Ήταν 10 Μαϊου του 1905 όταν στο φτωχικό σπίτι τους στο Σκαλί της Σύρου, ο Δομένικος και η Ελπίδα Βαμβακάρη αποκτούν τον πρώτο από τα έξι συνολικά παιδιά τους, τον γιο τους Μάρκο.
Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια.
Πριν καλά – καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο.
Οι πρώτες δουλειές στα 12
Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά.
Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Μένει σε κακόφημες περιοχές όπου το πρωί εργάζεται στα κάρβουνα και το βράδυ διασκεδάζει στους τεκέδες.
Παράλληλα αναζητά παντού εργασία για να βιοποριστεί και δουλεύει από λιμενεργάτης ως εκδορέας στα σφαγεία, μέχρι που το 1924 ακούει για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι.
Εντυπωσιάζεται και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες.
«Μου άρεσε τόσο πολύ, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την στατίρα που σπάνε κόκαλα στο μαγαζί. τέτοιο πράγμα», είχε πει κάποτε ο ίδιος.
Έρωτας και οικογένεια
Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.
Το πάθος του για αυτήν παράφορο από την πρώτη μέρα της γνωριμίας. Μετά την αποκάλυψη της απιστίας της, το ζευγάρι θα χωρίσει.
Ο Μάρκος θα γράψει πολλά τραγούδια με άλλο όνομα για να αποφύγει να πληρώσει τα κέρδη από αυτά ως διατροφή στην πρώην σύζυγο του.
Τα πρώτα τραγούδια και η επαφή με το μπουζούκι
Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια.
Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).
Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του –τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς».
Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια.
Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ’ ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.
Η περίοδος λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος.
Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάνου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.
Με την έναρξη του πολέμου, ο Βοτανικός έκλεισε και ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα.
Ο δεύτερος γάμος και ο χαμός των δύο παιδιών του
Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ.
Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών.
Τα δύο πρώτα παιδιά τους χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε τον Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949.
Η άσωτη ζωή και τα κρατητήρια
Ο «άσωτος» Βαμβακάρης έχει συνέχεια προβλήματα με την «ευπρεπή» ζωή που επιτάσσει η ανατροφή και το δόγμα του.
Συχνάζει σε κακόφημα μέρη, συναναστρέφεται με αλήτες, πόρνες και τοξικομανείς και μπαινοβγαίνει αρκετές φορές στα κρατητήρια και στις φυλακές. Αυτά τα βιώματα αποτυπώνονται στα σπουδαία τραγούδια που δημιουργεί.
Την δεκαετία του 1940 κατηγορείται για ανθρωποκτονία στην Θεσσαλονίκη, για το θάνατο μιας ιερόδουλης, με την οποία και έχει συνευρεθεί την ίδια νύχτα.
Ο Βαμβακάρης αρνείται την ενοχή του και γλιτώνει χάρη σε έναν ανώτατο αστυνομικό της πόλης που λατρεύει την ρεμπέτικη λαϊκή μουσική.
Η καριέρα μετά τον πόλεμο, ο Τσιτσάνης και οι συνεργασίες
Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει.
Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου κ.ά.
Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους.
Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Ο θάνατος
Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, ο Μάρκος Βαμβακάρης θα αφήσει τη τελευταία του πνοή στην Νίκαια, στα 66 του χρόνια, άπω νεφρική ανεπάρκεια. Για την κηδεία του ο γιος του Δομένικος αναγκάζεται να πάρει δάνειο για να καλύψει τα έξοδα της.
Το Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη
Άρχισε να λειτουργεί το 1995, είκοσι τρία χρόνια μετά από εκείνο τον Φεβρουάριο που η φωνή του δάσκαλου του ρεμπέτικου τραγουδιού έσβησε στη Νίκαια – Πειραιά.
Το Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη αποτυπώνει την καλλιτεχνική υπόσταση του νησιού μέσα από τις εξαιρετικές συλλογές του ομώνυμου συνθέτη.
Μια φωνή απόλυτα συνυφασμένη με το ρεμπέτικο τραγούδι κατάφερε να ταξιδέψει τον ελληνικό λαό στις ομορφιές της Σύρου με την αγαπημένη πλέον σε όλους Φραγκοσυριανή, δείχνοντας έτσι την αγάπη του για τον δικό του τόπο.
Ανταποδίδοντας την αγάπη τους στον αξεπέραστο αυτόν τραγουδοποιό, οι Συριανοί ίδρυσαν το Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη σε ένα ανακαινισμένο, αλλά παλιό σπίτι στην καρδιά της Άνω Σύρου για να ταξιδέψουν για ακόμη μια φορά τους επισκέπτες, μέσα από τα μάτια και τη ζωή του πολυαγαπημένου αυτού ρεμπέτη, μέσα από δικές του φωτογραφίες, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα χειρόγραφα κείμενα και τους στίχους, αλλά και μέσα από ένα ημίωρο ντοκιμαντέρ προς τιμήν του που προβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του μουσείου.
Τόσο η προτομή στην ομώνυμη Πλατεία, όσο και το Μουσείο αποδίδουν φόρο τιμής στον «Πατριάρχη» του Ρεμπέτικου.
Σχετική Βιβλιογραφία
- «Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία», της Αγγελικής Βέλλου – Κάιλ. (εκδόσεις «Παπαζήση»)
- «Ρεμπέτικη Ανθολογία», του Τάσου Σχορέλη, Τόμος Α’. (εκδόσεις «Πλέθρον»)
- «Μάρκος Βαμβακάρης, ο Άγιος Μάγκας», του Μάνου Τσιλιμίδη. (εκδόσεις «Κάκτος»)