«ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΙΛΙΑΡΙΚΟ»
Του Κώστα Καρβούνη*
Χρονιάρες μέρες που έχουμε έπεσα για ύπνο και σκέψεις βγήκαν μέσα από της ψυχής μου το βαθύ πυθάρι…
Θύμισες απ’ τα παλιά, ξεθωριασμένες σαν τα επίκαιρα που βλέπαμε ασπρόμαυρα στο σινεμά του Μαράγκα τότε ήμασταν παιδιά πεινασμένα, κακοντυμένα αλλά χαρούμενα. Ονειρευόμασταν και τα όνειρά μας όμως ήταν έγχρωμα τι και αν η κοιλιά μας γουργούριζε απ’ την πείνα!
Δεν ασφαλίζαμε τότε τις πόρτες στα σπίτια μας και δεν κλειδώναμε τις καρδιές μας.
Την ζούσαμε τη ζωή και την βαστάγαμε σφιχτά στα χέρια μας. Το σχολείο μας ήταν διθέσιο χτισμένο στο μέσον του συνοικισμού με μια όμορφη επιγραφή πάνω από την κυρία είσοδο:
“ ΔΙΘΕΣΙΟ 6/ΤΑΞΙΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΑΛΑΙΟΠΑΝΑΓΙΑΣ».
Είχαμε τη ευτυχή συγκυρία να έχουμε δύο εξαιρετικούς δασκάλους τότε:τον κύριο Φώτη Τσατσάνη και την γυναίκα του την κυρία Πάτρα. Ήταν καλοί και δίκαιοι, έδιναν την ψυχή τους στην τάξη και μας μάθαιναν τα γράμματα σωστά και με το παραπάνω, δεν έκαναν διακρίσεις.
Όμως ήταν πολύ αυστηροί αν δεν διαβάζαμε ή κάναμε αταξίες. Δούλευε η βέργα σε όλα τα σχολεία. Τρέμανε όταν έβγαζε το ρολόι του και το τοποθετούσε με ευλάβεια πάνω στην έδρα. Αριστερόχειρας ήταν, την βέργα κατέβαζε από το ράφι που την είχε και μοίραζε ποινές ανάλογα με το λάθος που κάναμε.
Όπως κάθε χρόνο έτσι και εκείνα τα Χριστούγεννα ,τα παιδιά των μεγάλων τάξεων του σχολείου μας τετάρτη, πέμπτη και έκτη, χωριστήκαμε σε δυο ομάδες να πούμε τα κάλαντα. Οι «επάνω» από την εκκλησία μέχρι τη Βαρειά και οι «κάτω» αυτοί που έμειναν από την εκκλησία μέχρι το Πλατανόρεμα.
Οι δάσκαλοι μας το έκαναν αυτό από ανάγκη, αφού είχαν μιλήσει πρώτα μετους γονείς μας και αυτοί το αποδέχτηκαν.
Να λένε δηλαδή τα παιδιά τα κάλαντα για τις ανάγκες του Σχολείου.Με αυτά τα χρήματα θα έφερναν βόλτα τα λιγοστά έσοδα του σχολικού ταμείου που ήταν σχεδόν ψίχουλα.
Εκείνος ο δίσεκτος χειμώνας στα μέσα της δεκαετίας του ’60 δεν είχε ταίρι!
Η μάνα μουρμούριζε όταν γύριζε μουσκίδι από το σταύλο και τα χωράφια:
«- Ούτε στο Σαράντα ένα τέτοιο καιρό…
Ήμουνα μικρό παιδί τότε, δέκα χρονών δεν ήμουνα και ξυπόλυτο περπατούσα μες το χιόνι.
Κόβαμε με το κλαδευτήρι στο Μακρύορο λατσούδες για να ταίσουμε τα ζωντανά. Κλεισμένα ήταν και νηστικά, σαράντα μέρες μέσα τα είχαμε!»…
Παραμονές Χριστουγέννων όταν έκλεισαν τα σχολεία ο καιρός ξάνοιξε, αλλά ήρθε από το Ριγάνι ένα ξεροβόρι δυνατό σαν κρύα φωτιά και μας έτρωγε τα σωθικά. Σηκωθήκαμε παραμονή Χριστουγέννων από τα άγρια μεσάνυχτα να προκάμουμε να τα πούμε , να μην πάνε άλλοι πριν από μας. Με την τσίμπλα στα μάτια είμασταν και τουρτουρίζαμε μες το κρύο.
Τριγύριζαμε τους μαχαλάδες, κτυπούσαμε τις πόρτες των σπιτιών δυνατά.
Μάγουλα ροδοκόκκινα, μύτες παγωμένες, κορμάκια λιγνά, αόρατες μορφές και ο ένας κοντά στον άλλο…
Όλοι πίσω από το φαναράκι που κρατούσε ο μπροστινός.
Αέρας δυνατός , κρύο πολύ , λασπωμένα σοκάκια, τίποτε δεν μας φόβιζε! Ούτε καν αυτή η δίμετρη γιαγιά με τα σκισμένα ρούχα, τα μεγάλα δόντια, τα γυαλιστερά μάτια και τα ξέπλεκα μαλλιά, που έλεγαν οι πιο μεγάλοι ότι βγαίνει μετά τις τρείς στο ποτάμι δίπλα στις λεύκες. Πιαστήκαμε χέρι – χέρι και τρέχοντας περάσαμε απέναντι όταν φτάσαμε στις λεύκες.
-«Να τα πούμε; Να τα πούμε;
-« Του σχολείου είστε;»
– Ναι, ναι απαντούσαμε.
– «Τότε πέστε τα, πέστε τα!»
-«Καλήν ημέραν άρχοντες
αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού τη Θεία γέννηση
να πω στ’ αρχοντικό σας …»
-Και του χρόνου και του χρόνου!
Παίρναμε γερό φιλοδώρημα από τον κορβανά του νοικοκύρη και από τη νοικοκυρά λογιών – λογιών ζαχαρωτά. Το ένα σπίτι μετά το άλλο μας περίμεναν και εμείς δεν τους ξεχνούσαμε. Από όλους έπρεπε να πάμε, να μην μας παρεξηγήσουν και ποιός άκουγε την γκρίνια των δάσκαλων μας…
Ξημέρωσε περασμένες οχτώ ήταν και κοντεύαμε να τελειώσουμε. Μας έμειναν τρία σπίτια στον απάνω μαχαλά, όταν περπατώντας βρήκαμε στη Δημοσιά δίπλα σ’ ένα θάμνο κάτι το αναπάντεχο!
-«Ένα χιλιάρικο, ένα χιλιάρικο», ακούστηκαν πολλές φωνές μαζί.
Τρέξαμε όλοι να το δούμε, να το πιάσουμε στα χέρια μας και να το ψηλαφίσουμε. Ζούσαμε αλλού, βρεθήκαμε σε άλλον κόσμο !
Σαν να γίναμε με μιας πλούσιοι, ξεχάσαμε την ταλαιπωρία και την κούραση.
Ήταν τύχη μεγάλη αυτή, αλλά πρόκληση και μεγάλος μπελάς μαζί. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό ήρθαν τα δύσκολα.
– Ποιανού ήταν άραγε το χιλιάρικο , από πού έπεσε και πως βρέθηκε εδώ; Απαγκιώσαμε στο λιοστάσι του Τρικαίου στην κάτω μεριά του σχολείου, δέκα κορμάκια κουρασμένα που έκαναν έναν κύκλο γύρω από το κολλαριστό χιλιάρικο. Το κοιτούσαμε, το ψηλάφιζαμε σαν να ήταν κάτι το αλλόκωτο και εξωγήινο. Πολλά προβλήματα προέκυψαν ξαφνικά γιατί ο κάθε ένας μας είχε και την δική του ανάγκη:
-« Ποδήλατο εγώ, παπούτσια εγώ, ένα παντελόνι θα ήθελα γιατί με το καλοκαιρινό πάω στο σχολείο,
ένα φόρεμα θέλω τρύπιο είναι αυτό που φοράω,
μια ζακέτα με έφαγε το κρύο…»
Ο καθένας μας έβγαζε τον πόνο του.
Μετά ήρθαν τα μεγάλα διλήμματα:
-« Πως θα μοιραστούμε το χιλιάρικο και πως θα το κάνουμε ψιλά;
-Μήπως πρέπει να το δώσουμε στον κύριο Φώτη τον δάσκαλο μας;
– Θα ήταν μήπως πιο λογικό να το πάμε στην Αστυνομία για να ψάξει αυτόν που το έχασε;
-Πως θα κρατούσαμε κρυμμένο το μυστικό μας;
Και αν κάποιος το μαρτυρούσε στον κύριο ;»
Πέρασε ώρα πολλή και κόντευε να μεσημεριάσει, ξεχάσαμε και τον απάνω μαχαλά, την άδεια μας κοιλιά που γουργούριζε και τους δικούς μας που αγωνιούσαν. Τα ξεχάσαμε όλα.
-«Τι άραγε να έπαθαν;» αναρωτιούνταν οι γονείς μας και τους έζωναν τα μαύρα φίδια…
Μας είχε μισοπάρει ο ύπνος όταν μια δυνατή αντρική φωνή ακούστηκε πίσω από τα λιόκλαρα και πεταχτήκαμε όρθιοι.
– «Τι κάνετε εδώ ωρέ; ρώτησε με απορία.
Γυρίσαμε όλοι προς τα πίσω.
Ήταν ο κυρ Γιάννης ο Αμερικάνος, έτσι τον φωνάζαμε γιατί είχε πολλά χρόνια στην Αμερική και πριν δυο τρία χρόνια γύρισε στην πατρίδα, συνταξιούχος πλέον.
– «Κυρ Γιάννη αποστάσαμε και καθίσαμε λίγο να πάρουμε μια ανάσα» ψέλλισα ο πιο ψύχραιμος από εμάς.
– «Σας άκουγα τόση ώρα προσεκτικά και μου άρεσε η κουβέντα σας.
– Δικό μου είναι το χιλιάρικο, κατέβηκα από το αστικό και φαίνεται ότι έπεσε από την τσέπη μου.
-Βγήκα να ψάξω και στάθηκα τυχερός που βρέθηκε».
– «Να σας το δώσουμε πίσω κύριε Γιάννη! Ορίστε εδώ το έχουμε.
– «Όχι, όχι εσείς έχετε ανάγκες πολλές, να το μοιραστείτε θέλω δίκαια όμως.
– Όχι, όχι δικό σας είναι.
Σας παρακαλούμε! Σας παρακαλούμε!είπαμε όλοι με μια φωνή.
Τότε ο κυρ Γιάννης ο Αμερικάνος σκέφτηκε λίγο μας κοίταξε στα μάτια και ρώτησε:
– «Η Μαριγώ του Ζαγαρού, συμμαθήτριά σας δεν είναι;»
– «Ναι κύριε, είναι στην Δευτέρα τάξη δεν πάει παραπάνω, δεν τα παίρνει τα γράμματα. Τρίτη χρονιά στη ίδια τάξη.»
– «Το ξέρω αυτό! Όμως η Μαριγούλα έχει πρόβλημα και δεν μπορεί να σας ακολουθήσει. Στην Αμερική τα παιδάκια σαν την Μαριγούλα φοιτούν σε διαφορετικά σχολεία, αυτά που τα λέμε Ειδικά. Ο μπάρμπα Μήτσος ο Ζαγαρός, ο μπαμπάς της να ξέρετε τα φέρνει πολύ δύσκολα βόλτα…
– «Κύριε Γιάννη να δώσουμε το χιλιάρικο εκεί», είπε η Ελένη της έκτης τάξης η πιο ευαίσθητη από όλους μας.
– «Καλή ιδέα», είπε ο κυρ Γιάννης ο Αμερικάνος.
– «Ναι! Ναι! Στη Μαριγώ στη Μαριγώ!».
Είπαμε όλοι μαζί αυθόρμητα , με μια φωνή.
Τον ευχαριστήσαμε, πήραμε το αστικό για την πόλη όλοι μαζί και πήγαμε στην αγορά.
Μας ακολούθησε ο κυρ Γιάννης με πολλούς από τους γονείς μας που έμαθαν τα νέα και μας ακολούθησαν για να βοηθήσουν.
Ψωνίσαμε τα πάντα, κρέας χοιρινό, λουκάνικα, ματιές, τυριά, μελομακάρονα, παιχνίδια και ένα όμορφο φόρεμα για την Μαριγώ.
Βάλαμε και τα ρέστα μέσα σε ένα φάκελο..
Στο τρακτέρ τα φορτώσαμε πάνω στην καρότσα , μαζί και εμείς επάνω τραγουδώντας τα κάλαντα και για του μπάρμπα Γιώργου το σπίτι ξεκινήσαμε. Μόλις τα ξεφορτώσαμε τα πήρε ο μπαμπάς της Μαριγώς μας ευχαριστούσε με όλη του την καρδιά και κορόμηλο κύλησαν τα δάκρυα από τα μάτια του.
– « Φόρεμα, φόρεμα, καλό μου φόρεμα…
– Και παιχνίδια, πολλά παιχνίδια, ωραία μου παιχνίδια» , έλεγε με τον δικό της τρόπο η Μαριγώ.
Μας αγκάλιαζε σφιχτά και δεν μας άφηνε να φύγουμε.
Πήραμε σιγά σιγά τον δρόμο του γυρισμού κουρασμένοι αλλά χαρούμενοι.
Κάναμε μια καλή πράξη μέσα από όλα αυτά τα μπερδέματα.
Βρήκαμε την καλύτερη λύση…
Τα στήθη μας είχαν φουσκώσει από υπερηφάνεια.
Οι γονείς μας ήταν περήφανοι για εμάς.
Το στοργικό τους χάδι και το βλέμμα ικανοποίησης ήταν η ανταμοιβή μας.
Πέσαμε κουρασμένοι νωρίς για ύπνο.
Στον ύπνο μας κατά το ξημέρωμα ένα φως δυνατό και λαμπερό έκανε τη νύχτα μέρα. Η θάλασσα, τα μονοπάτια , η δημοσιά, τα σπίτια, τα δένδρα, το κάστρο, τα πάντα ζώστηκαν με ένα χρυσαφί χρώμα.
Ένα αστέρι πρωτόγνωρο με μακριά φωτεινή ουρά, έκανε στάση για λίγο πάνω από της Μαριγούλας το σπίτι.
Τράβηξε μετά κατά της Ανατολής τα μέρη και χάθηκε.
Βγήκαν όλοι οι χωριανοί στα παραθύρια και στις πόρτες να το θαυμάσουν . Σταυροκοπήθηκαν και μονολόγησαν;
-« Χριστός γεννάτε δοξάσατε, Χριστός εν Ουρανείς αναδείξατε!»
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
τ. Διευθυντής του ΕΕΕΕΚ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
τ. Διευθυντής του ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΝΤΙΡΡΙΟΥ
[email protected]
( Από την συλλογή διηγημάτων:
«ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ»)