδοση ἔχει ἀποτυπωθῆ ἐν πολλοῖς καί στά ἤθη καί ἔθιµα τῶν κατοίκων τῆς Πολιτείας καί δέν µπορεῖ εὔκολα ἡ Πολιτεία νά ἀποδεσµευθῆ ἀπό αὐτήν, διότι οἱ πολίτες ἐπιθυµοῦν νά τηροῦν αὐτές τίς παραδόσεις πού ἔχουν σχέση µέ τίς ἑορτές καί τόν τρόπο ζωῆς. Ἔτσι, ὅταν µερικοί µέ τόν λεγόµενο «χωρισµό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» ἐννοοῦν τόν χωρισµό µεταξύ Ἔθνους καί Πολιτείας, δηλαδή ἐπιθυµοῦν τήν ἀποδόµηση τοῦ πολιτισµοῦ τῆς Χώρας µας καί τήν πλήρη ἐκδυτικοποίησή της, δείχνουν ὅτι τό πρόβληµα εἶναι βαθύτερο. Ὁπότε, ἀποµένει νά ἐννοεῖται ὡς χωρισµός τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος, ὁ χωρισµός τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν διοίκηση τοῦ Κράτους. Αὐτό ἐν πολλοῖς ὑπάρχει σήµερα, ἄλλωστε γι’ αὐτό γίνεται λόγος γιά «διακριτότητα τῶν ρόλων», ἀρκεῖ νά τηροῦνται καλά τά νενοµισµένα καί ἴσως ἀκόµη χρειασθῆ νά γίνουν µερικές ἐπί πλέον ἀλλαγές καί ὁριοθετήσεις γιά τήν καλύτερη λειτουργία τῶν σχέσεων µεταξύ τους.

2. Χωρισµός ἤ ἀναθεώρηση-ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων;

Ἐπειδή στίς συζητήσεις γιά τό θέµα αὐτό γίνεται λόγος γιά χωρισµό µεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι ἡ φράση «χωρισµός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» εἶναι ἀδόκιµος, ἐνῶ πιό δόκιµος ὅρος εἶναι ἡ φράση «ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων µεταξύ ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης». ∆έν πρόκειται γιά χωρισµό, ἀλλά γιά σχέσεις. Ἡ ἔννοια τοῦ χωρισµοῦ ἐννοεῖται µέ τόν ἀποχωρισµό καί αὐτό ἑρµηνεύεται µέ τήν ἔννοια τοῦ διαζυγίου, δηλαδή τελεία διακοπή τῶν σχέσεων. Σύµφωνα µέ τήν ἄποψη αὐτή, θά πρέπει τό Κράτος νά ἀποσπασθῆ ἀπό τήν σχέση του µέ τήν Ἐκκλησία ἤ ἡ Ἐκκλησία νά χωρισθῆ ἀπό τό Κράτος. Αὐτό, ὅµως, δέν µπορεῖ νά γίνη, ἀπόλυτα καί διαλεκτικά, σέ µιά συντεταγµένη Πολιτεία. 3 Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι οὕτως ἤ ἄλλως ἡ Ἐκκλησία ὡς ἕνας ὀργανισµός σέ ἕνα Κράτος θά πρέπη νά ἔχη κάποια σχέση µαζί του, ἀφοῦ δέν µπορεῖ νά εἶναι ἀπολύτως ἀνεξάρτητη ἀπό αὐτό.

Τίποτε µέσα σέ ἕνα Κράτος δέν µπορεῖ νά εἶναι τελείως ἀνεξάρτητο, γιατί τότε αὐτό θά ἦταν ἕνα κράτος ἐν κράτει. Κάθε ὀργανισµός, ἀκόµη καί ἕνα σωµατεῖο ἔχει µιά νοµική προσωπικότητα, δηµοσίου ἤ ἰδιωτικοῦ δικαίου, ἔχει κάποια σχέση µέ τό Κράτος. Αὐτή ἡ σχέση κρατικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης καθορίζεται µέ τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι νόµος τῆς Πολιτείας, ὅπως ὑφίσταται καί ὁ καταστατικός νόµος γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καί ὁ Καταστατικός Χάρτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ Καταστατικοί αὐτοί Χάρτες καθορίζουν τήν σχέση τῶν Ἐκκλησιῶν, στίς ὁποῖες ἀναφέρονται, πρός τήν Πολιτεία. Ἐπανειληµµένως ἔχω γράψει ὅτι ἡ λέξη «χωρισµός» –εἴτε ἀπόλυτος εἴτε χαλαρός– εἶναι λάθος καί πρέπει τό γρηγορώτερο νά ἀντικατασταθῆ. Καί αὐτό γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι µόνον ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση, ἡ Πολιτεία δέν εἶναι µόνον ἡ κρατική διοίκηση, καί ὁ «χωρισµός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας » δέν νοεῖται σέ µιά δηµοκρατική Πολιτεία.

Με ἄλλα λόγια, ἡ λέξη χωρισµός φέρει στήν µνήµη µας τά διαζύγια τοῦ γάµου –τελικά ἤ συναισθηµατικά– µέ τά ὁποῖα διαλύονται οἱ σχέσεις µεταξύ τῶν συζύγων, µέ ὅλες τίς συνέπειές τους. Αὐτό, ὅµως, δέν µπορεῖ νά ἐφαρµοσθῆ στό θέµα τῆς κρατικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης. Σέ κάθε εὐνοµούµενη Πολιτεία ὁποιοσδήποτε ὀργανισµός, σωµατεῖο, κλπ., ἔχει κάποια σχέση µέ τό Κράτος, κανένας δέν εἶναι ἄσχετος καί ἀνεξάρτητος. Ὁπότε, ὁποιαδήποτε ἀλλαγή στό θέµα αὐτό δέν θά ὀνοµάζεται χωρισµός, ἀφοῦ θά ὑπάρχη µιά σχέση, ἔστω καί χαλαρή. Ἄλλωστε, τό φαινόµενο τοῦ θρησκεύεσθαι ἤ τοῦ µή θρησκεύεσθαι ἀπό τούς πολίτες πάντοτε θά ρυθµίζεται Συνταγµατικά, κατά τήν ἄποψη ἐγκρίτων συνταγµατολόγων. ∆έν µπορεῖ ποτέ ἡ Ἐκκλησία ἤ µιά θρησκευτική ὀργάνωση νά εἶναι κράτος ἐν κράτει.

Ἀκόµη καί τό Βατικανό, πού εἶναι ἀνεξάρτητο Κράτος, ἔχει σχέση µέ τό Ἰταλικό Κράτος µέ τό κονκορδάτο (συµφωνία). Συγκεκριµένα, στό ἄρθρο 7 τοῦ Ἰταλικοῦ Συντάγµατος τοῦ 1948 γίνεται λόγος γιά τό ὅτι «ἡ Πολιτεία καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία, καθεµία στόν δικό της χῶρο, εἶναι ἀνεξάρτητες καί κυρίαρχες. Οἱ σχέσεις µεταξύ τους ρυθµίζονται ἀπό τίς συνθῆκες τοῦ Λατε- ρανοῦ…». Ἐπίσης στό ἄρθρο 137 τοῦ θεµελιώδους νόµου τῆς Βόννης τοῦ 1949 4 γράφεται ὅτι στήν Γερµανία «οἱ θρησκευτικές κοινότητες παραµένουν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου». Ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο αἰσθάνοµαι ἱκανοποίηση, ἐπειδή πολλοί εἰδήµονες δέν κάνουν πλέον λόγο γιά «χωρισµό Ἐκκλησίας- Πολιτείας», ἀλλά γιά «ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων µεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», τό καλύτερο δε εἶναι νά ὀνοµάζεται «ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων µεταξύ ἐκκλησια- στικῆς καί κρατικῆς διοίκησης». Ἄλλωστε, ἀκόµη καί στό Βυζάντιο δέν γινόταν λόγος γιά σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά γιά σχέση καί διαφορά µεταξύ «Ἱερωσύνης καί Βασιλείας», πού ἀποδίδει καλύτερα τήν σχέση καί διαφορά µεταξύ ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης.

3. Τό Σύνταγµα γιά τήν σχέση µεταξύ ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης

Ἀναφερόµενος στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγµατος πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι αὐτό εἶναι σαφέστατο καί καθορίζει τίς σχέσεις µεταξύ ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης. Ὅταν τό ἄρθρο αὐτό ἑρµηνευθῆ µέ νηφαλιότητα, τότε θά διαπιστωθῆ ὅτι περιγράφει τήν διακριτότητα τῶν ρόλων µεταξύ ἐκκλησια- στικῆς καί κρατικῆς διοίκησης. Ἀκόµη, ὅπως ἔχει γράψει ὁ Εὐάγγελος Βενιζέλος, τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγµατος, πού καθορίζει τό αὐτοδιοίκητο τῆς Ἐκκλησίας, οὐσιαστικά εἶναι «ἕνα ἀπό τά ὑποκείµενα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας», τήν ὁποία καθορίζει τό 13ο ἄρθρο τοῦ Συντάγµατος, «καί ὄχι κάµψη τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας». Ἑποµένως, βαρύνουσα ἀξία ἔχει τό ἄρθρο 13. Καί ἐπειδή ζοῦµε σέ µιά ἐποχή στήν ὁποία γίνεται πολύς λόγος γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ κάθε ἀνθρώπου –τῶν µελῶν της καί τῶν ἐκτός αὐτῆς– γι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ ὅποιες νοµοθετήσεις γίνουν ἐκ µέρους τῆς Πολιτείας, ὡς πρός τόν σεβασµό τῆς ἐλευθερίας τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων ἤ καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου-πολίτη (γάµος, ἀποτέφρωση, κηδεία κλπ.), µποροῦν νά γίνουν µέ νόµους, βάσει τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγµατος. Καί, φυσικά, αὐτό εἶναι ἁρµοδιότητα τῆς Πολιτείας καί δέν µπορεῖ νά φέρη ἀντίρρηση ὁποιοσδήποτε Κληρικός σέ θέµατα πού ἀφοροῦν τά «πιστεύω» καί τίς ἐλευθερίες κάθε πολίτη, διαφυλάσσοντας ὅµως τίς θεολογικές ἀρχές. Ὁπότε, δέν µποροῦµε νά κάνουµε λόγο γιά χωρισµό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά γιά ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων µεταξύ ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοικήσεως. 5 Καί αὐτή ἡ ἀναθεώρηση ἤ ὁριοθέτηση τῶν σχέσων µεταξύ ἐκκλησια- στικῆς καί κρατικῆς διοίκησης πρέπει νά γίνη, κατά τήν γνώµη µου, µόνον σέ δύο σηµεῖα, ἤτοι στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί στόν Νόµο περί Ἐκκλησιαστικῶν ∆ικαστηρίων. Αὐτά τά δύο θέµατα δηµουργοῦν τήν ἐµπλοκή µεταξύ τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης. Φυσικά αὐτό ἄν γίνη γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, θά πρέπει νά γίνη καί γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καί γιά τό Ἅγιον Ὄρος, τῶν ὁποίων οἱ σχέσεις µέ τήν Πολιτεία καθορίζονται µέ Καταστατικούς Χάρτες, πού εἶναι νόµοι τῆς Πολιτείας. Αὐτό δηµιουργεῖ ἰδιαίτερα προβλήµατα, γιατί ὅπως θά τονισθῆ πιό κάτω, αὐτό τό θέµα ἀφορᾶ καί τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο δέν µπορεῖ νά παραµείνη ἔξω ἀπό τήν συζήτηση αὐτή. Πάντως, αὐτό πρέπει νά γίνη µέσα ἀπό ἕναν ἤρεµο καί εἰλικρινῆ διάλογο, χωρίς ἰδεολογικές ἀντιπαλότητες γιά τό καλό καί τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας καί γενικά τοῦ λαοῦ, ὅπως θά γραφῆ πιό κάτω.

4. Προσπάθειες γιά τόν «χωρισµό» ἤ ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων

Ὁ λεγόµενος «χωρισµός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» χρησιµοποιεῖται πολλές φορές γιά διαφόρους λόγους, ἀλλά τελικά ὅσες φορές χρειάσθηκε νά προχωρήση, κάτι ἔγινε καί ἀποσοβήθηκε. Νοµίζω, λοιπόν, ὅτι ὑπάρχουν ὑποσχέσεις καί προγράµµατα τῶν Κοµµάτων γιά τόν «χωρισµό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», ἀλλά οὔτε καθορίζεται τί σηµαίνει χωρισµός, κι ἄν µπορεῖ νά γίνη νοµικά σέ ἕνα εὐνοµούµενο Κράτος, οὔτε ὑπάρχει πολιτική βούληση γιά ἕνα τέτοιο ἔργο. Ἡ ἱστορία τοῦ θέµατος αὐτοῦ τό ἀποδεικνύει περίτρανα.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό ἔτος 1987-88 συγκροτήθηκε µιά Μικτή Ἐπιτροπή ἀπό µέλη τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας γιά νά µελετήση τίς σχέσεις µεταξύ τῶν δύο αὐτῶν «θεσµῶν», ἡ ὁποία Ἐπιτροπή, ὕστερα ἀπό πολλές (36) πολύωρες Συνεδριάσεις, κατήρτισε ἕνα «προσχέδιο συµφωνίας Πολιτείας καί Ἐκκλησίας», καθώς ἐπίσης κατήρτισε ἕνα «προσχέδιο Νόµου περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», στό ὁποῖο καθορίστηκαν οἱ σχέσεις µεταξύ ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης, γιά τό καλό καί τῶν δύο αὐτῶν «θεσµῶν» τῆς Χώρας µας. Μεταξύ τῶν προτάσεων ἦταν νά καταρτισθῆ νέος Καταστατικός Χάρτης πού νά ἔχη λίγα ἄρθρα καί πολλές ἐξουσιοδοτήσεις κανονιστικοῦ περιεχοµένου καί νά χαρακτηρισθῆ ἡ Ἐκκλησία καί ὅλοι οἱ ὀργανισµοί της ὡς Νοµικά Πρόσωπα Εἰδικοῦ Χαρακτήρα (Ἐκκλησιαστικά Νοµικά Πρόσωπα) καί συγχρόνως νά ρυθµισθοῦν ὅλα τά ἄλλα θέµατα, τά ὁποῖα ἅπτονται τῶν 6 σχέσεων µεταξύ τῆς κρατικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης γιά τό καλό τῆς κοινωνίας καί τοῦ λαοῦ. Αἰσθάνθηκα δέ βαθειά ἔκπληξη, ὅταν πρίν ἀπό χρόνια διάβασα τά κείµενα αὐτά, καί πολλές φορές διερωτήθηκα: Γιατί δέν ἐτέθησαν αὐτά τά προσχέδια τότε σέ ἐφαρµογή καί δέν ἔγιναν νόµοι τοῦ Κράτους, ἀφοῦ εἶχαν τήν σύµφωνη γνώµη τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας καί εἶχαν εὐεργετικές διατάξεις γιά τόν τρόπο τῆς συνεργασίας µεταξύ τους; Θεωρῶ ὅτι, ἄν τότε γινόταν αὐτό, τά πράγµατα θά ὁδηγοῦνταν σέ ἕναν καλό δρόµο καί θά ἀποφεύγαµε ὅλο αὐτό τό διάστηµα τίς ἀτέρµονες καί ζηµιογόνες συζητήσεις γιά τόν λεγόµενο «χωρισµό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας».

Βέβαια, γνωρίζω ὅτι ὑπῆρξαν διάφοροι ἀνασχετικοί παράγοντες πού συνετέλεσαν στό νά µήν ἐφαρµοσθῆ αὐτή ἡ κατ’ ἀρχήν συµφωνία µεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, µεταξύ τῶν ὁποίων συγκαταλέγονται τό λεγόµενο πολιτικό κόστος, λόγῳ τῶν ἐπικείµενων τότε ἐκλογῶν, ὁ ἐνδεχόµενος φόβος τῆς Πολιτείας γιά µιά Ἐκκλησία πού θά ἦταν πιό ἐλεύθερη καί ἀπαλλαγµένη ἀπό τόν ἀσφυκτικό ἔλεγχό της, ἡ στάση πού θά τηροῦσαν τά ἄλλα θρησκεύµατα κλπ. Ἀλλά οἱ ἴδιοι αὐτοί παράγοντες ἰσχύουν καί σήµερα καί δέν γνωρίζω πῶς µποροῦν νά ξεπερασθοῦν. Πάντως, ἡ δυσπραγία αὐτή γίνεται φανερή ἀπό ἕναν σηµαντικό λόγο. Νοµίζω ὅτι ἡ Πολιτεία δέν θά ἤθελε ποτέ µιά ἀνεξέλεγκτη καί ἐλεύθερη Ἐκκλησία, γιατί δέν γνωρίζει ποῦ θά µποροῦσε νά ὁδηγήση αὐτή ἡ ἐλευθερία, µέ τήν διατάραξη τῆς ἑνότητος τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ, ἀφοῦ ἐνδεχοµένως θά µποροῦσε νά εὐνοήση τήν «ἐλευθερία» µερικῶν Μητροπολιτῶν ἤ τήν ἀνταρσία µερικῶν Πρεσβυτέρων καί µοναχῶν. Ἄλλωστε, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, ὁ χαρακτηρισµός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος µέ ὅλες τίς ἐπί µέρους κοινότητες ὡς Νοµικοῦ Προσώπου ∆ηµοσίου ∆ικαίου ἔγινε ὥστε τό Κράτος νά ἐλέγχη τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἐπιβεβαιώνει ἡ πικρή ἐµπειρία τόσων χρόνων.

5. Θέµατα πού κακῶς τίθενται γιά τόν «χωρισµό»

Προηγουµένως, ἀνέφερα ὅτι κατά τήν γνώµη µου ἡ ἐνδεχόµενη σαφέστερη ὁριοθέτηση µεταξύ τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης πρέπει νά γίνη µόνον σέ δύο σηµεῖα, ἤτοι στήν κατάρτιση νέου Καταστατικοῦ Χάρτου πού νά ἔχη µερικά βασικά ἄρθρα πού νά καθορίζουν τήν νοµική προσωπικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί νά δίνη πολλές ἐξουσιοδοτήσεις στήν 7 Ἐκκλησία γιά τήν διοίκησή της, σύµφωνα µέ τό Κανονικό της δίκαιο, καί στόν Νόµο περί Ἐκκλησιαστικῶν ∆ικαστηρίων.

Ὅµως, κάθε φορά πού γίνεται λόγος γιά τόν «χωρισµό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» πού οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἀδόκιµος ὅρος, ὅπως προαναφέρθηκε, τίθενται διάφορα ζητήµατα, ὅπως ἡ µισθοδοσία τοῦ κλήρου, τό µάθηµα τῶν θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα, ἡ ἐπιλογή τῶν πολιτῶν σέ διάφορα προσωπικά ζητήµατα, ἤτοι ὁ πολιτικός γάµος, ἡ πολιτική κηδεία, ἡ ἀποτέφρωση τῶν σωµάτων, οἱ ἐθνικές ἑορτές κλπ. Θεωρῶ ὅτι ὅλα αὐτά τά θέµατα δέν µποροῦν νά τεθοῦν στήν συζήτηση γιά τήν ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων µεταξύ τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης, γιά τούς ἑξῆς ἁπλούς λόγους. Ἡ µισθοδοσία τῶν Κληρικῶν γίνεται ὕστερα ἀπό τίς κατά καιρούς συµβάσεις πού ὑπογράφηκαν µεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας, µέ τίς ὁποῖες συµβάσεις παραχωρήθηκαν σταδιακά τά 96% τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας προκειµένου νά µισθοδοτοῦνται οἱ Κληρικοί, παντός βαθµοῦ, ἀκόµη καί γιά τήν καλή λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί γενικῆς ἐκπαίδευσης, σύµφωνα µέ συντριπτικά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἔφερε στό φῶς ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµος.

Τό Κράτος εἶναι ὑποχρεωµένο νά ἐφαρµόζη τίς Συµβάσεις πού αὐτό ὑπέγραψε. Ἐάν, ὅµως, παρ’ ἐλπίδα ἡ Πολιτεία θελήση νά διακόψη τήν µισθοδοσία τῶν Κληρικῶν, τότε θά πρέπει νά καταργηθοῦν ὅλες οἱ συµβάσεις µέ τίς ὁποῖες τό Κράτος ἀπαλλοτρίωσε τήν περιουσία τῆς Ἐκκλησίας, µέ σκοπό νά µισθοδοτῆ τούς Κληρικούς, καί νά ἐπιστραφοῦν οἱ περιουσίες αὐτές στήν Ἐκκλησία ἤ νά ἀποτιµηθῆ ἡ ἀξία τους µέ τά σηµερινά δεδοµένα καί νά δοθοῦν τά χρηµατικά ποσά στήν Ἐκκλησία γιά τήν µισθοδοσία τοῦ Κλήρου. Πρέπει, ὁπωσδήποτε νά ἐξετασθῆ αὐτή ἡ σηµαντική παράµετρος τοῦ θέµατος, γιατί, ἄν δέν λυθῆ, τότε τό Κράτος θά εἶναι ἀσυνεπές καί ὁπωσδήποτε ὑπεύθυνο γιά τήν κατάσταση στήν ὁποία θά περιέλθουν οἱ Κληρικοί µέ τίς οἰκογένειές τους, µέ φοβερές συνέπειες γιά τήν ἴδια τήν Πολιτεία, δεδοµένου ὅτι οἱ Κληρικοί µέ τό ποιµαντικό καί πολιτιστικό τους ἔργο συντελοῦν στήν καλή λειτουργία τῆς κοινωνίας. Τό µάθηµα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρέωση µιᾶς εὐνοµούµενης Πολιτείας, ὅπως γίνεται σέ ὅλες τίς Χῶρες τῆς Εὐρώπης, ἀφοῦ σύµφωνα µέ τίς Εὐρωπαϊκές συνθῆκες, ἡ παιδεία προσφέρεται στούς µαθητές, ἀνάλογα µέ τίς θρησκευτικές καί φιλοσοφικές πεποιθήσεις τῶν γονέων τους, ὅπως τό καταγράφει ἡ Σύµβαση τῆς Ρώµης.

Ἀκόµη, ἡ ὑπεύθυνη Πολιτεία εἶναι ὑποχρεωµένη, σύµφωνα µέ ἀποφάσεις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου, νά 8 προστατεύση τήν ψυχική ὑγεία τῶν Πολιτῶν της, ἀπό ἐγκληµατικές θρησκευτικές σέκτες, παραθρησκευτικές ὁµάδες µέ τίς καταστροφικές λατρεῖες τους, πού στρέφονται ἐναντίον τῆς ἀκεραιότητος καί αὐτῶν τῶν ἰδίων τῶν Πολιτῶν της. Ἡ ἐπιλογή τῶν Πολιτῶν σέ διάφορα ἐπί µέρους θέµατα, ὅπως τόν γάµο, τήν κηδεία, τήν ἀποτέφρωση τῶν σωµάτων κλπ. εἶναι βασικά ἁρµοδιό- τητες τῆς Πολιτείας νά τά ρυθµίζη µέ βάση τό 13ο ἄρθρο τοῦ Συντάγµατος, τό ὁποῖο ὑπέρκειται τοῦ 3 ἄρθρου τοῦ Συντάγµατος. Φυσικά, ἡ Ἐκκλησία δέν µπορεῖ νά συνευδοκήση σέ πράξεις πού εἶναι ἀντίθετες µέ τήν δογµατική διδασκαλία της, ἀλλά αὐτό ἀφορᾶ µόνον τά µέλη της καί βεβαίως καί αὐτά τά µέλη της ἔχουν τήν δυνατότητα τῶν ἐπιλογῶν τους, µέ ὅλες τίς συνέπειες πού προέρχονται ἀπό τίς ἐπιλογές αὐτές.

Ὁ ἑορτασµός τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων δέν ἐµπλέκεται στά θέµατα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πού πρέπει νά τεθοῦν στήν διαπραγµάτευση τοῦ λεγοµένου χωρισµοῦ. Τά ἐθνικά γεγονότα ἀνταποκρίνονται στήν κοινή προσπάθεια ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πού θρησκεύει καί ἐκκλησιάζεται, καθώς ἐπίσης ἀποτελοῦν φανέρωση τῆς ἑνότητος καί τῆς ὁµοψυχίας τοῦ λαοῦ καί τῶν πολιτικῶν καί θρησκευτικῶν ἡγετῶν του. Ἑποµένως, ὁ ἑορτασµός τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων δείχνει τήν ἑνότητα τοῦ ἔθνους µας καί ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔπαιξε σηµαντικό ρόλο γι’ αὐτήν τήν ἑνότητα. Ἀπόδειξη αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ὅτι οἱ Ἕλληνες-Ρωµηοί σέ ὁποιοδήποτε µέρος τῆς γῆς κι ἄν βρίσκονται ἑορτάζουν τίς ἐθνικές ἐπετείους µέ ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές ἐκδηλώσεις, χωρίς οἱ ἑλληνικές κοινότητες τοῦ ἐξωτερικοῦ νά εἶναι ταυτισµένες µέ τό Κράτος στό ὁποῖο εὑρίσκονται. Ἑποµένως, ὁ ἑορτασµός τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων δέν ὑπάγεται στόν λεγόµενο χωρισµό ἤ στόν τρόπο σχέσεως µέ τήν Ἐκκλησία, γιατί αὐτό εἶναι ἐθνικό θέµα καί κανείς δέν µπορεῖ νά διανοηθῆ νά χωρίση τό Ἔθνος ἀπό τήν Ἐκκλησία. Καί ἄν τό θελήση, δέν θά µπορέση νά τό πραγµατοποιήση, γιατί ὅλος ὁ ρωµαίϊκος-ἑλληνικός πολιτισµός εἶναι ἐµποτισµένος ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν λατρεία της, σύµφωνα ἄλλωστε µέ τήν βασική ἀρχή, ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ Max Weber, ὅτι ἡ θρησκεία ἑνός λαοῦ εἶναι τό κέντρο καί ἡ βάση τοῦ πολιτισµοῦ του.

Φυσικά, µπορεῖ νά βρεθῆ ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος, κατάλληλος πρός τόν ἑορτασµό, πού νά ἀνταποκρίνεται στήν σύγχρονη πραγµατικότητα, ἀλλά δέν µπορεῖ νά προσβληθῆ ἡ ἱστορική µνήµη καί ἡ παράδοση τῶν πρωτεργατῶν τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων, γιατί αὐτό θά ἀποτελοῦσε ἰσχυρή ἔνδειξη τῆς 9 ἀναδοµήσεως τοῦ πολιτισµοῦ µας, καί αὐτό θά συνεπάγετο ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς µνήµης. Ἄλλα ζητήµατα πού ἀναφέρονται στήν καταγραφή τῶν θρησκευτικῶν δεδοµένων σέ ἐπίσηµα κρατικά ἔγγραφα µποροῦν νά ρυθµισθοῦν µέ ἕναν σοβαρό καί ὑπεύθυνο διάλογο µεταξύ τῶν Ὀργάνων τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῶν Ὀργάνων της.

Πράγµατι ἐµεῖς οἱ Κληρικοί δέν µποροῦµε νά ἀσκοῦµε κρατική διοίκηση. Ἐπίσης, χρειάζεται καί εἰδική συζήτηση γιά τήν νοµική προσωπικό- τητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν νοµικῶν Προσώπων, ἄν θά εἶναι Νοµικά Πρόσωπα ∆ηµοσίου ∆ικαίου, ἤ Νοµικά Πρόσωπα Εἰδικοῦ-Ἐκκλησιαστικοῦ Χαρακτήρα. Εἶναι ἕνα θέµα πού χρήζει ἰδιαίτερης συζήτησης, ἀφοῦ ληφθῆ ὑπ’ ὄψη ἡ Εὐρωπαϊκή πρακτική. Ἑπόµενο, ὅµως, εἶναι ὅτι θά πρέπει νά ρυθµισθοῦν ἀνάλογα καί οἱ σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας µέ τούς Μουσουλµάνους τῆς Θράκης καί νά µελετηθῆ τό θέµα αὐτό σέ σχέση µέ τήν συνθήκη τῆς Λωζάνης, σύµφωνα µέ τήν ὁποία οἱ θρησκευτικοί ἀρχηγοί (Μουφτής) θεωροῦνται ὡς «δηµόσιοι λειτουργοί». Ἀκόµη αὐτό πρέπει νά γίνη καί µέ τίς Ἰσραηλιτικές Κοινότητες πού εἶναι Νοµικά Πρόσωπα ∆ηµοσίου ∆ικαίου.

Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνη, γιατί δέν εἶναι ὀρθό νά ὑποβιβασθῆ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, χωρίς νά ἐξετασθοῦν οἱ σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας µέ τίς Μουφτεῖες καί τίς Ἰσραηλιτικές Κοινότητες, γιατί θά προκαλέση σοβαρά προβλήµατα ἐξωτερικῆς πολιτικῆς. Αὐτό, βέβαια, σηµαίνει ὅτι ἡ νοµική προσωπικότητα πρέπει νά ἐξετασθῆ µέ τήν ἀρχή τῆς ἰσονοµίας πού ἐπικρατεῖ σέ µιά εὐνοµούµενη Πολιτεία, πού εἶναι βασική συνταγµατική ἐπιταγή.

6. Οἱ σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας µέ τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο

Κάνοντας λόγο γιά ἀναθεώρηση-ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων µεταξύ ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης πρέπει, ὁπωσδήποτε, νά γίνη συζήτηση µεταξύ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας καί τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, διότι πρέπει νά παραµείνουν σέ ἰσχύ ὁ Συνοδικός καί Πατριαρχικός Τόµος τοῦ 1850 καί ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ 1928, ὅπως ἐπίσης καί οἱ κανονικές σχέσεις τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου µέ τό Ἅγιον Ὄρος, τά ∆ωδεκάνησα καί τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. ∆έν εἶναι δυνατόν νά γίνονται µονοµερεῖς ἀναθεωρήσεις. 10 Κατ’ ἀρχήν θέλω νά τονίσω ὅτι δέν θεωρῶ ὅτι ἡ Ἑλληνική Πολιτεία πρέπει νά προχωρήση σέ συζήτηση γιά ἀναθεώρηση τῶν σχέσεών της µέ τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, γιατί αὐτό θά εἶναι «ἔγκληµα» ἐναντίον τοῦ Ἑλληνισµοῦ γενικότερα.

Ἀλλά τό χρησιµοποιῶ µόνον ὡς ἐπιχείρηµα, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι δέν εἶναι εὔκολο νά ζητᾶ ἡ Ἑλληνική Πολιτεία τήν ἀναθεώρηση τῶν σχέσεών της µέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί νά µή συζητᾶ τό θέµα αὐτό µέ τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, στό ὁποῖο ὑπάγονται κανονικά καί πνευµατικά πολλές Μητροπόλεις πού εὑρίσκονται στό Ἑλληνικό Κράτος. Γενικά, νοµίζω ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναθεωρηθοῦν καί νά ὑποβιβασθοῦν οἱ σχέσεις τοῦ Κράτους µέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί νά ἀγνοῆται τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, ἀφοῦ σέ αὐτό ἀνήκουν κανονικῶς καί πνευµατικῶς οἱ Μητροπόλεις τῶν λεγοµένων «Νέων Χωρῶν», πού χαρακτη- ρίζονται ὡς Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουµενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι καί συναπο- τελοῦν µαζί µέ τήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἔπειτα, στό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο ἀνήκουν κανονικά, πνευµατικά καί διοικητικά τό Ἅγιον Ὄρος καί οἱ Μητροπόλεις τῆς ∆ωδεκανήσου καί σέ αὐτό ὑπάγεται κανονικῶς ἡ ἡµιαυτόνοµη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Καί εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας µέ τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο εἶναι σχέσεις ὁµοταξίας καί καθορίζονται ἀπό τό Σύνταγµα τῆς Ἑλλάδος. Καί τό ἐρώτηµα πού τίθεται εἶναι ἐάν εἶναι εὔκολη ἡ ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας µέ τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο.

Νοµίζω ὅτι οὔτε κἄν πρέπει νά γίνεται µιά τέτοια συζήτηση. Ἀρκετά τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο αἱµορράγησε ἀπό ἄστοχες ἐνέργειες τῶν διαφόρων πολιτικῶν ἡγετῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐπειδή τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο ἀσκεῖ µιά «συνδιοίκηση» µέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, λόγῳ τῶν Μητροπόλεών του ἐν Ἑλλάδι, πού ἔχουν παραχωρηθῆ «ὑπό τύπον προσωρινότητος» στήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διερωτῶµαι πῶς µπορεῖ νά γίνη ὁποιαδήποτε ἀναθεώρηση τῆς σχέσεως σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, χωρίς τήν σύµφωνη γνώµη τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου;

Νοµίζω ὅτι τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο δέν θά παραµείνη ἀδρανές σέ τέτοιες ἐνέργειες. Γι’ αὐτό, ἄν ἡ Κυβέρνηση θελήση νά ἀνοίξη µιά συζήτηση γιά τήν ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων µεταξύ κρατικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης, πρέπει νά ἀρχίση νά συζητᾶ τό θέµα πρωτίστως µέ τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο.

7. Βασικές ἀρχές

Ἡ συζήτηση µεταξύ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Κυβέρνησης γιά τήν ἐνδεχόµενη ἀναθεώρηση ἤ ὁριοθέτηση τῆς µεταξύ τους σχέσεως, θά πρέπει νά γίνη µέ νηφαλιότητα, σεβασµό καί δικαιοσύνη. Κατά τήν γνώµη µου, ἡ συζήτηση πρέπει νά γίνη µέσα ἀπό δύο σηµαντικές ἀρχές. Πρῶτον, πρέπει νά γίνη κατανοητό ἀπό ὅλους τούς Κληρικούς ὅτι εἴµαστε ὑποχρεωµένοι νά σεβόµαστε τήν ἐλευθερία τῶν πολιτῶν, ἀκόµη καί τῶν µελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού ἔχουν τίς δικές τους ἀπόψεις γιά διάφορα ζητήµατα πού ἅπτονται τῆς ζωῆς τους. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία πάντοτε σεβάσθηκε τήν ἐλευθερία κάθε ἀνθρώπου, τήν ὁποία σέβεται καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἀλλά διαφοροποιεῖται ἡ ποιµαντική ἀντιµετώπιση.

∆ηλαδή, τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά ὁµολογῆ τήν πίστη της καί νά ἀσκῆ ποιµαντική. ∆εύτερον, πρέπει νά γίνη σαφές ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά ἐλέγχεται καί νά καθορίζεται ἀπό νόµους τῆς Πολιτείας ἡ ἐσωτερική δοµή τῆς λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὁπότε, ὁ τρόπος διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ τρόπος ἀπονοµῆς τῆς δικαιοσύνης τῶν Κληρικῶν εἶναι ἐσωτερική ὑπόθεση τῆς Ἐκκλησίας καί δέν πρέπει νά ρυθµίζεται ἀπό κρατικές παρεµβάσεις, ὅπως δυστυχῶς γίνεται ἀπό διαφόρους λειτουργούς τῆς ∆ικαιοσύνης. Ἐννοεῖται, βέβαια, ὅτι καί ἡ νοµοθετική ἐξουσία γιά κοινωνικά ζητήµατα ἀνήκει στήν Πολιτεία, ἡ ὁποία εἶναι ὑποχρεωµένη νά λαµβάνη ὑπ’ ὄψη της τήν βούληση τοῦ λαοῦ καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

Στά δύο αὐτά σηµεῖα µπορεῖ νά ἀρχίση ἕνας οὐσιαστικός καί γόνιµος διάλογος, ὅταν οἱ συνθῆκες τό ἀπαιτήσουν, σέ σχέση, βέβαια, µέ ὅσα προαναφέρθηκαν. Πού σηµαίνει, νά µήν ἀναµειγνύεται ἡ κρατική διοίκηση µέσα στήν Ἐκκλησία οὔτε ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση νά εἰσέρχεται στίς ἁρµοδιότητες τῆς Πολιτείας. Τό συµπέρασµα τῶν βασικῶν αὐτῶν σκέψεων εἶναι ὅτι ἐπειδή ἀσκῶ ἐκκκλησιαστική διοίκηση ὡς Μητροπολίτης περίπου εἰκοσιδύο (22) χρόνια ἔχω δαπιστώσει διάφορα τρωτά σηµεῖα στίς σχέσεις µεταξύ τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης, στά ὁποῖα χρειάζονται διακριτικές ἀναθεωρήσεις καί ἀλλαγές. Καθηµερινά ἀντιµετωπίζω σοβαρά προβλήµατα µέ τά ὁποῖα ἀλλοιώνεται τό ἐκκλησιαστικό πολίτευµα, ἤ, νά τό πῶ καλύτερα, ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δέσµια τοῦ Κράτους καί ὑπόκειται στήν κρατική ἐξουσία καί στά ὄργανα τῆς Πολιτείας.

∆υστυχῶς, ἔστω κι ἄν δέν γράφεται, ἐν τούτοις ἰσχύει γιά τήν 12 Ἐκκλησία τό «νόµῳ κρατοῦσα Πολιτεία». Γιά παράδειγµα, δέν εἶναι δυνατόν τά πολιτικά ∆ιοικητικά ∆ικαστήρια σέ κανονικά ἐκκλησιαστικά ζητήµατα νά θεωροῦνται καί νά ἐνεργοῦν ὡς τριτοβάθµια διοικητικά ὄργανα, ὅπως ἐπίσης δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία νά µή µπορῆ νά ἐφαρµόζη τό κανονικό της δίκαιο, γιατί δέχεται ἐξωτερικές πιέσεις ἀπό Κρατικές Ὑπηρεσίες. Τελικά, θεωρῶ ὅτι δέν πρέπει νά γίνεται λόγος γιά χωρισµό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά γιά σαφέστερη ὁριοθέτηση µεταξύ τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ἐλεύθερη νά διοικῆ τά κατ’ αὐτήν, σύµφωνα µέ τό κανονικό της δίκαιο. Ἔτσι, µπορεῖ νά γίνουν µερικές ἀλλαγές γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας, ὁπωσδήποτε σέ συνεργασία µέ τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο.

Ὅµως, αὐτές οἱ ἀλλαγές νά γίνουν µέ σοβαρότητα, ὑπευθυνό- τητα καί ὄχι µέσα ἀπό ἰδεολογικά συνθήµατα, ἀφελῆ ἐπιχειρήµατα, ἐκθέσεις ἰδεῶν καί ἐφηβικές ἐκρήξεις καί ἀπό τίς δύο πλευρές. ∆έν εἶναι δυνατόν «νά κρύβουµε κάτω ἀπό τό χαλί» τίς σοβαρές ἀγκυλώσεις πού παρατηροῦνται στίς σχέσεις µεταξύ κρατικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης.

Ἀπρίλιος 2017 http://parembasis.gr

 

 

 

 



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...