Οι Έλληνες θυσιάζουν και βασικά τρόφιμα για τα βγάλουν πέρα!
christos.papad…
Τρίτη 29/03/2016 – 17:43

ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ 6ΕΤΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ
ΤΟ 63% ΕΧΕΙ ΜΕΙΩΣΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Σκληρή είναι η πραγματικότητα της ελληνικής αγοράς, με τα νοικοκυριά να έχουν «κόψει» ακόμα και από τα βασικά αγαθά, όπως τρόφιμα, για να τα βγάλουν πέρα!
Μετά από έξι χρόνια μνημόνια, η κατάρρευση των μισθών και των συντάξεων, έχει βάλει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση μεγάλο μέρος των καταναλωτών που θυσιάζουν ακόμα και είδη πρώτης ανάγκης για να επιβιώσουν.
Σύμφωνα με τα αποκαλυπτικά στοιχεία έρευνας που πραγματοποίησε το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών (ΚΕ.Π.ΚΑ.) και η εταιρία ερευνών και επικοινωνίας TO THEPOINT, το 88,1% των καταναλωτών έχουν μειώσει, γενικά την κατανάλωση, τον τελευταίο χρόνο.
Η έρευνα συνθέτει την «σκοτεινή» εικόνα των πιέσεων που βιώνουν οι έλληνες, οικονομικές πιέσεις που έχουν ριζώσει στην «καρδιά» μισθωτών και συνταξιούχων.
Τα παρακάτω στοιχεία, αποκαλύπτουν τον βαθμό που η λιτότητα έχει επιτείνει την φτώχεια και την ανέχεια στην ελληνική κοινωνία, σπρώχνοντας βίαια χιλιάδες έλληνες, σε πρωτοφανείς καταστάσεις για ευρωπαϊκό κράτος, σε καιρό ειρήνης.
Από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, που έχουν μειώσεις τις αγορές τους, το 82,1% μείωσε τις αγορές ένδυσης – υπόδησης, το 70,0% τη διασκέδαση, το 63,1% την αγορά τροφίμων, το 43,5% τις διακοπές, το 39,1% τη θέρμανση, το 36,5% τα καλλυντικά, το 35,8% το ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση, τηλεπικοινωνίες, το 35% τις μετακινήσεις, το 32,8% τον οικιακό εξοπλισμό, το 30,9% τα είδη προσωπικής υγιεινής το 30,7% τα είδη καθαριότητας σπιτιού, το 23,6% την υγεία, και το 20,3% την εκπαίδευση.
Τα αποτελέσματα της έρευνας, με θέμα: «Οι επιπτώσεις της κρίσης στους καταναλωτές», ανακοινώθηκαν την Δευτέρα, κατά τη διάρκεια της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης του ΚΕ.Π.ΚΑ.. Στην έρευνα, που πραγματοποιήθηκε, το χρονικό διάστημα 29 Φεβρουαρίου έως 2 Μαρτίου 2016. συμμετείχαν 765 καταναλωτές, από το Νομό Θεσσαλονίκης.
Σημαντική είναι η δυναμική που έχει αναπτύξει η «βύθιση» της αγοραστικής δύναμης των ελλήνων καταναλωτών, η οποία παρά τις ενέργειες των αρμοδίων υπηρεσιών, επιδεινώθηκε το 2016! Η σύγκριση με το 2015 είναι αποκαλυπτική.
Το 85,1% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν μειώσει, γενικά, την κατανάλωση. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 88,1%.
Το 70,5% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για ένδυση-υπόδηση. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 82,1%.
Το 54,6% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για διασκέδαση. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 70,0%.
Το 43,1% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για τρόφιμα. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 63,1%.
Το 20,9% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για μετακινήσεις. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 35,0%.
Το 26,2% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για θέρμανση. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 39,1%.
Το 41,5% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για διακοπές. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 43,6%.
Το 22,6% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση, τηλεπικοινωνίες. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 35,8%.
Το 15,8% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για είδη καθαριότητας σπιτιού. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 30,7%.
Το 12,4% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για είδη προσωπικής υγιεινής. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 30,9%.
Το 20,6% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για καλλυντικά. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 36,5%.
Το 14,2% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για οικιακό εξοπλισμό. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 32,8%.
Το 12,8% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για υγεία. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 23,6%.
Το 10,1% των καταναλωτών δήλωναν ότι είχαν περιορίσει τα έξοδα για εκπαίδευση. Το 2016, το ποσοστό αυξήθηκε, στο 20,3%.
Οι καταναλωτές, σε ποσοστό 48.3% χρησιμοποιούν την τιμή, ως πρώτο κριτήριο, για τις αγορές τροφίμων ενώ το 2015 το ποσοστό ήταν 37,7%. Το κριτήριο της ποιότητας το 2016 μειώθηκε από 32,6% σε 16,4%.
Πηγή: