Διώχνει τα φαντάσματα
Αναφερθήκαµε, στο φύλλο του περασµένου Σαββάτου, στη µοναδική ευκαιρία που προσφέρει η εξαιρετική συγκυρία, της φετινής Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), που προκύπτει τόσο από τη χρονική σύµπτωση της εξόδου της χώρας από τα Μνηµόνια, όσο και από την καταλυτική παρουσία των Ηνωµένων Πολιτειών, ως τιµώµενης χώρας.
Δεν είναι µόνο, οι συµβολικές, αλλά και πρακτικές δυνατότητες, που προσφέρονται, ώστε να καταστεί η συµπρωτεύουσα, σηµαντικό πολιτικό, οικονοµικό, αλλά και πολιτισµικό κέντρο, όπως µπορεί, αλλά και της αξίζει. Είναι και η ευκαιρία, να ξεφύγει η πόλη, όπως και ο πληθυσµός, από τα ιστορικά «φαντάσµατα», που την έχουν στοιχειώσει. Όπως σηµειώναµε και προχθές, «βάσκανος» ιστορική µοίρα έφερε τη Θεσσαλονίκη, να είναι η πόλη, που ταυτίστηκε µε µερικές από τις πιο σκοτεινές στιγµές της νεότερης ιστορίας µας. Με πολιτικές δολοφονίες, που τη στιγµάτισαν, αλλά και είχαν πολλαπλές παρενέργειες, σε εθνικό επίπεδο. Όπως η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’, το 1913,σε µια κρίσιµη καµπή της µακράς (κράτησε, συνολικά, περί τα 10 χρόνια) πολεµικής περιπέτειας, της χώρας και στη µεγάλη προσπάθεια, υπό την εµπνευσµένη ηγεσία του µεγάλου Ελευθερίου Βενιζέλου, να αποκτήσει η χώρα, το πραγµατικό γεωγραφικό και πληθυσµιακό της µέγεθος. Θα µπορούσε δε να πούµε ότι η δολοφονία αυτή παραµένει ακόµη ανεξιχνίαστη, διότι, ναι µεν βρέθηκε -συνελήφθη επί τόπου- ο δολοφόνος, αλλά παραµένει µέχρι τώρα, στη σχετική ιστοριογραφία, ένα µεγάλο ερωτηµατικό, ως προς τα πραγµατικά κίνητρά του.
Σε µια κρίσιµη, όσο και σκοτεινή καµπή, του νεοελληνικού έθνους, στην κορύφωση του Εµφυλίου (1948) συνέβη, η δεύτερη µεγάλη δολοφονία, που συντάραξε τη Θεσσαλονίκη, µε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ότι αφορούσε έναν ξένο υπήκοο (είχε παντρευτεί, πάντως, Ελληνίδα), τον Αµερικανό δηµοσιογράφο Τζορτζ Πολκ. Ο Πολκ είχε φτάσει στη συµπρωτεύουσα, ως ανταποκριτής µεγάλης αµερικανικής εφηµερίδας, µε σκοπό να αποσπάσει συνέντευξη από τον επικεφαλής του Δηµοκρατικού Στρατού και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, τον Μάρκο Βαφειάδη. Ηταν αυτό το γεγονός, που ώθησε την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, µε τον επικεφαλής της, τον διαβόητο Νίκο Μουσχουντή, να αναζητήσει εξιλαστήριο θύµα, στο οποίο να «φορτώσει» τη δολοφονία, στον δηµοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο, εκµεταλλευόµενη το ότι ο συγκεκριµένος είχε, στο παρελθόν, µια σχέση «συµπάθειας» µε το ΚΚΕ. Ο τελευταίος, υποκύπτοντας στα φρικτά βασανιστήρια, αλλά και δελεαζόµενος από υποσχέσεις, περί µελλοντικής αποκατάστασής του, υποχρεώθηκε να οµολογήσει, ένα έγκληµα που δεν έκανε, αναπαράγοντας -και ενώπιον του Μικτού Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης- την ψευδή εκδοχή των γεγονότων, όπως αυτή κατασκευάστηκε στα υπόγεια της Ασφαλείας. Γρήγορα, ο Στακτόπουλος αντελήφθη ότι οι υποσχέσεις που του δόθηκαν ήταν φρούδες και ότι θα έµενε εσαεί µε το στίγµα του δολοφόνου. Γι’ αυτό και ανακάλεσε όσα είχε πει, στη διάρκεια της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης, υποστηρίζοντας ότι ήταν προϊόν άσκησης βίας και υποσχέσεων, στο όνοµα του εθνικού συµφέροντος (βεβαίως-βεβαίως). Μετά δε την αποφυλάκισή του, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, µε την παροχή αµνηστίας από την τότε κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραµανλή (ΕΡΕ), ο Γρηγόρης Στακτόπουλος ξεκίνησε έναν αγώνα για την αποκατάσταση της τιµής του, που εντάθηκε µετά το 1974, στο πρόσφορο κλίµα που δηµιουργούσε η δηµοκρατική Ανοιξη της Μεταπολίτευσης. Με τη βοήθεια πολύτιµων νοµικών παραστατών, όπως ο πρώην υπουργός Στέλιος Παπαθεµελής, αποδύθηκε σ’ ένα δικαστικό αγώνα, που έφτασε µέχρι τον Αρειο Πάγο…
Πηγή: https://www.kontranews.gr/KOINONIA/342035-Diochnei-ta-phantasmata ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ