Εδώ και κάποιες μέρες, η κοινωνία μας αντιμετωπίζει έναν ιό που αφήνει πίσω του φόβο, θλίψη και θάνατο. Η αντιμετώπιση αυτού του εχθρού οδηγεί στη λήψη μέτρων σκληρών και αντικοινωνικών, μια που μας αναγκάζουν να μένουμε μακριά από τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τους δικούς μας ανθρώπους, τους φίλους μας, τους συμπολίτες μας. Η επικοινωνία πλέον γίνεται τηλεφωνικά. Η παρακάτω συζήτηση, με την γιαγιά μου Ευθυμία (συνταξιούχο αγρότισσα από την Αμυδγαλιά Φωκίδας ετών 89 ) και τον παππού μου Βασίλη ( συνταξιούχο βοσκό ετών 92 από την Αμυγδαλιά Φωκίδας) έγινε με αφορμή την επερχόμενη μεγάλη γιορτή του Πάσχα.

Γιαγιά καλησπέρα, πώς είσαι; Τι κάνει ο παππούς;  Πως είναι  το χωριό τώρα με τον κορονοϊό ;

Έλα παιδάκι μου, πώς να ναι το χωριό;  Μοναξιές, δεν κυκλοφορεί ψυχή. Κάποτε, κάποτε ερχόταν και η Τσιβούλα (άλλη γιαγιά από το χωριό) και έβλεπα και την Ασήμο (γιαγιά σε διπλανό σπίτι), όταν έβγαινα στο μπαλκόνι και  λέγαμε ένα γεια, όμως τώρα πάνε κι’ αυτά. Ο παππούς σου είναι καλά, όσο καλά μπορεί νάναι τα γερατειά. Δεν ματά δα παιδάκι μ’ τέτοιο πράγμα, να φοβάται ο κόσμος να βγει σα κάτ’ στην αγορά. Κάποτε εμείς άμα  υπήρχε καμία αρρώστια κόβαμαν’ καμία βεντούζα, πίναμ’ και κανά ζεστό και όλα ήταν καλά. Τώρα όμως λέει ο Τσιόδρας και ο Χαρδαλιάς να καθόμαστε σπίτ’ και όλες εδώ στο χωριό κάθονται μέσα, ακόμα και ο Μογκολιάς (το ρολόι του χωριού) έχασε την φωνή του ( χάλασε η καμπάνα)… Εμένα δεν με φοβίζει. Όμως για σας φοβάμαι και σας πονάω, γιατί του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου. Εγώ με τον παππού κοντέψαμε τα εκατό. Τα χουμε τα χρόνια μας, εσείς όμως; Να βάλει ο μεγαλοδύναμος το χέρι του και με υπομονή να το ξεπεράσουμε κι αυτό.

Έχεις δίκιο γιαγιά. Πες μου όμως ποια ήταν τα πιο δύσκολα χρόνια που περάσατε;

Τα πιο δύσκολα, που περάσαμε παιδάκι μ’ ήταν στην Κατοχή. Ήμουνα μικρό κοριτσάκι τότε… Μια φορά οι Ιταλοί έκαψαν το χωριό μας, γιατί ένας χωριανός μας, ο Γάτος, μαζί με άλλους, χτύπησε, κοντά στο χωριό μας, κάτι καμιόνια με Ιταλούς. Όμως δεν σκοτώθηκαν όλοι και ένας πήγε στη Βιτρινίτσα ( διπλανό χωριό) και στην Ερατεινή και τόπε στους Γερμανούς. Οι Ιταλοί, μανούλα μου, ήταν καλύτεροι, πιο άνθρωποι. Όταν ήρθαν να κάψουν το χωριό, μας ενημέρωσαν και βγάλαμαν τα πράγματα απ’ τα σπίτια και άμα έφυγαν οι ανώτεροι, μας άφησαν και τα σβήσαμ’ και τα σώσαμε. Το χειρότερο, όμως, ήταν η πείνα. Κάποτε η μάναμ’ είχε στην κασέλα μύγδαλα και εγώ, κούτσικο όπως ήμαν’, πήγαινα και έτρωγα από μια χούφτα γιατί τα  χα για πολλά. Κάποια στιγμή όμως τέλειωσαν. Τηράει, λοιπόν, η μάναμ’ και βλέπει την κασέλα άδεια. Ακόμα θυμάμαι το ξύλο … λέπεις τόσο μόκοβε κι  εμένα.

Το Πάσχα πως ήταν στο χωριό όταν ήσουνα νέα και εσύ και ο παππούς;

Κοίτα να ιδείς παιδάκι μ’. Όσο θυμάμαι, από έξι χρονών μέχρι και όσο ήμαν νέα, Πάσχα, όταν έπεφτε νωρίς, δεν ήμασταν ποτέ στο χωριό. Πάντα ήμασταν στα μαντριά μας, όλη η οικογένεια. Από την Μεγάλη Πέμπτη βάφαμε τα αυγά, φτιάχναμε τα κουλούρια, τα γνωστά, της αμμωνίας, με λευκό βούτυρο από τα ζωντανά και ανοίγαμε τους λάκκους για το ψήσιμο των σφαγίων. Το Μεγάλο Σάββατο, το απόγευμα, γινόταν η σφαγή, μια που οι άντρες την επομένη ήταν κοντά στα κοπάδια. Το βράδυ, όσοι μπορούσαμε, φεύγαμε και πηγαίναμε και στην εκκλησία, ανάβαμε κερί, ακούγαμε το Χριστός Ανέστη και  δώσ’ του στα ποδάρια, για το πίσω πάλε. Την Κυριακή, οι γυναίκες ανάβαμε φωτιά και φτιάχναμε τα κάρβουνα, για τα σφάγια που θα ψήναμε και ρίχναμε απάνω και πίτες πολλές. Λέπεις εμείς κάναμε Πάσχα αντάμα με κάποιους γείτονες, οπότε ψήναμε δυο, αλλού και παραπάνω, αν ήταν κοντά μαντριά. Παιδάκι μ’ για την Κυριακή τ’ απόγεμα  τα θυμάται πιο καλά ο παππούς σου, πάρ’ τον και θα σου τα πω μετά τα άλλα εγώ.

Γεια σου παππού πως είσαι; Ελπίζω να σαι καλά.

Γεια σου ρε παλικάρι! Καλά μωρέ παιδί! Τι χαμπάρια;

 Μου είπε η γιαγιά ότι εσύ θυμάσαι πιο καλά τι γινόταν την Κυριακή το απόγευμα στην Αγάπη;

Ναι! Την Κυριακή το απόγευμα, μετά το φαγητό, γινόταν ο εσπερινός  της Αγάπης. Άμα τελείωνε ο εσπερινός,  παίρναμε τα υψώματα για υγεία με γραμμένα πάνω και τα ονόματα των βοσκών και τα πρόβατα.  Τότε ξεκίναγε ο χορός των αντρειωμένων μόνο από τους άντρες του χωριού. Τα τραγούδια που συνόδευαν το χορό ήταν τρία: «Του Κίτσου η μάνα κάθεται» η «Λάμπρω» και «ο Γιώργης ο Μικρός και ο μικροπαντρεμένος». Όμως από τα τρία θυμάμαι καλύτερα αυτό της Λάμπρος: «Αν αρχινήσω να σας πω της Λάμπρος το τραγούδι θα κάνω τα βουνά να κλαίν’, τους κάμπους να ραγίζουν. Σαράντα δυο τουρκόπουλα την Λάμπρω κυνηγάνε, κι η Λάμπρω από τον φόβο της στον Άι Γιώργη πάει. Άι Γιώργη κρύψε με απ’ των εχθρών τα χέρια και των Τούρκων τα μαχαίρια. Θα φέρω λίτρες το κερί, οκάδες το λιβάνι και στα βουβαλοδέρματα λάδι για τα καντήλια» … Μπροστά στο χορό, την πρώτη γύρα,  πήγαινε ο παππάς. Αυτό γινόταν συνέχεια και χορεύοντας έφταναν σε ένα από τα αλώνια του χωριού (είχε πολλά), όπου είχε όργανα και γινόταν γλέντι μεγάλο. Εκεί δε, Παναγιώτη, μαζεύονταν και κάποιοι καλαμπουρτζήδες και γινόταν πολύ κέφι. Σ’ δίνω τώρα την γιαγιά σου για να σου πει τα της Δευτέρας του Πάσχα.

– Έλα παιδάκι μ’. Τη Δευτέρα του Πάσχα, το πρωί, πηγαίναμε εκκλησία, στο Μοναστήρι (μονή Κουτσουρού, πάνω από το χωριό). Οι γυναίκες σηκωνόμασταν από νωρίς και φτιάχναμε κουλουράκια, πίτες, δίναμε τυρί, αυγά, γιαούρτι και φεύγαμε για το μοναστήρι. Εκεί, άμα τέλειωνε η λειτουργία, στρώναμε βελέντζες κατ’ και από πάνω τραπεζομάντηλα και καθόμασταν, απ’ όλα τα χωριά μαζί, και τρώγαμε στο προαύλιο της εκκλησίας. Γινόταν γλέντι μεγάλο, αλλά τα τραγούδια τα λέγαμε με το στόμα και τα χορεύαμε. Εκεί στο μοναστήρι είχαν γίνει και θαύματα. Ένα Πάσχα, ένα κοριτσάκι, που ήταν τυφλό, απ’ όταν γεννήθηκε, βρήκε ξανά το φως του και φώναξε «Μάνα βλέπω τ’ αυγά τα κόκκινα» . Το βράδυ, άμα τελειώναμε και κατεβαίναμε στο χωριό, είχε όργανα με μουσική και χορό, που κράταγε μέχρι το πρωί. Την Τρίτη του Πάσχα, πηγαίναμε στην Αγιά Τρίτη (Αγία Τριάδα), όπου γινόταν λειτουργία. Ακολουθούσε γλέντι και παραδοσιακοί αγώνες, στους οποίους συμμετείχαν αθλητές απ’ όλα τα χωριά της περιοχής. Βραβεία έβαζαν αρνιά ή κατσίκια. Σ’ εκείνο το ξωκλήσι έρχονταν και έκαναν και τάματα, τα οποία, όταν ήταν ζώα, τα φέρνανε στο χωριό και τα δημοπρατούσαν κιόλας, οι χασάπηδες, όπως ο παππούς σου ο Δήμος (προπάππους, πατέρας της γιαγιάς).

Και φέτος, γιαγιά, που θα είμαστε μακριά, τι Πάσχα θα κάνουμε;

Όπως κάθε χρόνο λεβεντάκο μου. Αφού πάνε οι γαρδούμπες και τα ψητά, θα φάμε την σούπα μας, το Σάββατο, θα πούμε τις ευχές μας, έστω και από μακριά, αν και, εγώ και ο παππούς, σας πονάμε κι εσένα και τα ξαδέρφια σου και όλους. Όμως, θα κάνουμε υπομονή, να φύγει ετούτη η παλιαρρώστια, όπως λέει και ο παππούς σου, με τη βοήθεια του Θεού, και μετά  να  έρθεις να σε δούμε και να φας και μια φταλιά (τυρόψωμο), που τόσο σου αρέσει και να γεμίσει το σπίτι γέλια και φωνές, όπως τ’ άλλα χρόνια !   

            Αυτά τα τελευταία λόγια της γιαγιάς με σκλάβωσαν… Με γέμισαν με πίστη, αλλά και με έκαναν να καταλάβω ότι μπορεί φέτος το Πάσχα να είμαστε μακριά, ωστόσο ο κοινός μας στόχος είναι  να πάρουμε την ζωή μας πίσω, να συναντηθούμε και πάλι με όλους εκείνους που αγαπάμε,  να αγκαλιάσουμε ξανά τους δικούς μας ανθρώπους και να μας βρει όλους καλά και υγιείς το επόμενο γιορτινό τραπέζι.  Σ’ αυτή την φάση όμως « ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ» για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και όσους αγαπάμε, ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους, όπως τον παππού και τη γιαγιά. Καλό Πάσχα!

Παναγιώτης Πιτσιάκκας

Φιλόλογος



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...