Είναι γνωστή -και κατανοητή εν μέρει- η επιχειρηματολογία όσων επιδιώκουν μείωση της επιρροής της Εκκλησίας, κυρίως ως διοικητικού μηχανισμού, σε ό,τι προσδιορίζεται ως κοσμικό πεδίο, συμπεριλαμβανομένης προφανώς και της πολιτικής διαδικασίας.
Έχει γίνει εξίσου αντιληπτό, όμως, πως σε πολλούς κύκλους -πολιτικούς και μη- η επιχειρηματολογία αυτή, που επενδύεται και θεσμικά, με την πρόταση για διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους, υποκρύπτει μια πολεμική διάθεση, έναντι, όχι μόνο της διοικούσας Εκκλησίας, αλλά αυτού τούτου του θρησκευτικού φαινομένου. Για κάποιους, η απαίτηση για θεσμικό περιορισμό, συνιστά το πρώτο βήμα, για εξώθηση της θρησκείας -ειδικότερα δε του ορθόδοξου φαινομένου- στο ακρότατο περιθώριο, αν όχι και τον απόλυτο εξοβελισμό. Στην πράξη, επιδιώκουν να καταστήσουν απαγορευτική, ακόμη και την απλή αναφορά, σε οτιδήποτε σχετίζεται με το θρησκευτικό ζήτημα. Αυτήν ακριβώς την υποδόρια αντίληψη, εκφράζει και η αναίτια επίθεση εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας, από αρθρογράφο έγκριτου πρωινού φύλλου, επειδή τόλμησε να συγκρίνει το πρότυπο ζωής ενός ιεράρχη, με τις αρχές και αξίες της Ευρώπης. Κατά την ιδιότυπη αντίληψη του αρθογράφου, αυτή η σύγκριση συνιστά μια «ανάρμοστη» ανάμιξη ή, ακριβέστερα, «εισπήδηση» της θρησκείας στην πολιτική! Δηλαδή, αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ή οποιοδήποτε δημόσιο πρόσωπο, παρουσίαζε την πορεία ενός φιλοσόφου, ως υπόδειγμα για το ορθώς πολιτεύεσθαι, θα έπρεπε να καταγγελθεί για «ανάρμοστη» ανάμιξη της φιλοσοφίας στα πολιτικά πράγματα; Ή αν, κάποιος ανάλογος συσχετισμός επιχειρούνταν με κάποιον γνωστό ψυχίατρο, θα έπρεπε να γίνει λόγος για… αναβίωση των γκουλάγκ; Όλα τούτα θα ήταν έως και γραφικά, αποδιδόμενα σε μια ιδιότυπη αντίληψη ενός προσώπου, οπότε δε θα χρειαζόταν καν να μας απασχολήσει. Πολύ φοβούμαστε, ωστόσο, πως απηχεί ένα «ρεύμα σκέψης», έστω και σε μια ακραία ή και sui generis εκδοχή. Κατά τούτο θα πρέπει, τουλάχιστον, να μας προβληματίσει γιατί, μέσω της στοχοποίησης του Πρώτου Πολίτη της χώρας, επιδιώκεται, έστω και με την εφαρμογή του νόμου των «ακούσιων συνεπειών», όχι απλώς ο περιορισμός της Εκκλησίας, τόσο στη διοικούσα όσο και στην ποιμαντική μορφή της, αλλά στο να καταστεί το ίδιο το θρησκευτικό φαινόμενο, ένα απαγορευμένο πεδίο στη δημόσια συζήτηση. Τούτο, μάλιστα, κόντρα στη διαπιστωμένη επιθυμία της συντριπτικής πλειοψηφίας, ως επιβολή της άποψης μιας κάστας εκλεκτών. Επειδή δε οι τελευταίοι υπερηφανεύονται για τον φιλοευρωπαϊσμό τους, να τους θυμίσουμε το προοίμιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ, που αναφέρεται στις χριστιανικές αξίες…