«Η Ναυμαχία του Ρίου-Αντιρρίου».

Στις αρχές του 1822 ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος με αρχηγούς τον αντιναύαρχο Καρά Πεπέ Αλή και τον Αιγύπτιο υποναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ βγήκε από τον Ελλήσποντο με διαταγή να πλεύσει προς την Πάτρα, προκειμένου να ανεφοδιάσει τους πολιορκούμενους από τους Έλληνες επαναστάτες, Τούρκους. Στο κατόπι του βρέθηκε στόλος 63 ελληνικών πλοίων από τα Ψαρά, την Ύδρα και τις Σπέτσες με αρχηγούς τον Νικολή Αποστόλη, τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Γκίκα Τσούπα. Στις 15 Φεβρουαρίου ο τουρκικός στόλος ναυλόχησε στο λιμάνι της Πάτρας, λόγω κακοκαιρίας. Ο Ανδρέας Μιαούλης, που είχε αναλάβει τη διοίκηση της ελληνικής αρμάδας, θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για επίθεση. Το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου οι Τουρκοαιγύπτιοι είδαν έκπληκτοι να κανονιοβολούνται από τα μικρά ελληνικά πλοία και μάλιστα υπό φοβερή τρικυμία. Έπειτα από ναυμαχία πέντε ωρών, μία τουρκική φρεγάτα καταστράφηκε ολοκληρωτικά και πολλά άλλα πλοία υπέστησαν σημαντικές ζημιές. Πολλοί Τούρκοι βρήκαν το θάνατο ή τραυματίστηκαν σοβαρά. Ο τουρκικός στόλος, μετά την αποχώρησή του από την Πάτρα, κατέφυγε στη Ζάκυνθο, η οποία ευρίσκετο υπό αγγλική διοίκηση. Όταν οι Έλληνες έπλευσαν εκεί για να επαναλάβουν την επίθεσή τους, εμποδίστηκαν από τους Άγγλους, που προφασίστηκαν την ουδετερότητα του νησιού. Ο ελληνικός στόλος επέστρεψε στις 24 Φεβρουαρίου και αγκυροβόλησε στο Μεσολόγγι, έτοιμος για να νέα αναμέτρηση. Η Ναυμαχία της Πάτρας, στην οποία έλαμψε το άστρο του Ανδρέα Μιαούλη, υπήρξε γεγονός μεγάλης σημασίας για τον αγώνα των Ελλήνων στη θάλασσα, παρά τις μικρές τουρκικές απώλειες. Ήταν η πρώτη φορά που ελληνικά πλοία αντιμετώπισαν κατά παράταξη τον στόλο του Σουλτάνου, χωρίς να χρησιμοποιήσουν πυρπολικά. O Iστοριογράφος της Ελληνικής επανάστασης του 1821 Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: 

Μετά τήν αποτυχίαν ταύτην ο στόλος απέπλευσεν όλος καί ελλιμένισε τήν 2αν Φεβρουαρίου έμπροσθεν τής Ζακύνθου, όπου η ουδετέρα κυβέρνησις τόν υπεδέχθη ευμενώς, εν ώ απέπεμψεν, ως είδαμεν, δυσμενώς τό εμβάν εις τόν λιμένα εκείνον πρό τινος καιρού ελληνικόν πλοίον χωρίς νά τό αφήση μήτε κάν ν’ αράξη. Εξ αιτίας δέ τών εναντίων ανέμων ο στόλος ούτος ενδιέμεινε μέχρι τής 13ην Φεβρουαρίου 1822, καθ’ ήν ανήχθη, καί μηδέν καθ’ όλον τόν πλούν του εμπόδιον απαντήσας κατέπλευσεν εις Πάτρας, όπου απεβιβάσθησαν αι πολεμικαί αποσκευαί, εν αις καί 20 πεδινά κανόνια, οι τετρακισχίλιοι στρατιώται καί ο αρχηγός αυτών Μεχμέτπασας.
Εν ώ δέ ο εχθρικός στόλος έπλεε τήν ελληνικήν θάλασσαν, αι τρείς ναυτικαί νήσοι ητοίμαζαν τά πλοία των. Εικοσιεπτά υδραϊκά υπό τόν Ανδρέαν Μιαούλην διαδεχθέντα τόν ναύαρχον Γιακουμάκην Τομπάζην παραιτηθέντα, είκοσι σπετσιωτικά υπό τόν Γκίκαν Τσούπαν, δεκαέξ ψαριανά υπό τόν Νικολήν Αποστόλην καί δύο πυρπολικά συνηνώθησαν έξωθεν τής Ύδρας, ανήχθησαν τήν 8ην, καί ηγκυροβόλησαν τήν 16ην έξωθεν τού Μεσολογγίου· τήν δέ 17ην καί 18ην έπλευσαν πρός τάς Πάτρας, αλλ’ επόδισαν εξ αιτίας σφοδράς αντιπνοίας (άραξαν λόγω κακοκαιρίας)· ανήχθησαν τήν 20ην Φεβρουαρίου 1822 εκ νέου τρίτην ώραν πρίν εξημερώση, υπό εναντίον πάντοτε άνεμον· ανήχθησαν καί τά εν τώ λιμένι τών Πατρών εχθρικά.
Ηγωνίζοντο δέ οι δύο στόλοι ο μέν τουρκικός νά εκπλεύση αμαχητί, ο δέ ελληνικός νά βλάψη τόν τουρκικόν εκπλέοντα. Μέχρι τούδε ο ελληνικός, οσάκις απήντα τόν εχθρικόν παρεφύλαττε μάλλον τά κινήματά του ή εφώρμα, προσπαθών νά τόν βλάψη διά μόνων τών πυρπολικών· αλλ’ ο νέος ναύαρχος, ο μεγαλότολμος Μιαούλης, ήλλαξε τόν τρόπον τού πολεμείν, έδωκε τό σημείον τής εκ συστάδην μάχης, καί πρώτος, άν καί ο επικρατών αντίπλους άνεμος έγεινε σφοδρότερος, ώρμησεν εις τό μέσον δύο φρεγατών εκπλήξας καί αυτόν τόν εχθρόν διά τής τόσης τόλμης. Κατόπιν ήλθαν εις τό μέσον ο Μανώλης Τομπάζης, ο Σαχτούρης, ο Αντώνης Κριεζής, ο Γκίκας Τσούπας, ο ναύαρχος τών Ψαρών, ο Κωνσταντίνος Κοτσιάς, ο Κοσμάς καί ο Λάμπρος, καί έφεραν άνω κάτω όλον τόν εχθρικόν στόλον.
Πέντε περίπου ώρας διήρκεσεν η ναυμαχία τών Πατρών επικρατούσης σχεδόν τρικυμίας. Τρείς Έλληνες εσκοτώθησαν, δέκα επληγώθησαν, καί τά ελληνικά πλοία μεγάλως εβλάφθησαν. Άδηλος η ζημία τού εχθρικού στόλου, αλλ’ ο τρόμος του κατάδηλος· διότι, αφ’ ού διεχωρίσθησαν οι στόλοι περί τήν εσπέραν, κατέφυγεν ούτος ως εις άσυλον εις τόν φιλικόν του λιμένα τής Ζακύνθου τόσον ατάκτως, ώστε δύο πλοία του έπεσαν τήν νύκτα εις τά ρηχά πρός τό λοιμοκαθαρτήριον· εκινδύνευσαν δέ νά πάθωσι καί τά λοιπά υπό τών φίλων χειρότερα παρ’ όσα έπαθαν υπό τών εχθρών, διότι τά ευρεθέντα εν τώ λιμένι τής Ζακύνθου πολεμικά αγγλικά καί αυστριακά τόσον εφοβήθησαν μήπως τά ατάκτως εισπλέοντα υπό τό σκότος πέσωσιν επ’ αυτά, ώστε τά εκανονοβόλησαν τήν νύκτα ως εχθρικά. Τόσον δέ τά τουρκικά εφοβούντο τά παραφυλάττοντα έξωθεν τού λιμένος ελληνικά, ώστε έτοιμα ήσαν νά κανονοβολήσωσιν εν τή απελπισία των τήν πόλιν άν εξελαύνοντο. Αφ’ ού ο ελληνικός στόλος περιέπλευσε δύο ημέρας έξωθεν τής Ζακύνθου κατέπλευσεν εις τό Κατάκωλον πρός ύδρευσιν.»

πηγή :εθνική πινακοθήκη ,συλλογή ιδρύματος Ε.ΚΟΥΤΛΙΔΗ

Ιωάννης Αλταμούρας

(πηγή :Βικιπαίδεια)

Ο Ιωάννης Αλταμούρας
 (Φλωρεντία ή Νεάπολη Ιταλίας, 1852 – Σπέτσες, Μάιος 1878)
ήταν Έλληνας ζωγράφος του 19ου αι., ο οποίος διακρίθηκε
 κυρίως για τις θαλασσογραφίες του.

Πατέρας του ήταν ο Ιταλός ζωγράφος και επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) και μητέρα του η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, κόρη σημαντικής σπετσιώτικης οικογένειας και η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος. Το 1857 ή 1859 οι γονείς του χώρισαν και ο Αλταμούρας μαζί με τα αδέλφια του ακολούθησαν τη μητέρα τους στην Αθήνα.
Από τα παιδικά του χρόνια, ο Ιωάννης έδειξε την έμφυτη κλίση του προς την ζωγραφική, στην τέχνη της οποίας μυήθηκε από τη μητέρα του. Έγινε δεκτός στην Σχολή των Τεχνών (την μετέπειτα «Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών» της Αθήνας), όπου μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα κατά την διετία 1871–1872. Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κατά την περίοδο 1873–1876 κοντά στον Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν (Carl Frederik Sørensen). Το 1875, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Κοπεγχάγη, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα, ενώ η φήμη του άρχισε να αυξάνεται με τον ίδιο να αναδεικνύεται στον πιο ακριβοπληρωμένο Έλληνα ζωγράφο της εποχής του. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1878 στις Σπέτσες, σε ηλικία 26 ετών.

Το έργο του

Πεθαίνοντας νέος, ο Ιωάννης Αλταμούρας άφησε πίσω του λίγα αλλά σημαντικά ζωγραφικά έργα.
Το 1878, χρονιά του θανάτου του, δύο πολεμικές θαλασσογραφίες του — η Πυρπόληση της πρώτης οθωμανικής φρεγάτας στην Ερεσό από τον Παπανικολή και η Ναυμαχία του ναυάρχου Μιαούλη εναντίον δύο οθωμανικών φρεγατών στην είσοδο της Πάτρας — παρουσιάστηκαν στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Ο δεύτερος πίνακας παρουσιάστηκε και στην Έκθεση Μνημείων του Ιερού Αγώνα στο Πολυτεχνείο της Αθήνας το 1884. Τέλος, μία θαλασσογραφία του παρουσιάστηκε στην Διεθνή Έκθεση της Ρώμης το 1911.
Περισσότερο από έναν αιώνα μετά τον θάνατό του και συγκεκριμένα το 2011, το Μουσείο Μπενάκη διοργάνωσε στην Αθήνα μεγάλη έκθεση έργων του ζωγράφου, καθώς και έργων του πατέρα του, της μητέρας του και του αδελφού του.
Αν και κατατάσσεται στην ακαδημαϊκή «Σχολή του Μονάχου» (ήταν επίσης επηρεασμένος και από την ακαδημαϊκή σχολή της Δανίας εντούτοις η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση δείχνουν ότι ο Αλταμούρας είχε αρχίσει να ξεπερνάει την αυστηρή γραμμή του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον πρώιμο ιμπρεσιονισμό.

πηγη:antiriopoliton.blogspot.com



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...