Ἡ Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756

-Toυ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ τρόπος µέ τόν ὁποῖον δέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τούς προσερχοµένους σέ αὐτήν ἀπό ἄλλες Χριστιανικές παραδόσεις (Λατίνους- Προτεστάντες) τήν ἀπασχόλησε πολλές φορές, καί αὐτό τό ἔκανε ἤ κατ’ ἀκρίβεια µέ ἀναβαπτισµό ἤ κατ’ οἰκονοµία µέ Χρίσµα καί λίβελλο. Αὐτό ἐξαρτᾶται πάντοτε ἀπό τόν «παπικό προσηλυτισµό» καί ἀπό τήν ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων στίς προκλήσεις τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό πρέπει νά δοῦµε τήν Σύνοδο τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύµων) τοῦ ἔτους 1756. Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου αὐτῆς ἔχει δηµοσιευθῆ ἐπισήµως σέ βιβλίο πού τυπώθηκε στό Τυπογραφεῖο τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, ἀπό τόν Μανουήλ Γεδεών µέ τίτλο «Κανονικαί ∆ιατάξεις»1 . Θά ἀναλύσω τό θέµα αὐτό µέσα ἀπό τίς ἀπόψεις δύο συγχρόνων σηµαντικῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου. 1. Ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονοµία, κατά τόν Μητροπολίτη Ἐφέσου Χρυσόστοµο Κωνσταντινίδη

Ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστοµος, ὁ ὁποῖος ἔπαιξε σηµαντικό ρόλο στήν προετοιµασία γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, σέ ἕνα βιβλίο του µέ τίτλο: «Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωµαιοκαθολικισµοῦ»2 ἀναπτύσσει δύο µεγάλα θέµατα, ἤτοι «Μυστηριολογικές συγκλίσεις καί διαφορές» καί «Ἀκρίβεια, οἰκονοµία καί ἀναγνώριση τῶν µυστηρίων». Στό βιβλίο αὐτό διαβάζει κανείς διάφορες ἀπόψεις πού ἔχουν διατυπωθῆ διαχρονικῶς γιά τό θέµα τῶν Μυστηρίων, τῶν Ὀρθοδόξων καί «Ρωµαιοκα- 1 βλ. Μανουήλ Γεδεών, Κανονικαί ∆ιατάξεις, Ἐπιστολαί, Λύσεις, Θεσπίσµατα τῶν Ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, ἀπό Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου µέχρι ∆ιονυσίου τοῦ ἀπό Ἀδριανουπόλεως, τόµος πρῶτος, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1888, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, σελ. 252-254. 2 Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου, Καθηγητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ∆ογµατικῆς Θεολογίας,

Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωµαιοκαθολικισµοῦ, ἐκδ. Ἐπέκταση 1995. 2 θολικῶν», ἀλλά στό κείµενο αὐτό µέ ἐνδιαφέρει κυρίως ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονοµία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κατ’ ἀρχήν ὁρίζεται τί εἶναι ἀκρίβεια στά θέµατα τῆς πίστεως καί τῶν Μυστηρίων. Γράφεται: «Ἀκρίβεια εἶναι ἡ αὐστηρή τήρηση, τόσο τῆς οὐσίας, ὅσο καί τοῦ γράµµατος, µιᾶς σαφῶς ἐκφρασµένης, µιᾶς ἐπίσηµα διατυπωµένης καί κανονικά καί ἔγκυρα ἀπό τήν ἐκκλησία θεσµοθετηµένης ἀλήθειας ἤ διδασκαλίας ἤ ἔννοιας ἤ διάταξης, πού ἀνάγεται εἴτε στήν ὀρθή πίστη, εἴτε στήν ὀρθή πράξη τῆς ἐκκλησίας, δηλ. µέ ἄλλα λόγια, στήν ἐκκλησιαστική “ὀρθο-δοξία” καί στήν ἀντίστοιχη “ὀρθοπραξία”. Αὐτό σηµαίνει, ὅτι ἡ ἀκρίβεια γιά τήν ἐκκλησία καί, φυσικά, καί γι’ αὐτούς πού ζοῦν συνειδητά µέσα στήν ἐκκλησία, εἶναι ἡ αὐστηρά ὁριοθετηµένη γραµµή, ἡ ὁποία προσδιορίζει τό βαθµό τῆς πιστότητας, τήν ὁποία κάθε µέλος τῆς ἐκκλησίας πρέπει νά ἔχει καί νά ὁµολογεῖ γιά ὅ,τι εἶναι αὐστηρά καί καθοριστικά θεσπισµένο ἀπ’ αὐτήν καί πού ἡ κάθε ἀπόκλιση ἀπ’ αὐτό συνεπάγεται διάφορες βαθµίδες καί κατηγορίες ἀπόκλισης ἀπό τό ἴδιο τό σῶµα τῆς ἐκκλησίας.

Ἡ ἀπόκλιση αὐτή δηµιουργεῖ εὐθῦνες καί ἑποµένως καί κυρώσεις-ποινές σέ ὅποιον τολµᾷ τήν ἀπόκλιση αὐτή, µέ τό φυσικό καί ἀναπότρεπτο σκεπτικό, ὅτι ὁ τοιοῦτος παραβιάζει αὐτό πού εἶναι καί πρέπει νά µένει “ἐξ ἑαυτοῦ” ἀπαραβίαστο καί ἀπαράβατο µέσα στό σῶµα τῆς ἐκκλησίας καί στό εὐρύτερο σύστηµα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς»3. Ἡ ἀκρίβεια ἐπεκτείνεται κατά συνέπεια καί στά Μυστήρια. «Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι καί στό χῶρο τῶν µυστηρίων, αὐτῶν πού τελοῦνται καί ἁγιάζονται στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καί αὐτῶν πού “θεωροῦνται ὅτι τελοῦνται” στίς µή ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἡ ἀκρίβεια εἶναι µιά σωστή ἀρχή, πού πρέπει νά εἶναι σεβαστή ἀπόλυτα καί ὁλοκληρω- τικά»4. Ἀναφέρεται ὡς πρός τό θέµα τῆς ἀκρίβειας στόν Α΄ κανόνα τῆς Καρθαγένης, ὁ ὁποῖος περιεβλήθηκε µέ οἰκουµενικό κύρος ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου, σύµφωνα µέ τόν ὁποῖον «µηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας· ἑνός ὄντος βαπτίσµατος, καί ἐν µόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησία ὑπάρχοντος… ∆οκιµάζειν γάρ ἐστι τό τῶν αἱρετικῶν καί σχισµατικῶν βάπτισµα, τό συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ’ ἐκείνων 3 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 85-86. 4 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 94. 3 βεβαπτισµένοις. Οὐ γάρ δύναται ἐν µέρει ὑπερισχύειν· εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καί ἅγιον Πνεῦµα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὤν, Πνεῦµα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόµενον βαπτίσαι, ἑνός ὄντος βαπτίσµατος, καί ἑνός ὄντος ἁγίου Πνεύµατος, καί µιᾶς ἐκκλησίας ὑπό τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡµῶν… Τά ὑπ’ αὐτῶν γινόµενα, ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιµα. Οὐ γάρ δύναταί τι δεκτόν καί αἱρετόν εἶναι παρά τῷ Θεῷ, τῶν ὑπ’ ἐκείνων γινοµένων»5. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὅπως ὑπάρχει ἀκρίβεια στά θέµατα τῆς πίστεως, ἔτσι ἀκρίβεια ὑπάρχει καί στό θέµα τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὑπάρχει σαφέστατη σχέση µεταξύ πίστεως καί Μυστηρίων. Γράφει ὁ Σεβασµιώτατος: «Ἑποµένως, ὅση καί ὅποια ἀκρίβεια ἰσχύει καί ἀπαιτεῖται στήν τήρηση καί στόν σεβασµό τῶν πιστευτέων τῆς ἐκκλησίας, ἡ αὐτή κατά βάσιν ἀκρίβεια, ποιοτικά καί ποσοτικά, ἀπαιτεῖται καί γιά τά µυστήρια. Καί ὅπως δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀλλοτρίωση ἀπό τήν πίστη καί τά δόγµατα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀλλοτρίωση αὐτή ὁδηγεῖ εὐθέως στήν αἵρεση ἤ στό σχίσµα, ἔτσι δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀποδοχή καί ταύτιση µέ “µυστήρια” πού δέν φέρνουν καθ’ ἑαυτά τήν φερεγγυότητα καί γνησιότητα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας.

Κατά ταῦτα, ὁ,τιδήποτε φέρεται σάν “µυστήριο” ἔξω ἀπό τά παραπάνω περιγραφόµενα “ἐκκλησιαστικά” ὅρια, δέν εἶναι µυστήριο, δέν ἀναγνω- ρίζεται σάν µυστήριο σωστό καί σωστικό»6. Ἐκτός ἀπό τήν ἀκρίβεια στήν Ἐκκλησία ἰσχύει καί ἡ οἰκονοµία. Ἀναλύοντας τό θέµα αὐτό ὁ Σεβασµιώτατος προσδιορίζει: «α. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς οἰκονοµίας σέ ἀντιπαραβολή πρός τήν ἀκρίβεια, β. ποῦ καί πῶς ἐφαρµόζεται αὐτή, καί γ. πῶς καί κατά πόσο µπορεῖ νά ἐπεκταθεῖ αὐτή καί στό χῶρο τῶν µυστηρίων»7. Ἀναφέρει τήν διδασκαλία διαφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικῶν κανονολόγων. Ἐνδιαφέρουσες εἶναι οἱ θέσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας πού προσδιορίζει χρονικά τήν οἰκονοµία, µέ τήν διατύπωση «ἔργον ὄντως οἰκονοµίας ἐστι τό δοκεῖν ἔσθ’ ὅτε βραχύ τι τοῦ πρέποντος ἐξίστασθαι λόγου…»· τοῦ Εὐλογίου Ἀλεξανδρείας πού κάνει λόγο γιά τόν πρόσκαιρο µόνο χαρακτήρα τῆς οἰκονοµίας· τοῦ ἱεροῦ Φωτίου πού ὁµιλεῖ γιά τήν «ἐπί τινα χρόνον» ἄσκηση τῆς οἰκονοµίας· καί τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου πού κάνει λόγο γιά τήν «διπλῆ οἰκονοµία», τήν «πρός καιρόν» καί 5 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 95. 6 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 96. 7 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 99. 4 στό «διηνεκές» γιά τίς εἰδικές συνθῆκες πού ἀντιµετώπισε στήν ζωή του8. Γενικά, οἱ Πατέρες ἀποφεύγουν «τήν µονιµότητα τῆς οἰκονοµίας»9. Πάντοτε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Σεβασµιώτατος, ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονοµία εἶναι «δύο συνάλληλες δοµικές ἀρχές στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας» µέχρι τήν Πενθέκτη Οἰκουµενική Σύνοδο καί µετά ἀπό αὐτήν µέχρι σήµερα10. Πάντως, ἡ ἀρχή τῆς οἰκονοµίας δέν καταργεῖ τήν ἀρχή τῆς ἀκρίβειας, ἀλλά τήν προϋποθέτει, ἀφοῦ κατά τόν Μέγα Φώτιο εἶναι «τῶν ἀκριβεστέρων νόµων ἡ ἐπί τινα χρόνον ὑποστολή»11. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει «νά ἔχει προσδιορίσει τό περιεχόµενο καί τά πλαίσια τῶν “ἀκριβεστέρων νόµων” πού ἰσχύουν στούς κόλπους της», καί στήν συνέχεια «πρέπει καί αὐτοί πρός τούς ὁποίους µέλλει νά ἐφαρµοσθεῖ ἡ οἰκονοµία νά ἔχουν γνώση καί συνείδηση τοῦ πῶς καί σέ ποιά ἔκταση λειτουργεῖ γι’ αὐτούς ἡ οἰκονοµία ἀπό τήν ὀρθόδοξη πλευρά µέσα στήν ὅλη διδασκαλία της περί ἀκριβείας»12.

Ἔτσι, ἡ οἰκονοµία εἶναι «µιά παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια»13· ἡ οἰκονοµία στίς περισσότερες φορές «εἶναι κατάσταση στήν ὁποία προσέφευγε αὐτή (ἡ Ἐκκλησία) ἀκούσια καί “ἐξ ἀνάγκης”»14· ὁ παράγων τῆς οἰκονοµίας εἶναι ἡ ἀγάπη· ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά κάνη «χρήση τῆς οἰκονοµίας, ὅπως πρέπει, ὅσο πρέπει καί ὅπου πρέπει»15· καί γενικά γιά τήν Ἐκκλησία «οὔτε ἄλογη, οὔτε ἀπεριόριστη χρήση καί ἐφαρµογή τῆς οἰκονοµίας ἐπιτρέπεται νά γίνεται»16. Καί ὅλα αὐτά ἐννοοῦνται ὅτι «γιά νά εἶναι ἀποτελεσµατική καί καθολικά καθιερωµένη καί ἀποδεκτή ἡ ὁποιαδήποτε οἰκονοµία µέσα στήν ἐκκλησία, χρειάζεται νά ὑπάρχει ἐξασφαλισµένη ἡ καθολική συναίνεση καί ἀποδοχή τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ πού καλοῦµε “ἐπιµαρτυρία τοῦ πληρώµατος”, “consensus fidelium”»17. Καί, βέβαια, µέ τήν προϋπόθεση ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἡ οἰκονοµία εἶναι πρόσκαιρη, οἱ ἐνδιαφερόµενοι «πρέπει νά ἀναγνωρίζουν καί τό ὅτι θά πρέπει, τό ταχύτερο δυνατόν, νά ἀποκατασταθῆ τό καθεστώς τῆς θεολογικῆς ἀκρίβειας καί τῆς κανονικῆς τάξεως»18. 8 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 125-126. 9 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 129. 10 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 146-178. 11 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212. 12 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212. 13 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 212. 14 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 213. 15 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 216. 16 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 217. 17 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 218. 18 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 213. 5 Ἀφοῦ ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστοµος ἀναλύει διεξοδικά ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση τό θέµα τῆς ἀκρίβειας καί τῆς οἰκονοµίας, ἀναπτύσσει, µέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική, τό θέµα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων καί µάλιστα τῶν «Ρωµαιοκαθολικῶν» στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Σέ ἕνα κεφάλαιο µέ τίτλο «ἡ διττή θεώρηση τῶν ἔξω τῆς ὀρθοδοξίας µυστηρίων: ἐξεταζοµένων καθ’ ἑαυτά ἤ κρινοµένων στίς περιπτώσεις ἐπιστροφῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν ὀρθοδοξία», ἀπό τήν ἀρχή κάνει τήν σαφέστατη διάκριση, ὅτι ἄλλο εἶναι τό θέµα «πῶς δεῖ εἰσδέχεσθαι τούς προσιόντας τῇ ὀρθοδοξίᾳ ἑτεροδόξους» καί ἄλλο εἶναι «τό παράλληλο πρός αὐτό θέµα» «πῶς δεῖ ἀποδέχεσθαι (καί ἀναγνωρίζειν) τά αὐτῶν µυστήρια». Αὐτά τά δύο θέµατα εἶναι «ξέχωρα, ὑπαρκτά µέσα στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰώνας τῆς ἀρχέγονης ἐκκλησίας». Καί ὅπως γράφει ὁ Σεβασµιώτατος, συζητοῦνται αὐτά τά θέµατα «µέ εὐαισθησία καί ὑπευθυνότητα», ἀλλά «ὄχι πάντοτε ὁµοιόµορφα καί µέ ἀπολυτότητα ὡς πρός τήν ἐφαρµογή τῆς ἀκρίβειας ἤ τῆς οἰκονοµίας». «Καί φυσικά, τά θέµατα αὐτά ἔχουν ἄλλη διάσταση ἀπό τό κατ’ ἀρχήν θέµα τῆς ἀναγνώρισης τῶν “µυστηρίων” πού τελοῦνται ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας καί µένουν ἐκεῖ, στό χῶρο δηλ. τῆς αἱρέσεως ἤ τοῦ σχίσµατος, καί τά ὁποῖα, κατά τρόπο αὐτονόητο, µπαίνουν στήν κατηγορία τῶν περιπτώσεων ἐκείνων, πού ἀντιµετωπίζονται µέ µεγαλύτερη καί πιό ἀπόλυτη ἀκρίβεια, ἡ δέ ἐφαρµογή τῆς οἰκονοµίας στίς περιπτώσεις αὐτές ἀπαιτεῖ µεγαλύτερη ἀκριβολογία καί ὁπωσδήποτε προσεκτικότερη ἀξιολόγηση τῶν λόγων καί τῶν προϋποθέσεων πού θά συνέτρεχαν γιά τή χρήση της»19. Σέ ἕνα σηµεῖο τῆς µελέτης του γράφει ὁ Σεβασµιώτατος: «Τά µυστήρια τῶν ἑτεροδόξων, ἐκλαµβανόµενα ὁριστικῶς καθ’ ἑαυτά καί µέσα στήν ἀποσχισµένη ἑτερόδοξη ἐκκλησία, στήν ὁποία τελεσιουρ- γοῦνται καί παραµένουν σ’ αὐτήν, δέν εἶναι δυνατόν νά γίνουν ἀποδεκτά κατ’ ἀκρίβειαν.

Αὐτό εἶναι καί µένει ἔξω ἀπό κάθε ἀµφισβήτηση»20. Βεβαίως, σέ ἄλλο σηµεῖο φαίνεται ὅτι ἀποδέχεται τά µυστήρια τῶν ἑτεροδόξων καί µάλιστα τῶν «Ρωµαιοκαθολικῶν» κατ’ οἰκονοµίαν καί γράφει ὅτι «µόνο σέ εἰδικές περιπτώσεις, στίς ὁποῖες διαπιστοῦνται οἱ ἀπαραίτητες µυστηριολογικές συγκλίσεις τῶν ἑτεροδόξων πρός τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, παράδοση καί πράξη»21, «µποροῦν τά µυστήριά τους νά ἀναγνωρισθοῦν, κατ’ 19 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 185. 20 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 190. 21 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 190. 6 οἰκονοµίαν, βεβαίως, καί οὐδέποτε κατ’ ἀκρίβειαν»22. Προσδιορίζοντας δέ αὐτό τό θέµα γράφει: «Μέ τήν οἰκονοµία δέν καθίσταται ἁπλά καί µόνο ἔγκυρο τό “θέσει” ἄκυρο στό χῶρο τῶν µυστηρίων, ἀλλά παρέχεται καί ἡ δυνατότης µιᾶς πιό στενῆς καί οἰκοδοµητικῆς ἐπαφῆς µεταξύ τῶν ἀναφεροµένων ἤ καί ἀντιµαχοµένων πλευρῶν καί παρατάξεων µέσα στήν ἐκκλησία -κάτι πού συµβαίνει συνήθως ἀναπόφευκτα στίς σχέσεις τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας µέ τίς αἱρέσεις καί τά σχίσµατα»23. Ἀπό ὅλη τήν ἀνάλυση φαίνεται καθαρά ὅτι στά θέµατα τῆς πίστεως καί τῶν µυστηρίων ὑπάρχει ἡ ἀκρίβεια, ἐνῶ µερικές φορές στό θέµα τοῦ τρόπου εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία µπορεῖ νά ἐφαρµοσθῆ ἡ οἰκονοµία, µέ ὁρισµένες προϋποθέσεις «κατά περίπτωση καί κατά χώρους καί πρόσωπα καί καταστάσεις, ἔτσι ὥστε τό “κατ’ οἰκονοµίαν” νά µή εἶναι κάτι τό ρευστό ἤ ἀπροσδιόριστο καί ἐλαστικό, πού προσδιορίζεται ἤ καί πού καλύπτει τίς πάσης φύσεως καταστάσεις ἤ ἀνωµαλίες µέσα στήν ἐκκλησία»24. Ἡ χρήση τῆς οἰκονοµίας δέν καταργεῖ, οὔτε ὑποτιµᾶ τήν ἀκρίβειαν, ἀλλά τήν ἐξαίρει ἀκόµη περισσότερο. Ἀπό αὐτά συνεπάγεται ὅτι δέν µπορεῖ νά γίνη λόγος γιά τό βάπτισµα τῶν ἑτεροδόξων ὡς «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό». Αὐτές οἱ ἀπόψεις θά φανοῦν πολύ χρήσιµες γιά τά ἑπόµενα. 2. Ἡ Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756, κατά τόν Μητροπολίτη Γέροντα ∆έρκων Ἀπόστολο ∆ανιηλίδη Κατά τόν Καθηγητή Ἰωάννη Καρµίρη, µετά τό Σχίσµα τῶν «Ρωµαιοκα- θολικῶν» ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ἐπικράτησε νά δέχωνται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τούς Λατίνους καί αὐτούς πού ἀργότερα ὀνοµάσθηκαν «Λατινόφρονες καί Οὐνῖτες» µέ ἁπλῆ ἀποκήρυξη καί ἀπόπτυση τῶν λατινικῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν καί µέ ὁµολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, συνηθέστερα µέ τήν χρίση τοῦ ἁγίου Μύρου, σύµφωνα µέ τόν 7ο κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί τόν 95ο τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Σταυροφοριῶν καί ἀπό τίς ἑνωτικές λατινικές Συνόδους στήν Λυών τό 1274 καί στήν Φλωρεντία τό 1439, κατά τίς ὁποῖες οἱ Πάπες προσπαθοῦσαν νά ἐπιβάλουν στούς Ὀρθοδόξους τίς πληθυνόµενες λατινικές κακοδοξίες καί νά τούς καθυποτάξουν, ἄρχισε νά µεταβάλλεται ὁ 22 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 191. 23 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 204. 24 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 205. 7 τρόπος εἰσδοχῆς τῶν Λατίνων ἐπί τό αὐστηρότερον, δηλαδή ἐνῶ πρῶτα γινόταν µέ ὁµολογία ὀρθοδόξου πίστεως, µετά γινόταν µέ τήν χρίση τοῦ ἁγίου Μύρου. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ Τοπική Σύνοδος τοῦ 1484, στήν ὁποία συµµετεῖχαν οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Συµεών, Ἀλεξαν- δρείας Γρηγόριος, Ἀντιοχείας ∆ωρόθεος καί Ἱεροσολύµων Ἰωακείµ, ἐψήφισε τό νά δέχωνται «µύρῳ µόνῳ χρίειν τούς προσιόντας τῇ Ὀρθοδοξίᾳ Λατίνους, ἐπιδόντας τόν λίβελλον τῆς πίστεως καί ἀποταξαµένους τῶν ἀλλοτρίων τῆς πίστεως δογµάτων καί ἐθῶν τῶν λατινικῶν».

Ἡ Σύνοδος αὐτή, ἡ ὁποία ἀνεκήρυξε τόν ἑαυτό της ὡς οἰκουµενική, ἀκύρωσε καί τήν ἑνωτική Σύνοδο στήν Φλωρεντία, πού ἔγινε τό 1439. Ὅµως, τό ἔτος 1756 Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν, ἤτοι Κωνσταντι- νουπόλεως Κυρίλλου τοῦ Ε΄, Ἀλεξανδρείας Ματθαίου καί Ἱεροσολύµων Παρθενίου, ἀπέρριψε τό βάπτισµα τῶν «Ρωµαιοκαθολικῶν» καί τῶν ∆ιαµαρτυροµένων πού ἐτελεῖτο διά τοῦ ραντισµοῦ καί ἐπέβαλε τόν ἀναβαπτισµό. Μάλιστα, γιά τήν ἀπόφαση αὐτή στηρίχθηκε στόν 7ο κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί στόν 95ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου, τούς ὁποίους ἑρµήνευσε κατά γράµµα. Ἡ ἀπόφαση γιά τόν ἀναβαπτισµό ἔγινε ἀπό περιστατικούς λόγους καί µέ τήν πίεση τοῦ λαοῦ, καί δέν ἐπικράτησε πολύ, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία ἐπανῆλθε στήν ἀπόφαση τοῦ 1484 25. Ὁ Μητροπολίτης Γέρων ∆έρκων Ἀπόστολος ∆ανιηλίδης σέ ἕνα πρόσφατο ἐνδιαφέρον κείµενό του µέ τίτλο: «Τό ζήτηµα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία καί ὁ ἀναβαπτισµός»26 παρουσιάζει ἐνδιαφέ- ρουσες πλευρές τόσο γιά τήν Σύνοδο τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1756 ὅσο καί γενικότερα γιά τόν τρόπο τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων πού ἐπικρατεῖ σήµερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό κείµενο διαιρεῖται σέ τρία µέρη. Στό πρῶτο µέρος γίνεται λόγος γιά τό «ζήτηµα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία καί ὁ ἀναβαπτισµός: Ἱστορική ἐπισκόπηση», ὅπου ἀναπτύσσονται τά θέµατα: ἡ «ἑνότητα καί καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας»· ἡ «διαφύλαξη τῆς ἑνότητας καί εἰρήνης στήν Ἐκκλησία»· καί ἡ «διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας καί “λόγοι ἐκκλησιαστικῆς σκοπιµότητας”». Στό δεύτερο µέρος ἀναπτύσσεται τό θέµα «”Ἀβεβαιότης καί 25 βλ. Ἰωάννου Καρµίρη, Τά ∆ογµατικά καί Συµβολικά µνηµεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόµος ΙΙ, Ἐν Ἀθήναις, 1953, σελ. 979-987. 26 βλ. Ἀποστόλου ∆ανιηλίδη, Μητροπολίτου ∆έρκων, Τό ζήτηµα τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία καί ὁ ἀναβαπτισµός, εἰς Σκεῦος εἰς τιµήν, ἀφιερωµατικός τόµος ἐπί τῇ συµπληρώσει 25ετίας ἀπό τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας καί 10ετίας ἀπό τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτου Αὐστρίας καί ἐξάρχου Οὐγγαρίας καί Μεσευρώπης κ. Μιχαήλ, Ἀθῆναι 2011, σελ. 25-41. 8 ἀστάθεια ἐν τῆ πράξει”:

Συνοπτική εἰκόνα τῆς σηµερινῆς καταστάσεως», στό ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, στό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο καί στό Ἅγιον Ὄρος. Στό τρίτο µέρος κατατίθενται «δύο προτάσεις γιά τήν ἀντιµετώπιση τοῦ ζητήµατος», γιά τήν «ἀποσαφήνιση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ θέµατος» καί τήν «ἀκρίβεια καί οἰκονοµία». ∆ιαβάζοντας κανείς τήν µελέτη αὐτή διαπιστώνει καί τήν ἱστορική διαδροµή τοῦ θέµατος τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί τήν διαφορετική ἀντιµετώπιση τοῦ θέµατος ἀπό διάφορες Ἐκκλησίες, πού σηµαίνει ὅτι στήν πράξη ἰσχύει καί ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1484 καί ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1756. Γιά τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1756 γράφεται ὅτι ἦταν «συνέπεια τῆς µεγάλης ἀγανακτήσεως τοῦ λαοῦ ἐναντίον τῆς παπικῆς προπαγάνδας καί τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν προτεσταντῶν µισσιοναρίων», «εἶναι µιά ἀπόφαση πού δικαιολογεῖται ἀπόλυτα ἄν ληφθοῦν ὑπ’ ὄψη τά ἐκκλησιαστικά καί ποιµαντικά συµφέροντα, ἤ µᾶλλον αὐτή ταύτη ἡ ἱστορική ὑπόσταση καί συνέχιση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς». Συγχρόνως, εἶναι µιά ἀπόφαση πού «ἀνατρέπει ὅλη τήν µακραίωνη κατ’ οἰκονοµία παράδοση καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας καί ὁδηγεῖ στό γράµµα τῆς ἀκρίβειας κατ’ αὐτό», ἀλλά καί «δηµιουργεῖ ἕνα προηγούµενο, τό ὁποῖο οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν µπόρεσαν ἀκόµη νά ἀναιρέσουν συνοδικά, ἔστω καί ἄν πολλές ἀπό τίς ἱστορικές συνθῆκες ἄλλαξαν ἐν τῷ µεταξύ»27. Στήν µελέτη αὐτή, µέ γνώση τοῦ ἀντικειµένου, καταγράφεται ὅτι ὑπάρχει στό θέµα αὐτό διαφορετική πράξη καί στούς κόλπους τῆς εὐρύτερης δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου.

Ἐπισηµαίνεται χαρακτη- ριστικά ὅτι στό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο ὡς πρός τό θέµα αὐτό «ἐκ πρώτης ὄψεως δέν ὑπάρχει οὔτε ἀστάθεια, οὔτε ἀσάφεια». Συγχρόνως ἐπισηµαίνεται: «∆υστυχῶς, ὅµως, τά πράγµατα δέν εἶναι τόσο ἁπλᾶ. Παρατηρεῖται, δηλαδή, µία σοβαρή ἀσυνέπεια ὅσον ἀφορᾶ τίς ἀποφάσεις τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία, µέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί λαµβάνοντας προφανῶς ὑπ’ ὄψη νεώτερες ἐξελίξεις στίς διαχριστιανικές σχέσεις, δέν ἐφαρµόζει πλέον τόν Ὅρο τῆς συνόδου τοῦ 1756. Ἐπιστρέφει ἀµέσως µέν στό γράµµα τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου τοῦ 1484, ἐµµέσως δέ στό πνεῦµα τοῦ 95ου κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Τοῦτο, βέβαια, δέν θά δηµιουργοῦσε µεγάλες δυσκολίες καί ἀντιθέσεις, ἄν 27 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 33. 9 εἶχε προηγουµένως ἀναιρεθεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου τοῦ 1756. Πολλοί εἶναι σήµερα ἐκεῖνοι πού ἐπικαλοῦνται τήν ἀπόφαση τῆς συνόδου αὐτῆς καί, κατά συνέπεια, δηµιουργοῦνται νέες ἔριδες καί ἐντάσεις µέσα στούς κόλπους τοῦ ἴδιου τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, κατ’ ἐπέκταση δέ καί στόν εὐρύτερο χῶρο τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας ἤ ἐκεῖνον τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων»28. Στήν συνέχεια τῆς µελέτης γράφεται: «Τέλος, θά µπορούσαµε νά ἀντιληφθοῦµε καί νά δικαιολογήσουµε εὐκολώτερα τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἐάν δέν ὑπῆρχε ἤδη ἡ διαφορά πράξεως µέ µία ἄλλη ἀδελφή Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀλλά καί διαφορά πράξεως µέσα στούς ἴδιους τούς κόλπους τῆς εὐρύτερης κανονικῆς καί πνευµατικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου. Ἄς ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ἡ πνευµατική καί κανονική αὐτή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐπεκτείνεται ὄχι µόνο στήν παλαιότερη καί νεώτερη διασπορά, ἀλλά καί σέ νέες ἱεραποστολικές περιοχές ὅπως ἡ Κορέα ἤ ἡ Ἰνδονησία, ὅπου µοιραῖα ἀναφύεται τό ζήτηµα»29. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὑφίσταται ἀκόµη σέ µερικούς κύκλους ἡ ἰσχύς τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου τοῦ 1756, τό σηµαντικό δέ εἶναι ὅτι δέν ἀναιρέθηκε ποτέ συνοδικά µέ τόν ἴδιο τρόπο πού ἀποφασίσθηκε. Γι’ αὐτό στήν µελέτη γράφεται ὅτι αὐτήν τήν ἀπόφαση «οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν µπόρεσαν ἀκόµη νά τήν ἀναιρέσουν συνοδικά»30 καί ἀλλοῦ ὅτι δέν ἔχει ἀκόµη «ἀναιρεθεῖ ἡ ἀπόφαση τοῦ 1756»31. Γι’ αὐτό στόν ἐπίλογο συµπεραίνει: «Συµπερασµατικῶς, θεωρῶ ὅτι µία πανορθόδοξος µελέτη καί ἀπόφαση περί τοῦ ζητήµατος εἶναι ἀπαραίτητη. Τό θέµα εἶναι ὄχι µόνον πολύπλοκο ἀλλά καί σοβαρό. ∆έν µπορεῖ νά ἐκτεθεῖ καί νά ἐπιλυθεῖ µέ ἀτοµικές ἐπιστηµονικές προσπάθειες ἤ περιορισµένου χαρακτῆρος ποιµαντικές πρωτοβουλίες»32.

Τό σηµαντικό τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι ὅταν συνῆλθε τό 1971 στήν Γενεύη ἡ Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί µεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «ἕνα ἀπό τά ἕξη κείµενά της ἦταν ἀφιερωµένο στό θέµα “Ἡ Οἰκονοµία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ”», τοῦ ὁποίου ἕνα µεγάλο 28 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 35-36. 29 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 36-37. 30 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 33. 31 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 36. 32 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 41. 10 µέρος ἐκάλυπτε τό θέµα τῶν «µυστηρίων» πού τελοῦνται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, καί τῆς ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν καί σχισµατικῶν 33. Ὅπως ἐπισηµαίνεται, ὁ Μητροπολίτης Γέρων Ἐφέσου (τότε ὡς Μύρων) Χρυσόστοµος σέ ὁµιλία του ἀπό τοῦ ἄµβωνος στό ἐκκλησίασµα, κατά τήν διάρκεια τῆς ∆ιορθοδόξου Ἐπιτροπῆς (1971), τῆς ὁποίας προήδρευε, εἶπε ὅτι «δέν εἶναι σχολαῖον τό θέµα τῆς οἰκονοµίας καί ἀκριβείας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ». Καί τόνισε ὅτι πρέπει νά ἐξετασθοῦν συναφῆ καί σοβαρά ζητήµατα, ὅπως: «Τί εἶναι ἐν τῇ οὐσίᾳ τό κατ’ οἰκονοµίαν αὐτό; Μέχρι ποίου σηµείου ἐκτείνεται; Πότε γίνεται χρῆσις καί πότε κατάχρησις τούτου; Καί διά τούς ἔξω; Ἐπικρατεῖ ἡ ἰδέα, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ “κατ’ οἰκονοµίαν”, ὅπερ διά τούς πολλούς ἰσοδυναµεῖ πρός ἐκκλησιαστικόν compomis. Εἶναι ὅµως τοῦτο ἀκριβές;»34. Τελικά, ὅµως, ὅπως σηµειώνει ὁ Μητροπολίτης ∆έρκων Ἀπόστολος, «οἱ ἐξελίξεις στήν πορεία πρός τή Σύνοδο ἐπέφεραν ἀλλαγές στήν θεµατολογία.

Ἔτσι τό ζήτηµα τῆς οἰκονοµίας ἐξέπεσε ἀπό τόν κατάλογο τῶν θεµάτων, παρά τήν πρόοδο πού εἶχε σηµειωθεῖ»35. Ὁ ἴδιος δέ ὁ Μητροπολίτης Γέρων Ἐφέσου Χρυσόστοµος συνοψίζει τό θέµα αὐτό: «Ὅταν εἰς τήν πρώτην φάσιν τῆς ἐξετάσεως τῶν πρώτων τεθέντων θεµάτων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἐξῃτάζετο εἰς τήν ∆ιορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Ἐπιτροπήν ἐν Γενεύῃ τό θέµα τῆς οἰκονοµίας, ἐκ τῶν πρώτων καί περισσότερον θεµελιωδῶν προβληµάτων τά ὁποῖα ἐτέθησαν καί εἰς τά ὁποῖα ἐκλήθηµεν νά δώσωµεν µίαν πανορθόδοξον ἀπάντησιν, ἦτο ἡ χρῆσις τῆς οἰκονοµίας εἰς τό θέµα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ βαπτίσµατος τῶν µή ὀρθοδόξων. Τῆς δυναµένης νά χρησιµοποιηθῇ ἐν προκειµένῳ οἰκονοµίας ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, τῶν ὁρίων τῆς οἰκονοµίας ταύτης καί, ἀκόµη, µέχρι ποίου σηµείου ἡ οἰκονοµία αὕτη χρησιµο- ποιουµένη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀναστέλλει τήν ἀκρίβειαν, δεδοµένου ὅτι ἡ θεολογία τοῦ βαπτίσµατος, ὡς κατ’ ἐξοχήν µυστηρίου τῆς χριστιανικῆς µυήσεως, πρέπει νά ἑδράζεται καί νά θεµελιοῦται ἐπί τῆς ἀκριβοῦς ἐκκλησιολογίας. Ἦτο τότε µία καλή προσπάθεια καθο- ρισµοῦ τῶν γενικῶν κριτηρίων διά τήν θεολογίαν τοῦ βαπτίσµατος. Ἀλλ’ ὡς 33 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 38. 34 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 40. 35 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 40. 11 γνωστόν, τό θέµα ἐκεῖνο ἐξέπεσεν ἀπό τήν ἡµερησίαν διάταξιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί οὕτω ἐχάθη µία καλή εὐκαιρία»36. Ἔµεινε, ὅµως, τό βιβλίο του πού ἀναφέρθηκε στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ.

Ὁ Μητροπολίτης Γέρων ∆έρκων Ἀπόστολος στό τέλος τῆς µελέτης του παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἐπίλυση τοῦ ζητήµατος τῶν µυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων «εἶναι ἄµεσα συνδεδεµένη µέ τήν ἐκκλησιολογία καί τήν θεολογία τοῦ βαπτίσµατος. Ἡ ἀντιµετώπιση αὐτή δέν µπορεῖ παρά νά ἐπιτευχθεῖ µέ ἀναφορά στά δεδοµένα τῆς ἐποχῆς ἀφ’ ἑνός, αὐτό ἄλλωστε ἔπραξαν καί οἱ συνοδικοί Πατέρες, καί, ἀφ’ ἑτέρου, σέ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἔκφραση συνοδικότητος»37. Τό συµπέρασµα εἶναι ὅτι οἱ Σύνοδοι τοῦ 1484 καί τοῦ 1756 ἔχουν ἰσχύ, καί ἐκφράζουν τό πνεῦµα τῆς οἰκονοµίας καί τῆς ἀκρίβειας στήν Ἐκκλησία, ἀντίστοιχα. Ἄλλωστε, ἡ οἰκονοµία εἶναι πρόσκαιρη, καί δέν µπορεῖ νά καταργήση τήν ἀκρίβεια πού ἔχει µονιµότητα. Ἐδῶ πρέπει νά ὑπενθυµίσω ὅτι ἡ ἀπόφαση µιᾶς µεταγενέστερης Συνόδου, δηλαδή ἡ ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848 κάνει λόγο γιά τήν ὁρολογία καί τήν ταυτότητα τόσο «τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καί τῶν αἱρέσεων καί τοῦ “Παπισµοῦ”». Ἐπίσης, κάνει λόγο γιά τήν ἀντιµετώπιση τῶν αἱρετικῶν καί τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἐκκλησία. Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφεται ὅτι ἡ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν «πρός τήν ἀναλλοίωτον καθολικήν ὀρθόδοξον πίστιν τῶν κοινῶν Πατέρων ἡµῶν» θά πρέπει νά γίνη µέ τό νά ἀπορριφθοῦν «τά σηµερινά παπικά δόγµατά τε καί µυστήρια», διότι εἶναι «ἐντάλµατα ἀνθρώπων»38. Αὐτό σηµαίνει ὅτι διατηρήθηκε ἡ παράδοση τῆς ἀκρίβειας στήν πίστη καί στά Μυστήρια, ἀφοῦ µάλιστα ποτέ δέν καταργήθηκε συνοδικά ὄχι µόνον ἡ ἀπόφαση τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1756, ἀλλά καί ἡ ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848.

Ἑποµένως, ἡ ἀπόφαση τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1756 καί τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848 µόνον συνοδικά µπορεῖ νά καταργηθῆ καί µάλιστα µέ σαφέστατες θεολογικές καί ἐκκλησιο- λογικές προϋποθέσεις. Ὅµως, δέν τέθηκε στήν θεµατολογία τῆς 36 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 40-41. 37 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 41. 38 βλ. Ἰωάννου Καρµίρη, Τά ∆ογµατικά καί Συµβολικά µνηµεῖα…, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 902 κ.ἑξ. 12 Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί φυσικά δέν πρέπει νά παραθεωρηθῆ ἐµµέσως καί µυστικῶς. Στό κείµενό µου αὐτό προτίµησα νά ἀναφερθῶ σέ δύο σηµαίνοντας Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τό θέµα αὐτό καί ὡς πρός τήν θεωρία καί ὡς πρός τήν πρακτική του ἐφαρµογή. Καί αὐτό δείχνει τήν σοβαρότητα τοῦ θέµατος, τό ὁποῖο δέν λύνεται µέ ἀκαδηµαϊκές µελέτες ἐπιστηµόνων καί ἐπιλεκτικές ἀναφορές, ἀλλά µέ συνοδικές πράξεις καί ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπρίλιος 2016



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...