Το βιβλίο της ζωής του Κ. Σημίτη – γράφει για ΠΑΣΟΚ , Ανδρέα , διαπλοκή , γυναίκες

Το βιβλίο της ζωής του Κ. Σημίτη - γράφει για ΠΑΣΟΚ , Ανδρέα , διαπλοκή , γυναίκες

Από την εποχή του επαναστατικού ΠΑΚ με τις προκηρύξεις και τους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς στον έρωτα με τη Δάφνη και τη «μετάλλαξη Παπανδρέου» επί Δήμητρας και Χέρφιλντ

Ο λακωνικός πολιτικός Κώστας Σημίτης στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Δρόμοι ζωής» -η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 18 Νοεμβρίου και αποσπάσματά της προδημοσιεύει το «Πρώτο Θέμα»- δεν τσιγκουνεύεται ούτε λόγια ούτε λέξεις: σε 640 σελίδες μιλάει αναλυτικά για τα έργα και τις ημέρες του στο ΠΑΣΟΚ (από την ιδρυτική πράξη έως τις σκοτεινές ημέρες του Χέρφιλντ), αποκαλύπτει πρόσωπα της διαπλοκής, δεν κρύβει τις προσωπικές του στιγμές (τη γνωριμία του με τη Δάφνη, το εγκεφαλικό του πατέρα του, τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής), την αστική καταγωγή του. Τα ψήγματα των εκσυγχρονιστικών του σκέψεων καταδεικνύονται άλλωστε σε αυτές τις προσωπικές ομολογίες: στο ότι δεν του άρεσαν τα ελληνικά καφενεία, όπως παραδέχεται, αλλά και στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του που τον οδήγησε σε αρκετές παραιτήσεις από σημαίνοντα πόστα.

«Γεννήθηκα στον Πειραιά. Οι γονείς μου μετακόμισαν στην Αθήνα, όταν ο πατέρας μου εκλέχτηκε καθηγητής. Μέναμε στην οδό Καμπάνη, έναν μικρό δρόμο στην περιοχή της πλατείας Αμερικής. Το σπίτι μας ήταν μια τριώροφη ροζ πολυκατοικία με μικρά κολονάκια, κόκκινα κεραμίδια, που ξεχώριζε σε όλη την περιοχή για την ιδιαιτερότητά της. Μάταια την εποχή της μεγάλης οικοδόμησης προσπάθησαν να τη σώσουν από την κατεδάφιση οι περίοικοι. Είχε μεγάλη αυλή και κήπο με ακακίες και φιστικιές, ένα περιβάλλον που προσφερόταν για ατελείωτο παιχνίδι σε όλες τις ηλικίες. […] Εκεί, στην οδό Καμπάνη, απέκτησα και την αίσθηση της γειτονιάς, όχι μόνο ως περιοχής αλλά και ως χώρου όπου συναντάς άλλους ανθρώπους, μιλάς μαζί τους και μοιράζεσαι τα προβλήματα της μέρας. Δεν είχα επισκεφθεί το καφενείο στη γωνία Αγίου Μελετίου και Αχαρνών. 

Οχι μόνο γιατί δεν είχα λόγο να βρίσκομαι εκεί, αλλά και γιατί με φόβιζε η αποκλειστικά ανδρική παρουσία, το βαρύθυμο ύφος των θαμώνων και τα σύννεφα καπνού». 

Αγνωστες πτυχές αποκαλύπτει η βιογραφία του σε σχέση με τις προσωπικές του προτιμήσεις (τη Σίφνο, τα αγαπημένα του στέκια, τις παρέες του), απόδειξη ότι ο Σημίτης διαθέτει και μια άλλη πλευρά, εκτός από του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ και αρχηγού της χώρας.

 

Η σχέση με τον Ανδρέα

«Με εξόργιζε ο συγκεντρωτισμός του και η διαπλοκή»

Αυτός με τον οποίο ήταν απόλυτα διαφορετικός ως χαρακτήρας ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και αν επίσης φαίνεται ότι το βιβλίο αφιερώνεται και σε κάποιον άλλον -εκτός από τη Δάφνη- δεν είναι παρά στην κραταιά προσωπικότητα του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, που σημάδεψε τον προσωπικό και τον πολιτικό του βίο, αφού οι κινήσεις του, τα ταξίδια του, ακόμα και η απόφασή του να εγκαταλείψει την πανεπιστημιακή καριέρα στη Γερμανία και να επιστρέψει στην Ελλάδα οφειλόταν σε εκείνον. Ωστόσο, ακόμα και οι «αποχαιρετιστήριες» συναντήσεις τους μαρτυρούν τη διαφορά αντιλήψεων και τη διάσταση που χαρακτήριζε τις πολιτικές τους θέσεις: «Επισκέφθηκα τον Ανδρέα αμέσως μετά την εκλογή μου, αλλά και αργότερα, στο Ωνάσειο. Θεωρούσα τη συνεργασία μαζί του αυτονόητη και αναγκαία», γράφει για τις τελευταίες φορές που συνάντησε τον ηγέτη του ΠΑΣΟΚ. «Στη δεύτερη από αυτές τις συναντήσεις, ο Ανδρέας δεν βρισκόταν στο δωμάτιό του. Καθόταν πίσω από το γραφείο της προϊσταμένης νοσηλεύτριας. 

Φορούσε ιατρική μπλούζα. Δυσκολεύθηκα να τον αναγνωρίσω. Με αυτό τον τρόπο ήθελαν να προσδώσουν επίσημο χαρακτήρα στην συνάντηση. Είχαμε μια φιλική συζήτηση· μιλήσαμε για τον ρόλο των Αμερικανών και την τουρκική επιθετικότητα. Ο Ανδρέας περιορίστηκε σε μία ή δυο παρατηρήσεις.

Ηταν η αίσθηση παντοδυναμίας του Ανδρέα που στεναχωρούσε τον Κώστα Σημίτη, κυρίως ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του, αφού, όπως λέει, «ο Ανδρέας παρέμενε συνειδητά και επίμονα ασαφής» από την ίδρυση του κόμματος: «Ηθελε να διατηρήσει τη δυνατότητα να καθορίζει μόνο αυτός […] Διαφωνούσα με αυτή την τακτική, γιατί δεν επέτρεπε τη συγκεκριμενοποίηση των θέσεων, τη μετάδοση των απόψεων και την εκπαίδευση των στελεχών»

Ως πρωθυπουργός, συνάντησα αργότερα δυο φορές τον Ανδρέα στην Εκάλη. Ημασταν μόνοι. Εκινείτο άνετα στο γραφείο του. Διέκρινα πάνω του μια ελαφρά μελαγχολία, αλλά και τη διάθεση να συζητήσουμε. Αισθανόταν απομονωμένος και αβέβαιος. Οταν με είδε να κάθομαι στη θέση που μου είχε υποδείξει ο αστυνομικός της υπηρεσίας, με προέτρεψε να αλλάξω θέση. “Εδώ όλα ακούγονται”, είπε, “και δεν θέλω να ακούγονται”. Εδειξε έτσι κάτι από την παλιά του αποφασιστικότητα, αλλά ταυτόχρονα έγινε φανερή η εξάρτησή του λόγω της φυσικής του αδυναμίας. Ηταν μια εικόνα που με στεναχώρησε». 

Ωστόσο, ήταν αυτή ακριβώς η αίσθηση παντοδυναμίας που στεναχωρούσε τον Κώστα Σημίτη -κυρίως ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας-, αφού, όπως λέει, «ο Ανδρέας παρέμενε, συνειδητά και επίμονα ασαφής» από την ίδρυση του κόμματος. «Ηθελε να διατηρήσει τη δυνατότητα να καθορίζει μόνο αυτός, και μόνο τη στιγμή που ο ίδιος έκρινε, το πρακτέο. Διαφωνούσα με αυτή την τακτική, γιατί δεν επέτρεπε τη συγκεκριμενοποίηση των θέσεων, τη μετάδοση των απόψεων και την εκπαίδευση των στελεχών». Για εκείνον η Ελλάδα έπρεπε εξαρχής να δηλώσει την ιδεολογική και πολιτική συμπόρευσή της με τις χώρες των ΕΟΚ, κάτι που έκανε τον Σημίτη να διαφοροποιηθεί από λογικές και δόγματα του τύπου «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Επιμένει πως «η Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια πειραματισμών. Η αντιμετώπιση της υστέρησης και η μεταρρύθμιση των κοινωνικών-οικονομικών δομών ήταν δυνατή με το “ατελές”, κατά τον Ανδρέα, πρότυπο. Αποτέλεσμα των διαφορετικών μας προσεγγίσεων ήταν να ατονήσουν οι σχέσεις μας, τον τελευταίο χρόνο πριν από την πτώση της χούντας». Ηταν η εποχή που ο Κώστας Σημίτης κινδύνεψε με διαγραφή μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του από τη Δημοκρατική Αμυνα – τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, τον Αστέρη Στάγκο, τον Βασίλη Φίλια, τον Στέλιο Νέστορα, τον Σάκη Καράγιωργα αλλά και τη Μελίνα Μερκούρη, ακόμα και την ίδια Αγγέλα Κοκκόλα. 

Για την ακρίβεια, ο Κώστας Σημίτης υποστηρίζει ότι σε εκείνο το επεισόδιο του 1979 του επιτέθηκαν εξαιτίας ενός φυλλαδίου που είχε συνταχθεί έπειτα από δική του πρωτοβουλία και είχε τον τίτλο «Ναι στην Ευρώπη των Λαών». 

Εξαναγκάστηκε τότε σε παραίτηση, ενώ σήμερα ως «ενορχηστρωτές» εκείνης της επίθεσης, σύμφωνα με την οποία ήταν αντίθετος στο αντι-εοκικό δόγμα ΠΑΣΟΚ, κατονομάζει τον τότε διευθυντή των «Νέων» Γιάννη Καψή, τον Γιάννη Αλευρά και τον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο. 

Ωστόσο, η πανηγυρική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις 18 Οκτώβρη του 1981 άλλαξε εντελώς το κλίμα και οδήγησε μάλιστα στην υπουργοποίηση του έως τότε καταδιωκόμενου Σημίτη. Αναλαμβάνοντας το υπουργείο Γεωργίας, φέρνει μια σειρά από καινοφανείς αλλαγές με τη χάραξη του νέου αγροτικού προγράμματος Κοινή Αγροτική Πολιτική. 

Πολύ σύντομα, όμως, διαπίστωσε πως «η κυβέρνηση, όπως συνέβαινε και στο Υπουργείο Γεωργίας, δεν ήταν έτοιμη να ανταποκριθεί. Ελειπαν η προετοιμασία, το σχέδιο, η ιεράρχηση προτεραιοτήτων, οι ικανοί άνθρωποι. Η λαϊκή συμπαράσταση δεν αρκούσε για να αναπληρώσει τη δουλειά που δεν είχε γίνει». Εφυγε από το υπουργείο δυσαρεστημένος που δεν κατάφερε να υλοποιήσει τα σχέδιά του, όπως ακριβώς τα είχε διεκδικήσει. 

Η τρόικα της εξουσίας: «Γεννηματάς, Ακης, Λαλιώτης»

Πρώτος τη τάξει των ανθρώπων του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, ήταν, σύμφωνα με τον Κώστα Σημίτη, ο Αντώνης Λιβάνης με κυριότερο ανταγωνιστή του τον Μένιο Κουτσόγιωργα. «Ενας δεύτερος πόλος ήταν η τριμελής γραμματεία του Ε.Γ., η “τρόικα”. Ο Γεννηματάς είχε αναλάβει υπουργός Εσωτερικών και ο Τσοχατζόπουλος υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων. Ο Λαλιώτης παρέμεινε στα κεντρικά γραφεία, από όπου έπαιζε για το κόμμα καθοδηγητικό ρόλο. Η “τρόικα” εκπροσωπούσε το κόμμα. […] Ο ανταγωνισμός της “τρόικας” με τον Κουτσόγιωργα ήταν έντονος. Η παρουσία του περιόριζε την εξουσία της, και ο ίδιος ενεργούσε χωρίς να τη λαμβάνει υπόψη του. Είχε ωστόσο το πάνω χέρι στις σχέσεις με τον Ανδρέα, χάρη στη νομική-διοικητική εμπειρία του και την αποφασιστικότητά του. Ο ανταγωνισμός αυτός είχε αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από το κόμμα ο Λαλιώτης και να ορκισθεί το 1982 υφυπουργός Νέας Γενιάς. Επαψε έτσι να αποτελεί ένα πρόσωπο διακριτό από την κυβέρνηση, με έδρα το κόμμα». 

Δίπλα στον Ανδρέα, ανάμεσα στον Κώστα Λαλιώτη και τον Ακη Τσοχατζόπουλο. Οι δύο τους ανήκαν μαζί με τον Γεννηματά στην «τρόικα της εξουσίας», με έντονα ανταγωνιστική σχέση με τον Μένιο Κουτσόγιωργα

Εκτός από τους πολιτικούς σημαίνοντα ρόλο στην κατάληψη των θέσεων είχε το προσωπικό περιβάλλον του Ανδρέα: «Η σύζυγός του Μαργαρίτα ενδιαφερόταν για οτιδήποτε είχε σχέση με τη θέση της γυναίκας και παράλληλα προωθούσε γυναίκες στον κρατικό μηχανισμό». Από τη γυναίκα του Ανδρέα Παπανδρέου, στην οποία ο Κώστας Σημίτης αναγνωρίζει ένα αξιοσέβαστο έργο, έως τον προσωπικό του φρουρό, όλοι φαίνονταν να έχουν λόγο στην ασκούμενη πολιτική: «Μια μέρα στις Βρυξέλλες, όταν βγήκα από το δωμάτιό μου -ένα συνηθισμένο δωμάτιο στο “Χίλτον”- βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον αρχηγό της φρουράς του πρωθυπουργού. Κρατούσε ένα χαρτί όπου είχε σημειώσει τον αριθμό του δωματίου μου. Τον ρώτησα έκπληκτος αν βρισκόταν εκεί ο πρωθυπουργός. Απάντησε αρνητικά, προσθέτοντας ότι ο ίδιος είχε έρθει για δουλειά στις Βρυξέλλες, και έλεγχε σε τι δωμάτια διέμεναν οι υπουργοί. Μου είπε ότι εγώ χρησιμοποιούσα ένα κανονικό δωμάτιο σε αντίθεση με άλλους που νοίκιαζαν σουίτες σε ακριβότερα ξενοδοχεία. Η διαπίστωση ότι με παρακολουθούσαν με ενόχλησε: άνοιγε την πόρτα στη συκοφαντία». 

Οι εκδότες και οι εντολές από την Εκάλη   

Το περιβάλλον του Ανδρέα, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Κώστα Σημίτη, ήταν υπαίτιο όλων των κακών που ακολούθησαν. Επίσης έντονη διαπλοκή αναγνωρίζει σε σχέση με τα μίντια ενώ αναφέρεται διεξοδικά στον αρνητικό ρόλο της «Αυριανής» και πρεσβεύει ότι εκδότες είχαν φτάσει στο τέλος να αναλαμβάνουν ακόμα και κυβερνητικό ρόλο. Και αυτό το διαπίστωσε ο ίδιος αμέσως μετά τις εκλογές του 1993: «Τη Δευτέρα 11 Οκτωβρίου, το μεσημέρι, με επισκέφθηκε αιφνιδιαστικά ο διευθυντής μεγάλης εφημερίδας. Είχε αναλάβει, όπως είπε, έπειτα από παράκληση του Ανδρέα και της κυρίας Λιάνη, να τους βοηθήσει στη συγκρότηση της κυβέρνησης. Ηθελε να πληροφορηθεί αν ήμουν σύμφωνος να αναλάβω το Υπουργείο Βιομηχανίας. Δεν μπόρεσα να κρύψω την έκπληξή μου για τον τρόπο σχηματισμού της νέας κυβέρνησης. Επέμενε, όμως, ότι δεν πρόκειται για δική του πρωτοβουλία – είχε εντολή από την Εκάλη». Κι αυτό ήταν κάτι που, όπως ομολογεί, τον εξόργιζε, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται διαρκώς από το κόμμα: «Αλλαξα άποψη βαθμιαία, από το 1990 και μετά. Εβλεπα ότι σιγά σιγά είχαν πάψει να λειτουργούν ακόμη και οι ελλιπείς διαδικασίες συνεννόησης που υπήρχαν, σε επίπεδο ηγετικής ομάδας. Δημιουργήθηκε περί τον Ανδρέα ένας κύκλος αδιαφανής, ασύδοτος, που καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις. Επρεπε να εκδηλωθεί αντίδραση σ’ αυτή την εξέλιξη. Και, κυρίως, να προβληθεί η αντίληψη για μια πιο ελεύθερη, ανοιχτή και δημοκρατική λειτουργία του Κινήματος – αυτονόητη, βέβαια, αλλά όλο και πιο αιρετική, αν ληφθεί υπόψη το νέο περιβάλλον που είχε διατηρηθεί».

Η πρωτοβουλία των τεσσάρων κόντρα στη «σιωπή και την υποταγή»

Αρχισε να αντιδρά επίσημα προκαλώντας, όπως ισχυρίζεται, την αντίδραση των φίλα προσκείμενων προς τον Ανδρέα εφημερίδων. «Στις 13 Νοεμβρίου του 1994 η Β. Παπανδρέου οργάνωσε στο σπίτι της μια βραδινή συνάντηση με τον Αυγερινό, τον Πάγκαλο και εμένα. Οταν έφθασα, μου είπε ότι είχε καλέσει και τον Λαλιώτη. Εκείνος της είχε απαντήσει ότι δεν ήξερε αν θα έρθει. Τελικά, δεν ήρθε. Το δείπνο αυτό έγινε γνωστό ως “συνάντηση των τεσσάρων”, απαρχή δήθεν μιας κίνησης για να ανατραπεί ο Ανδρέας. Στην πραγματικότητα, ήταν μια συζήτηση για τα θέματα που απασχολούσαν σχεδόν όλους στο κόμμα: την ασθένεια του Ανδρέα, την ακυβερνησία, την απουσία πολιτικής, τον ρόλο του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, τη δυνατότητα αντίδρασης. 

Ούτε σχέδια εκπονήθηκαν, ούτε συζητήθηκε η διαδοχή του Ανδρέα, ούτε αποφασίστηκε κάποια συγκεκριμένη ενέργεια. Συμπέσαμε στις απόψεις μας και θεωρήσαμε σωστό να συναντιόμαστε πιο συχνά, για να διαμορφώνουμε κοινή στάση. Οι τέσσερίς μας ήμασταν αντίθετοι στην προσπάθεια να επιβληθεί καθεστώς σιωπής και υποταγής στο κόμμα. Διαφωνούσαμε έντονα με την άσκηση της κυβερνητικής και κομματικής εξουσίας από το πρωθυπουργικό, ουσιαστικά, περιβάλλον». Επιμένει, δηλαδή, ότι παρ’ όλα όσα έγραφαν οι εφημερίδες, «το θέμα της διαδοχής του Ανδρέα θίχθηκε σε μια μεταγενέστερη συζήτηση των τεσσάρων. Το έθεσε ο Πάγκαλος και έδωσε ο ίδιος την απάντηση, που έγινε ομόφωνα δεκτή (σ.σ.: να ξανακερδίσουν και οι τέσσερις το κόμμα με κατάληξη την ανάδειξη του Σημίτη στην ηγετική θέση)».  Οταν εντέλει ανέλαβε επισκέφθηκε τον Ανδρέα στο Ωνάσειο: «Η επίσκεψή μου έμοιαζε μάλλον με τελετή αποχώρησης και όχι με αυτό που εγώ αισθανόμουν ότι ήταν, δηλαδή μια συνάντηση όπου θα είχα την ευκαιρία να εκφράσω την εκτίμηση και τη φιλία μου». 


Αντί για την οικονομία, προτιμούσε γυναίκες και διασκέδαση

Στο βιβλίο δεν είναι λίγες οι φορές όπου ο Σημίτης κατακεραυνώνει τον Ανδρέα, επισημαίνοντας πως είχε απολέσει το ενδιαφέρον του για την πολιτική και την οικονομία ήδη από τη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργικής του θητείας, το 1985. Γι’ αυτό και οι μεταξύ τους συνεννοήσεις ήταν δύσκολες όταν ο Σημίτης ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών. «Με τον καιρό, όταν τα πράγματα άρχισαν να εξελίσσονται θετικά, ο Ανδρέας έχασε το ενδιαφέρον του για τα οικονομικά. Οι συζητήσεις μας αφορούσαν διάφορα θέματα, άλλοτε της επικαιρότητας και άλλοτε αναμνήσεις από τα χρόνια του στο πανεπιστήμιο, διάφορα πρόσωπα που είχε κατά καιρούς συναντήσει, το κόμμα και τους ανθρώπους, τη διεθνή κατάσταση, ζητήματα που τον απασχολούσαν ή που τα θυμόταν λόγω της συγκυρίας. Επρόκειτο για συζητήσεις απαλλαγμένες από την πίεση της καθημερινότητας, φιλικές. Εδειχναν όμως και κάτι που ως τότε δεν είχα αντιληφθεί: ο Ανδρέας ήταν κουρασμένος. 

Ο Ανδρέας με τη Μιμή: Για τον Κώστα Σημίτη, από το 1990 και μετά δημιουργήθηκε περί τον Ανδρέα ένας κύκλος αδιαφανής, ασύδοτος, που καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις. Και αυτό τον εξόργιζε

Δεν είχε πλέον όρεξη να ασχοληθεί με όσα αποτελούσαν για χρόνια το επίκεντρο της ζωής του. Ηθελε να ξεφύγει από το ασφυχτικό περιβάλλον της πολιτικής και των προβλημάτων της διακυβέρνησης. Ηταν ευχαριστημένος όταν μπορούσαν να το λύσουν άλλοι, απαλλάσσοντάς τον από τον κόπο […] Απέφευγε ό,τι δεν θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό, για να έχει χρόνο στη διάθεσή του. Φιλίες, ιδίως γυναικείες, του πρόσφεραν το αίσθημα της περιπέτειας και της ελευθερίας που ποτέ δεν είχε στην πολιτική. Οι συναντήσεις μας διακόπτονταν κάθε φορά από τηλεφωνήματα. Η συνομιλία άρχιζε μπροστά μου και συνεχιζόταν σε άλλο δωμάτιο. Τα τηλεφωνήματα αφορούσαν -στον ίδιο πάντα ελαφρό και χαρούμενο τόνο- συναντήσεις, εξόδους, προτάσεις διασκέδασης. Ποτέ πολιτικές υποθέσεις και τον απωθητικό κόσμο της καθημερινής δουλειάς». 

Το σκάνδαλο Κοσκωτά και «πάση θυσία διατήρηση του ΠΑΣΟΚ ως πολιτική δύναμη»

Η απόσταση αυτή τον προβλημάτισε και παρότι ο Κώστας Σημίτης αναγνωρίζει το πολιτικό όραμα του Ανδρέα, δεν μπορεί να αποδεχτεί τη μικροπολιτική που ασκούσε το στενό του περιβάλλον και κυρίως τον λαϊκισμό. Μιλάει για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά πρεσβεύει ότι θα ήταν αδιανόητο σφάλμα να αποχωρούσε τότε από το ΠΑΣΟΚ, γιατί «έπρεπε να διατηρηθεί πάση θυσία ως πολιτική δύναμη». Και αυτό ήταν τότε περισσότερο επιτακτικό από ποτέ, παρά τα σφάλματα. Εξάλλου, τον λαϊκισμό και τις πελατειακές σχέσεις που αναγνωρίζει στο ΠΑΣΟΚ δεν θα κατάφερναν να τα πατάξουν διαλύοντας το κόμμα. Αλλη -και πιο επιτακτική- ήταν γι’ αυτόν η ανάγκη του εκσυγχρονισμού της χώρας – και αυτή ήταν σύμφυτη με την παγκοσμιοποίηση (;), η οποία αντίκειται στην «άποψη των οπαδών της πελατειακής πολιτικής που ήταν και παραμένει ότι μπορούμε για λίγο να ακολουθήσουμε εύκολους δρόμους -να δανειστούμε, να ξοδέψουμε- και να επανέλθουμε αργότερα στην προσπάθεια για ανάπτυξη», κατάσταση στην οποία ισχυρίζεται ότι έχει περιέλθει και ο ΣΥΡΙΖΑ. 

«Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η παγκοσμιοποίηση, άλλωστε, έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον το οποίο περιορίζει πια δραστικά το αυτόνομο έθνος-κράτος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την αρχική, εξαιρετικά έντονη άρνησή του, προχώρησε τελικά, τον Ιούλιο του 2015, σε μια συμφωνία με την Ευρωζώνη η οποία δεν διέφερε ουσιαστικά από τις προηγούμενες που είχε καταγγείλει. Εν τω μεταξύ λόγω των καθυστερήσεων στη διαπραγμάτευση και της εκτεταμένης αβεβαιότητας που είχαν προκαλέσει οι χειρισμοί του, η οικονομική κατάσταση της χώρας είχε χειροτερέψει σημαντικά». 

Σημειωτέον ότι ο συγγραφέας των «Δρόμων Ζωής» τεχνηέντως αντικαθιστά τη λέξη «μνημόνιο» με τη «συμφωνία» και τους «δανειστές» με τους «εκπροσώπους της Ευρωζώνης». Θεωρεί ότι κανένα κόμμα δεν ακολούθησε τον ευρωπαϊκό δρόμο καθώς «η επάνοδος στη δημοκρατία δεν οδήγησε σε προσαρμογή στα ευρωπαϊκά δεδομένα». Αντίστοιχα, πάλι, η εμμονή του Κώστα Σημίτη στο δυτικό μοντέλο είναι κάτι που τον φέρνει σε πλήρη αντίθεση με τις ριζοσπαστικές -ή ακόμα και τις φιλοκοινωνικές- θέσεις, είτε υποστηρίζονταν κάποτε από το ΠΑΣΟΚ είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ. 

 


Η σχέση με τις γυναίκες

Τα πάρτυ, η Δάφνη και ο έρωτας 

Σε αντίθεση με τo καφενείο στη γωνία Αγίου Μελετίου και Αχαρνών, στο οποίο δεν σύχναζε «όχι μόνο γιατί δεν είχε λόγο να βρίσκεται εκεί, αλλά και γιατί με φόβιζε η αποκλειστικά ανδρική παρουσία, το βαρύθυμο ύφος των θαμώνων και τα σύννεφα καπνού», στον νεαρό Κώστα Σημίτη άρεσαν οι πεζοπορίες, οι ωραίες συζητήσεις και τα κλασικά αναγνώσματα. Επίσης, ως σκληραγωγημένος και γερμανοθρεμμένος, δεν έδειχνε να απεχθάνεται, όπως οι υπόλοιποι, τον στρατό: «Πολλά από όσα στεναχωρούσαν τους άλλους στρατιώτες, εμένα δεν με ενοχλούσαν. Η πειθαρχία, η συλλογική ζωή, ο εγκλεισμός στο στρατόπεδο μου φαίνονταν λίγο-πολύ φυσιολογικά. Εβρισκα το φαγητό καλύτερο από του φοιτητικού εστιατορίου στη Γερμανία». Ζώντας από τότε σεμνά και συνετά, παρά την αστική του καταγωγή, δεν επιδιδόταν σε εξόδους ή σε σπατάλες. Το ίδιο συνέβη και όταν βρέθηκε μετά την απόλυσή του από το στρατόπεδο, το 1961, για σπουδές στο διάσημο London School of  Economics. Εκεί κατάφερε να απελευθερωθεί πανεπιστημιακά και προσωπικά – αλλά και σε πολλά επίπεδα. 



Με τη Δάφνη ήταν πάντα διαφορετικοί αλλά συμπληρωματικοί χαρακτήρες, εξομολογείται ο πρώην πρωθυπουργός για τη γυναίκα της ζωής του, η οποία βρίσκεται συνεχώς στο πλάι του από την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους σε ένα φοιτητικό πάρτυ στην Αγγλία

Για παράδειγμα, ενώ μέχρι τότε «ανύπαρκτο αλλά υπαρκτό στην πραγματικότητα θέμα ήταν η σεξουαλικότητα», δεν είχε πολλές ευκαιρίες να το διαπιστώσει στην πράξη. Σε αντίθεση με το συντηρητικό ελληνικό περιβάλλον, με την άφιξή του στην Αγγλία διαπίστωσε πως οι αφορμές για γνωριμίες ήταν περισσότερες. Καμία σχέση με τα προηγούμενα χρόνια όπου «το άλλο φύλο βρισκόταν στο επίκεντρο των πληροφοριών που ανταλλάσσαμε αφού, κατά τις συνήθειες της εποχής, ελάχιστες επαφές είχαμε με κορίτσια». Σε κάποιο πάρτυ, απ’ αυτά που δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί στην Ελλάδα, έτυχε μάλιστα να γνωρίσει μια όμορφη κοπέλα: «Καθόμασταν με τη Δάφνη στο ίδιο τραπέζι, σε μια παρέα γνωστών μου. Μου άρεσε. Δεν είχε το προσποιητό ύφος με το οποίο κάλυπταν την ανασφάλειά τους οι κοπέλες εκείνης της εποχής. Ηταν φυσική, χαμογελαστή και, βέβαια, πολύ όμορφη, με λεπτά χαρακτηριστικά. Της πρότεινα να ξανασυναντηθούμε έπειτα από λίγες μέρες, όπως κι έγινε. Από τότε, αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια σταθερή φιλία και, σύντομα, μια όλο και πιο δυνατή συμπάθεια. Συναντιόμασταν τακτικά, πηγαίναμε μαζί σε θέατρα, κινηματογράφους, εκδρομές, αλλά όλο και συχνότερα χωρίς πρόγραμμα. Τρία χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1964, παντρευτήκαμε. Οι γονείς της Δάφνης, Νίκος Αρκάδιος και Μαρία Αρκαδίου, ήταν πολιτικά συντηρητικοί, αλλά με κοινωνική ευαισθησία και φιλελεύθερες απόψεις. Δεν σχολίασαν ποτέ τις πολιτικές μου πεποιθήσεις και με στήριξαν σταθερά τη δύσκολη περίοδο μετά το 1967». Παραδέχεται ωστόσο ότι με τη Δάφνη ήταν πάντα διαφορετικοί αλλά παραπληρωματικοί χαρακτήρες. 

 

Τα χρόνια της αντίστασης

Η χούντα, το ΠΑΚ και οι βόμβες

Για να φτάσει να ασκεί δριμεία κριτική, είχε ήδη διανύσει μια τεράστια πορεία από τα «σιδηρά» χρόνια του ΠΑΚ, τις ημέρες του Ανδρέα στη Γερμανία, τη σύνταξη του πρώτου προγράμματος του ΠΑΣΟΚ, το οποίο είχε αναλάβει σε εποχές που, όπως υπενθυμίζει, κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για κόμμα. Τη δικτατορία και την επαναστατική δράση του στο ΠΑΚ τα χρόνια εκείνα κόντεψε μάλιστα να τα πληρώσει με τίμημα την ίδια του τη ζωή: «Συνεργαζόμουν με τον Σάκη Καράγιωργα και δραστηριοποιούσα έναν κύκλο στον οποίο ανήκαν, μεταξύ άλλων, ο Χρήστος Ροκόφυλλος, ο Μάνος Δελούκας, ο Νίκος και η Βέτα Οικονομίδου. Σε πρώτη φάση μοιράζαμε -για την ακρίβεια πετούσαμε- προκηρύξεις τα βράδια. Ηταν μια δουλειά απλή, αλλά όχι τόσο εύκολη όσο φαίνεται. Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να σε αντιληφθεί κάποιος και να ειδοποιήσει την Αστυνομία. Μοίραζα προκηρύξεις σε διάφορες συνοικίες, όπου πήγαινα με το αυτοκίνητό μου. Σύντομα διαπιστώσαμε ότι ήταν μια μάταιη προσπάθεια. Για να κλονιστεί το καθεστώς, χρειάζονταν πιο ηχηρές ενέργειες, που θα είχαν αντίκτυπο στο εξωτερικό και θα προκαλούσαν ανησυχία στους υποστηρικτές του. 

Περάσαμε, λοιπόν, σε μια δεύτερη φάση. Τοποθετούσαμε μικρές αυτοσχέδιες βόμβες. Φροντίζαμε να τις βάζουμε πάντα με τρόπο που να μην προκληθεί τραυματισμός. Κατασκευαστής τους ήταν ο Σταράκης, δημοσιογράφος, ανταποκριτής γαλλικών εφημερίδων στην Ελλάδα. Τις παραλάμβανε από τον Καράγιωργα, στο γραφείο του στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο μηχανισμός έπρεπε να συναρμολογείται πριν από τη χρήση. Τοποθέτησα, αρχικά, βόμβες στις συνοικίες. Η έκρηξή τους δεν αναφέρθηκε στις εφημερίδες. Τον επιθυμητό θόρυβο προκάλεσε μια αρκετά μεγαλύτερης ισχύος “βόμβα” ή “κροτίδα”, όπως τις αποκαλούσε η χούντα. Μου είχε δώσει δύο ο Γιώργος Μαγκάκης. Τη μία την τοποθέτησα στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού, στην είσοδο του θεάτρου “Orwo” , μεσημέρι, ώρα που δεν λειτουργούσε το θέατρο. Η έκρηξη αναφέρθηκε στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, με τις σχετικές καταγγελίες κατά της χούντας. Είχα διαλέξει το σημείο, με σκοπό οι δημοσιογράφοι που σύχναζαν στις καφετέριες της περιοχής να ακούσουν τον θόρυβο, που ήταν αρκετά δυνατός. Τη δεύτερη “βόμβα” ήθελα να τη βάλω στο ίδιο κτίριο, σε μια απομονωμένη είσοδο της οδού Αμερικής. Είχε όμως ελαττωματικό μηχανισμό, και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την προσπάθεια». Εξαιτίας όλων αυτών απέκτησε σύντομα φάκελο στην Ασφάλεια, ο οποίος διατηρήθηκε μέχρι την άνοδο του ΠΑΣΟΚ. 

 

Τι λέει για τη Lockheed

Οι αδαείς και η διαφθορά 

Θεωρώντας πως το φαινόμενο της διαφθοράς δεν σχετίζεται με τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά με την έλλειψη γνώσης, τεχνογνωσίας ή καλλιέργειας, ο Σημίτης επιμένει: τη διαφθορά τη «διευκολύνει το χαμηλό επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων των κρατικών υπευθύνων. Δεν έχουν συνήθως πείρα από διεθνείς αγορές, χρηματοπιστωτικά προβλήματα, οικονομικές διαπραγματεύσεις και δεν διαθέτουν επαρκή γνώση των τεχνικών λεπτομερειών». Κι αυτό, όπως υποστηρίζει, το διαπίστωσε με την υπόθεση της Lockheed, της εταιρείας η οποία είχε εμπλακεί και στην υπόθεση των αντισταθμιστικών που είχε αποκαλύψει το «ΘΕΜΑ». 

Κατά την άποψή του, η διαφθορά που συνδέεται με τη συγκεκριμένη εταιρεία αφορούσε σε διαπραγματεύσεις που είχαν γίνει τότε προκειμένου να «κατασκευαστούν στην Ελλάδα ορισμένα εξαρτήματα των αεροπλάνων που θα αγόραζε η χώρα από την αμερικανική εταιρεία. Δυο ημέρες αφότου ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις και η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία ανέλαβε την κατασκευή των εξαρτημάτων, η ίδια η ΕΑΒ δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να παραγάγει τα τμήματα αυτά. Οι λόγοι δεν μου ανακοινώθηκαν», γράφει ο ίδιος. Και αυτή η περίπτωση δεν ήταν η μοναδική καθώς η διαφθορά είναι θεσμικά αποτυπωμένη και όχι περιστασιακή, όπως διαπιστώνει και ο ίδιος. 

Παντελής απουσία αυτοκριτικής

Εντύπωση ωστόσο δημιουργεί το γεγονός ότι από το βιβλίο του Κώστα Σημίτη, πρώην υπουργού και πρωθυπουργού, απουσιάζει, όπως και από κάθε πολιτικού που αυτοβιογραφείται, η έντονη αυτοκριτική διάθεση. Αντ’ αυτού, κατακεραυνώνεται το πελατειακό κράτος, τα λαϊκιστικά συνθήματα και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να υποστηρίξει με σθένος μια πολιτική σταθερότητας – όπως αυτή που είχε προτείνει ο ίδιος και τον εξανάγκασε, όπως ομολογεί, σε παραίτηση από τη θέση του υπουργού Οικονομικών. Για μία ακόμα φορά είχε αντιταχθεί στην εύκολη οικονομική πολιτική της παροχολογίας, όπως ο ίδιος την εκλάμβανε, και όχι την προώθηση μιας κεϊνσιανής πολιτικής, όπως υποστήριζαν τότε οι άνθρωποι του Ανδρέα. 
«Η πολιτική αλλαγή δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχες μεταβολές στη νοοτροπία», καταλήγει τελικά στον απολογισμό του ο Κώστας Σημίτης. 

«Διατηρήθηκαν, έτσι, οι πελατειακές πρακτικές. Κατά το πάντα κυρίαρχο πρότυπο πολιτικής, το εκάστοτε κυβερνών κόμμα ήταν υποχρεωμένο να φροντίζει τις υποθέσεις των ψηφοφόρων του. Ιδίως την περίοδο μετά το 1981, ήταν ιδιαίτερα μεγάλες οι προσδοκίες των μέχρι πρότινος αποκλεισμένων από τη νομή της εξουσίας. Θεωρούσαν ότι ήταν ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης το να υπάρξει μέριμνα αποκλειστικά γι’ αυτούς. 

Κατά τη δεύτερη κυβερνητική περίοδο του ΠΑΣΟΚ, από το 1993 και μετά, η πίεση εξασθένησε βαθμιαία και άρχισε να επιβάλλεται η αντικειμενικότητα».  Ως όρος, βέβαια, η «αντικειμενικότητα» θεωρείται ιδιαίτερα προβληματικός, ανέφικτος, ουτοπικός ή αδιέξοδος σαν τις ατραπούς της ελληνικής πολιτικής ή το καφκικό δράμα που ζει η χώρα μέχρι σήμερα. Ισως γι’ αυτό κανείς δεν ξέρει αν οι «Δρόμοι Ζωής» τελικά οδηγούν σε άλλη εποχή, σε αδιέξοδο ή στον «Εκτροχιασμό», όπως είναι ο τίτλος ενός άλλου άκρως επίκαιρου βιβλίου του Κώστα Σημίτη. 

 



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...