Πέθανε η δημοσιογράφος της «Εφημερίδας των Συντακτών», Μώρφια Σταματοπούλου, σε ηλικία 35 ετών. Την είδηση γνωστοποίησε η εφημερίδα με ένα αποχαιρετιστήριο άρθρο, σημειώνοντας «ένα πλάσμα πανέξυπνο, τρυφερό, ευγενικό, με διάθεση χαρίεσσα και παιγνιώδη».

«Η Μώρφια ήταν ένα κομμάτι από το μέλλον της εφημερίδας μας, ένα από τα παιδιά μας. Κι είναι πολύ φτωχές οι λέξεις για να την αποχαιρετήσουμε. Στον μπαμπά της, τον συνάδελφό μας Γιώργο Σταματόπουλο, στην οικογένειά της και στους φίλους της τα πιο θερμά μας συλλυπητήρια».

Η δημοσιογράφος αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και δεν μπόρεσε να βγει νικήτρια από τη μεγάλη μάχη που έδινε.

Η κηδεία θα γίνει την Παρασκευή 15/10 στις 16.45 στο Αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας.

Το αποχαιρετιστήριο άρθρο

Η οικογένεια της «Εφ.Συν.» θρηνεί τον πρόωρο χαμό τής πάντα χαμογελαστής, παρά τις δυσκολίες που περνούσε, συναδέλφισσας Μώρφιας Σταματοπούλου ● Ευχές για δύναμη και κουράγιο στον πατέρα της και συνάδελφό μας, Γιώργο Σταματόπουλο
Πριν από περίπου έναν χρόνο, το πρώτο ρεπορτάζ που συνυπέγραφε όδευε προς το τυπογραφείο. Είχαμε βάλει τίτλο εργασίας «Η κόλασή μας (δεν) είναι οι άλλοι» και σε εκείνη αυτονόητα είχαμε αναθέσει την επιστημονική τεκμηρίωση για τις κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας – μπορεί να έκανε τα πρώτα της βήματα ως ρεπόρτερ, ήταν ωστόσο ήδη μια συγκροτημένη επιστημόνισσα. Κι ήταν ενθουσιασμένη – «Α, μα είναι συναρπαστικό! τι άλλο θα ετοιμάσουμε;»

Μπήκε για πρώτη φορά στο γραφείο ενώ μαινόταν η πανδημία. Κι ένα από τα πρώτα πράγματα που είπε –μετά τα αστεία που κάναμε για το παράξενο όνομά της– ήταν να δούμε πώς η ασθένεια με την οποία πάλευε δεν θα επηρεάσει τη δουλειά της. Ήταν λεπτεπίλεπτη, αλλά γεμάτη σθένος ετούτη η κοπελίτσα.

Ένα πλάσμα πανέξυπνο, τρυφερό, ευγενικό, με διάθεση χαρίεσσα και παιγνιώδη – παραδομένη στη χαρά της ζωής ακόμα κι όταν έδινε μάχη τιτάνια για την ίδια τη ζωή της. Άλλωστε με την αναπαράσταση του γέλιου στα λογοτεχνικά κείμενα και τη λειτουργία του γέλιου στα έργα του Λουκιανού της Σαμοσάτας ασχολούνταν και στη διδακτορική διατριβή της στο Πανεπιστήμιο του Lund. Κι αυτό το ωραίο χαμόγελό της δεν το έχανε ποτέ – ακόμα κι όταν πονούσε.

Ήταν μόλις 35 χρόνων η Μώρφια-Ευθυμία κι ήταν γεμάτη ομορφιά – στις πράξεις, στις σκέψεις και στις λέξεις. «Θα μπω αύριο για θεραπεία, θα σε πάρω τηλέφωνο να οργανωθούμε» – η Μώρφια ήταν γεμάτη όνειρα και πάθος. «Εξαντλήθηκα αυτή τη φορά, αλλά να δούμε τι θα γράψουμε» – η Μώρφια είχε μια λαχτάρα για δημιουργία που δεν πτοούνταν ακόμα και στις πιο σκληρές μέρες που χρειάστηκε να βιώσει. «Ευχαριστώ για τις λίστες με τα βιβλία και τα ντοκιμαντέρ, σίγουρα θα έχω πολύυυυ χρόνο τώρα που μπαίνω ξανά στο νοσοκομείο» – η Μώρφια έκανε πλάκα ακόμα και στα ζόρια της.

Η Μώρφια ήταν ένα κομμάτι από το μέλλον της εφημερίδας μας, ένα από τα παιδιά μας. Κι είναι πολύ φτωχές οι λέξεις για να την αποχαιρετήσουμε. Στον μπαμπά της, τον συνάδελφό μας Γιώργο Σταματόπουλο, στην οικογένειά της και στους φίλους της τα πιο θερμά μας συλλυπητήρια.

Το τελευταίο μας αντίο θα το πούμε αύριο στις 16.45 στο Αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας.

«Εφ.Συν.»

Για τη Μώρφια
Δεν είναι δύσκολο μόνο για τη βαθιά αγάπη που νιώθουμε για εκείνη, αλλά και για τον διττό τρόπο με τον οποίο καλούμαστε να την αποχαιρετίσουμε. Από τη μια ως ένα λαμπρό μυαλό, την πρωτεργάτρια μεθόδων και εργαλείων που δεν έλαμψαν ακόμα. Από την άλλη, ως τον άνθρωπο που μας άλλαξε όλους τόσο καθοριστικά και συνέχισε να μας εμπλουτίζει ως πρόσωπα την κάθε στιγμή που περνούσαμε μαζί της.

Η μεγαλύτερη καλοτυχία που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος είναι να σχετιστεί σε βάθος με πρόσωπα που του ανοίγουν νέους τρόπους να βλέπει τον κόσμο γύρω του. Η Μώρφια Σταματοπούλου (γενν. 1986) που έφυγε από κοντά μας το πρωί της Τετάρτης 13 Οκτωβρίου ήταν ένα φως που έλαμπε πάνω στις ζωές μας, προσκαλώντας μας επιτακτικά να μελετήσουμε το αλλόκοσμο σχήμα της κάθε σκιάς.

Η Μώρφια ήταν μια παθιασμένη φιλόλογος, αν και ούτε ο συνήθης, στενός ορισμός της απλής επαγγελματικής απασχόλησης, ούτε ο βαρύτιμος ρόλος του κλειδοκράτορα μιας κλασικής παράδοσης αρκούν για να την περιγράψουν. Η σχέση της με τη γλώσσα ήταν πολύ πιο τολμηρή από οτιδήποτε συσχετίζουμε με πανεπιστημιακά στεγανά περί ορθότητας του λόγου.

Από την αδάμαστη επιθυμία της να αφοσιωθεί στη μελέτη οποιασδήποτε γλώσσας βρισκόταν μπροστά της (είτε ήταν σουηδικά, ισπανικά ή ακόμα και σανσκριτικά) μέχρι τις «υπεράνθρωπες» δυνάμεις της, όπως την εξόχως διασκεδαστική ικανότητά της να μιλάει ανάποδα, αντιμετώπιζε με ενθουσιασμό κάθε νέο εργαλείο πρωτογενούς επικοινωνίας που βρισκόταν μπροστά της.

Η μελέτη της πάνω στο έργο του Λουκιανού με το οποίο καταπιάστηκε κατά τη διάρκεια ενός πολύ απαιτητικού διδακτορικού στο Πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία θεωρούμε βέβαιο ότι θα αποτελέσει αντικείμενο ενδιαφέροντος για πολλούς μελλοντικούς επιστήμονες.

Όχι μόνο επειδή έλκει από έναν γνωσιακό πλούτο άγνωστο στους μαρμάρινους διαδρόμους της Ακαδημίας και πολύ πιο στιβαρό από την ελαφρότητα των αιρετικών-της-στιγμής, αλλά κι επειδή εμπλουτίζεται από μια πρακτική φιλοσοφία με την οποία έζησε το σύνολο της ζωής της. Δεν είναι τυχαίο ότι το θέμα του είναι το γέλιο στο έργο του Λουκιανού. Προέκυψε τόσο από την ιδιοσυγκρασία της όσο και από την ανορθόδοξη ματιά της – που είχε περάσει με υπομονή μέσα από τους στιβαρούς διαδρόμους της κλασικής παιδείας, πριν επιχειρήσει τη μεγάλη ανατρεπτική της χειρονομία.

Είχε συμφιλιωθεί πλήρως με την ιδέα ότι η γλώσσα συνιστά ένα εξαναγκαστικό κατώφλι από οποιαδήποτε αφετηρία προς οποιαδήποτε κατεύθυνση – και με την αδάμαστη περιέργειά της εξερεύνησε όσες περισσότερες από αυτές τις διαδρομές μπορούσε. Άλλωστε, θεωρούσε χωρίς αμφιβολία ότι κάθε αξιόλογο κείμενο γεννιέται μόνο από τα βαθιά βιωμένα ερεθίσματα και είναι αυτά που σμιλεύουν τη γλώσσα.

Γι’ αυτό άλλωστε και ήταν ταγμένη στη διόρθωση και την επιμέλεια. Και γι’ αυτό επιθυμούσε πάντα να επεκταθεί στον χώρο των εκδόσεων, αγαπώντας το βιβλίο ως αντικείμενο, αλλά και ως σχέση. Τα βιβλιοπωλεία των εκδοτικών οίκων στο κέντρο της Αθήνας ήταν πάντα τόποι από τους οποίους έφευγε με ασυγκράτητο ενθουσιασμό.

Δεν πρόλαβε να υλοποιήσει το εκδοτικό της όραμα, αλλά γνωρίζουμε ότι θα ήταν επιδραστικό και φτιαγμένο με μεράκι. Άλλωστε, είχε μια παράδοξη τελειομανία. Ήθελε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα που μπορούσε να προκύψει από κάθε σώμα ανθρώπων στο οποίο βρισκόταν, είτε ήταν μια παρέα σε κάποιο νωθρό ξενύχτι ή μια ολόκληρη εφημερίδα.

Για όλους μας, η Μώρφια ήταν ο άνθρωπος που μας έμαθε ότι αυτά που ξέραμε ως απαθείς εμπειρίες ή και κτηνώδεις διασκεδάσεις μπορούν να αντιστραφούν εξ ολοκλήρου και να ανοίξουν τον δρόμο για τις μαγικές εμπειρίες που κρύβονται κάτω από το αίσχος της καθημερινότητας.

Δεν είναι δύσκολο μόνο για τη βαθιά αγάπη που νιώθουμε για εκείνη, αλλά και για τον διττό τρόπο με τον οποίο καλούμαστε να την αποχαιρετίσουμε. Από τη μια ως ένα λαμπρό μυαλό, την πρωτεργάτρια μεθόδων και εργαλείων που δεν έλαμψαν ακόμα. Από την άλλη, ως τον άνθρωπο που μας άλλαξε όλους τόσο καθοριστικά και συνέχισε να μας εμπλουτίζει ως πρόσωπα την κάθε στιγμή που περνούσαμε μαζί της.

Είμαστε τυχεροί για τον χρόνο που περάσαμε μαζί της. Είμαστε ακόμα πιο τυχεροί που η ανάμνησή της θα μας στοιχειώνει πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Οι φίλοι και οι φίλες που λούστηκαν το φως της

Αντίο Μώρφια, αντίο ομορφιά μας



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...