Η κατακλυσμική πρόσκρουση εκτόξευσε στο διάστημα τμήματα τόσο από τη Γη όσο και από την «Θεία» (αυτό ήταν το όνομα της μητέρας της Σελήνης στην ελληνική μυθολογία), τα οποία με το πέρασμα του χρόνου αποτέλεσαν το φεγγάρι.
Μέχρι σήμερα το κρίσιμο σημείο για να θεωρηθεί επιστημονικά αξιόπιστη αυτή η -κυρίαρχη από τη δεκαετία του ΄80- θεωρία της πρόσκρουσης, η οποία φαίνεται αξιόπιστη στις προσομοιώσεις σε υπολογιστή, ήταν να επιβεβαιωθεί ότι όντως τα σεληνιακά πετρώματα διαφέρουν από τα γήινα, ακριβώς επειδή περιέχουν και απομεινάρια της δεύτερης «μητέρας» τους, της «Θείας» – κάτι που ως τώρα δεν είχε βρεθεί.
Αυτό όμως φαίνεται να διαπίστωσαν για πρώτη φορά οι γερμανοί επιστήμονες, οι οποίοι ανακάλυψαν μικρές αλλά όχι ασήμαντες διαφορές στις αναλογίες των ισοτόπων του οξυγόνου μεταξύ των πετρωμάτων της Σελήνης και της Γης. Κατά μέσο όρο, οι διαφορές είναι της τάξης των 12 μερών ανά εκατομμύριο.
«Αυτή η ανακάλυψη ενισχύει το σενάριο της γιγάντιας πρόσκρουσης. Είναι σαφώς η πιο πιθανή διαδικασία σχηματισμού του φεγγαριού. Έως τώρα υπήρχε μία μακρόχρονη διαμάχη, επειδή δεν είχαμε βρει ισοτοπικές διαφορές ανάμεσα στη Γη και τη Σελήνη», δήλωσε ο γεωχημικός Αντρέας Πακ.
«Ο επόμενος στόχος είναι να βρούμε ακριβώς πόσο υλικό της Θείας υπάρχει στο φεγγάρι», δήλωσε ο Χέρβαρτς. Προηγούμενες εκτιμήσεις ανέβαζαν το «μερίδιο» της Θείας στη Σελήνη περίπου στο 70%, αλλά οι προκαταρκτικοί υπολογισμοί των γερμανών επιστημόνων δείχνουν μια πιο ισομερή κατανομή, ίσως 50%-50% μεταξύ Γης και Θείας.
Αλλοι επιστήμονες πάντως, εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί, μην αποκλείοντας ότι οι χημικές διαφορές στα ισότοπα έχουν και άλλη εξήγηση, όπως την εκ των υστέρων απορρόφηση υλικών, μετά τον σχηματισμό του φεγγαριού.