Δε του είχε απομείνει, πλέον τίποτα.

Όλο το καλοκαίρι τον γύριζαν οι Γερμανοί σ’ ολόκληρη την Ελλάδα με τα πόδια, μαζί με τους συντρόφους του από στρατόπεδο σε στρατόπεδο.

Είχε βλέπεις συνθηκολογήσει η Ιταλία με τους Συμμάχους και οι πρώην σύμμαχοι ήταν τώρα θανάσιμοι εχθροί. Ήταν άσχημος ο Οκτώβρης του ’43 και τα κύματα της Αδριατικής, έλεγαν, έμοιαζαν με τις βουνοκορφές της Αλβανίας όπου είχε πρωτοπολεμήσει τρία χρόνια πρίν.

Από κει είχε και τα σακατιλίκια του. Μια τρύπια κουβέρτα του είχε απομείνει περασμένη στον ώμο και ένα δίκοχο που ’δειχνε πως κάποτε ήταν στρατιώτης του Μουσολίνι. Η στραβωμένη καραβάνα αντάμα μ’ ένα κουτάλι και ένα πιρούνι, κρέμονταν στη ζώνη του. Η ταλαιπωρία σ’ όλο της το μεγαλείο, τρία χρόνια στην πεινασμένη Ελλάδα.

Η μάνα του κοιτούσε στα μάτια τον ταχυδρόμο. Ήξερε πως ήταν αιχμάλωτος και αναθάρρευε: Δεν χάθηκαν ακόμα οι ελπίδες. Ήθελε τόσο να ελπίζει! Πίστευε κάθε πληροφορία, φτάνει να ’ταν αισιόδοξη. Της λέγαν : «Δεν θα εκτελεστούν οι αιχμάλωτοι, γιατί…». Μπορεί «τα γιατί» να ήταν παράλογα, μα η καρδιά τής μάνας τα μάζευε, τα ταχτοποιούσε και κει πάνω στήριζε τη δύναμη της αντοχής της. «Είναι και αυτή η υγρασία εκεί στη νότιο Ελλάδα – έλεγε μέσα της. Θα του κάνει κακό στα τρυπημένα πνευμόνια του». Φοβόταν μ’ αυτή την υγρασία ειδικά την ώρα που έμαθε, ότι τον έβαλαν οι Γερμανοί μαζί με άλλους 900 της μεραρχίας Acqui στο πλοίο Marguerite, για να τους «στείλουν πίσω». Κ’ ύστερα σιγόκλαιγε κι έλεγε, σπαραχτικά. «Θε μου! Προστάτετεψέ το !». Αυτός σκιαζόταν την θάλασσα.

Είχε ακούσει για νάρκες και ύπουλα υποβρύχια, αλλά και ότι οι ίδιοι οι Γερμανοί βούλιαζαν καράβια με αιχμαλώτους Ιταλούς, για να μην ανασυγκροτηθούν εναντίον τους όταν θα έφταναν στην πατρίδα τους. Τέτοιες σκέψεις έκανε μπαίνοντας στη παλαιά Ισπανική φορτηγίδα με την Γερμανική σημαία, που ο Θεός να την έλεγε πλοίο.

Σήκωσε άγκυρα μόλις νύχτωσε για να μην το εντοπίσουν τα Εγγλέζικα αεροπλάνα και αυτός μαζί με τους συντρόφους του μαζεύτηκαν σε μια γωνιά. Τους δώσαν για να ζεσταθούν τσάι με λίγες γαλέτες, αλλά στο μυαλό του ερχόταν συνεχώς η εικόνα της μάνας του.

Με το πιρούνι χάραξε άτσαλα πάνω στο κουτάλι του τις λέξεις: MAMMA RITORNERO. Μάνα θα γυρίσω. Έτσι για να ξορκίσει την θάλασσα, να της δείξει ότι δεν τη φοβάται. Μοιάζει ήσυχη, μα ύστερα αγριεύει υψώνεται γίνεται ουρανός, αφρίζει, ξαφνιάζει, πνίγει. Φαντάστηκε προς στιγμή αγγέλους να κοιμούνται στους βυθούς, έτοιμους να τους βοηθήσουν εάν χρειαστεί. Αλλά αυτός ότι και να συνέβαινε στο διήμερο ταξίδι, πεισματικά το έχει αποφασίσει.

ΜΑΝΑ ΘΑ ΓΥΡΙΣΩ. «Στις 13.10.1943 στις 22.30 το πλοίο Marguerite (πρώην Μaria Amalia 744 GRT) βυθίστηκε από νάρκη σε Γερμανικό αμυντικό ναρκοπέδιο. 544 Ιταλοί αιχμάλωτοι έχασαν τη ζωή τους».

Ένα κλαράκι ήταν και το πήρε η θάλασσα.

Την αφορμή για το κείμενο πήρα, απ’ το κουτάλι που ανέσυραν ψαράδες του Ιονίου και έχουν στην κατοχή τους ο Γρηγόρης και η Αφροδίτη Λόη με το ψαράδικο στο Λιμάνι.

Γιάννης Ράπτης



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...