Γιώργος Γκέκας : Δεν είμαστε «καμένη» γενιά, απλώς ζούμε σε κατάσταση πολέμου

Ο Γιώργος Γκέκας είναι ένας νέος άνθρωπος, που τις ανησυχίες του φροντίζει να μας τις μεταφέρει μέσα από τη μουσική του. Γνωστός εδώ και χρόνια στα μέρη μας, φρόντισε μέσω των επιλογών του να συστηθεί και στο κοινό της χώρας. Έχοντας πλέον αποκτήσει το δικό του ύφος σταδιοδρομεί σε μία σειρά από τομείς, πάντα σχετικούς με τη μουσική, παίρνοντας μάλιστα πάρα πολύ καλό βαθμό. Σήμερα μας μιλά στην «Ε» για τη διαδρομή του στο χρόνο, για το πώς βλέπει την πόλη αλλά και τη γενιά του.

Γιώργο η συζήτησή μας ξεκινά από τα παιδιά σου χρόνια. Που μεγαλώνεις και ποια είναι η αίσθηση με την οποία τα θυμάσαι;

Από τα πρώιμα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι εικόνες από διάσπαρτα καρέ. Περνούσα χρόνο και στο απόκεντρο αλλά και στο κέντρο της Ναύπακτου. Πότε στην παραλία Ψανής, πότε στην Αγία Παρασκευή. Θυμάμαι ότι μεγάλωσα, στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, μέσα στην οικονομική ευημερία, που υπήρξε άλλωστε γεγονός της περιόδου των κοινωνικών τάξεων. Αυτό, την ίδια ώρα που οι γονείς μου δούλευαν για να καλύψουν τις συνολικές ανάγκες μας. Πέρασα πολύ χρόνο με την θεία, τους παππούδες, αλλά και τα ξαδέρφια μου. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, ας πούμε, είχα ήδη αρχίσει να στέκομαι έξω από την πόρτα του δωματίου του ξάδερφου, Λάμπρου, και να ακούω όλη την αφρόκρεμα της ροκ, των 60’s και μετά. Beatles, Black Sabbath, Ten Years After, C.C.R., Iron Maiden, Nirvana, και σίγουρα μου διαφεύγουν δεκάδες άλλα εμβληματικά ροκ γκρουπ. Σε κάποια φάση έπαιζα κιθάρα στον αέρα, μόνος μου!

Είχες από μικρός τη μουσική στο αίμα σου; Ποια ήταν τα πρώτα ερεθίσματά σου, αλλά και πότε άρχισες να καταπιάνεσαι μαζί της πιο ενεργά;

Την κιθάρα, που αγόρασα και ο ίδιος, άγγιξα για πρώτη φορά στα δεκατρία μου. Εκείνη την περίοδο άκουγα ελληνική hip-hop σκηνή, κάποιες συλλογές μουσικών περιοδικών με classic rock, και μερικά παλιά λαϊκά τραγούδια, τα οποία με ενθουσίαζαν, στο σύνολο. Από την στιγμή που άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα και να μελετάω κιθάρα, δεν είχα άλλο χόμπι, αλλά ήθελα απεγνωσμένα να φτιάξω ένα μουσικό σχήμα και να παίζω. Και αυτό έκανα, με κάποιους συμμαθητές, τότε.

Η απόφαση όλο αυτό να πάρει και μία ακόμα περισσότερο θεωρητική βάση, φοιτώντας σε τμήμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετικό με τη μουσική προκύπτει ως λογική συνέχεια της κλίσης σου προς αυτή;

Θα σου πω ότι οι γονείς μου δεν με απέτρεψαν ποτέ τους, από το να είμαι μουσικός ή οτιδήποτε. Την περίοδο που κάναμε όλα τα παιδιά τα μηχανογραφικά μας χαρτιά για να «περάσουμε» σε κάποια σχολή, με ενημέρωσαν για το Τμήμα Καλλιτεχνικών Σπουδών, της σχολής Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής, στο ΤΕΙ Ηπείρου (σήμερα Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), και τελικά βρέθηκα στην σχολή. Το γεγονός ότι στην σχολή αυτή σπούδασα αργότερα, χρονικά,  είναι ξεκάθαρα γιατί δεν ήμουν ώριμος μουσικά ώστε να συλλάβω το μουσικό και μουσικολογικό πλαίσιο της συγκεκριμένης. Αλλά δεν το μετάνιωσα, γιατί έζησα εμπειρίες ως νεαρό άτομο, και σπούδασα Μουσική με Τεχνολογία στην Αθήνα, που τα είχα άμεση ανάγκη. Πολλοί άνθρωποι, άλλωστε, σπουδάζουν σε άλλη ηλικία, από αυτή που ζητάει το παγκόσμιο σύστημα. Κάποιοι σπουδάζουν στα σαράντα τους, και αναζητούν και εργασία ύστερα. Τώρα μάλιστα αναμένω την εισαγωγή μου σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Πάντοτε άλλωστε σπουδάζουμε, με διάφορους τρόπους.

Ταλέντο ή διάβασμα, ή και τα δύο μαζί; Τι πρέπει να έχει ένας καλός μουσικός για να προχωρήσει;

Το ταλέντο, σε αυτή τη φάση, θα το μετέφραζα ως όρεξη. Ένα πράγμα που σίγουρα πρέπει να έχει κάποιος είναι οξυδέρκεια. Θυμάμαι έναν καθηγητή στη σχολή που είχε πει ότι όταν παίζεις κιθάρα το κεφάλι σου πρέπει να «κάνει πολλές στροφές». Και αυτό μάλιστα με είχε ταράξει. Αναρωτιόμουν αν άρα το δικό μου έκανε τις κατάλληλες. Τελικά, πιστεύω ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στη μουσική. Η μουσική είναι παιδεία και όλοι πρέπει να έχουμε πρόσβαση σε αυτή. Απλά εκείνος που μελετάει, ίσως τα πάει ύστερα πιο καλά, και προχωρήσει σε αυτό. Βαθιά μέσα μου, πιστεύω πως είναι πιο περίπλοκο και χρειάζεται μια ολόκληρη συνάντηση για αυτή και μόνο την ερώτηση!

Τι αποτελεί ερέθισμα για σένα, μεταφέροντάς το στη συνέχεια σε ένα πεντάγραμμο;

Διάφορα ακούσματα που, κατά περιόδους, τροφοδοτώ το κεφάλι μου, στη συνέχεια, είναι και αυτά που με επηρεάζουν όταν στέκομαι απέναντι στο όργανό και στο χαρτί. Σίγουρα ένα ερέθισμα είναι οι pop κουλτούρες που διαδέχονται η μια την άλλη, μέσα σε σύντομο χρόνο, και ο τραγουδοποιός μπαίνει στη διαδικασία να τις αφουγκράζεται, ενώ παράλληλα να δημιουργεί και το δικό του στυλ, ας πούμε. Από την άλλη με ενδιαφέρει πολύ να εξερευνήσω τόσο τον ελλαδικό μουσικό πολιτισμό, αλλά και γειτονικούς και αυτούς του υπόλοιπου κόσμο. Οι τελευταίες προσεγγίσεις έγιναν σίγουρα, ύστερα από τα μουσικολογικά εργαλεία που μου με εφοδίασαν οι σπουδές μου. Πάντοτε σε όλα αυτά υπάρχει και η pop ματιά.

Σήμερα, και μετά από τόσα χρόνια, θα έλεγες πως έχεις συγκεκριμένο μουσικό ύφος, όχι απαραίτητα με την έννοια της ταμπέλας… Ή θεωρείς πώς αυτά δεν πρέπει να υπάρχουν;

Τολμώ και πιάνω στο στόμα μου τον Χατζιδάκι. Για αυτόν λοιπόν τον μουσικό, εγώ πιστεύω ότι καλώς έκανε και δεν είχε ένα και μόνο ύφος, γιατί αυτό του επέτρεψε να πειραματιστεί, με καλές και κακές στιγμές, στη πορεία της δισκογραφίας του. Ωστόσο, είχε κάποια μουσικά στοιχεία που επαναλαμβάνονταν κατά την διάρκεια των συνθέσεών του. Το παράδειγμα είναι κατά το ήμισυ τυχαίο και προφανώς, οι συνθέτες που λειτούργησαν έτσι είναι πολλοί. Τέλος, να πούμε ότι τις ταμπέλες τις βάζουν οι δισκογραφικές εταιρείες, οι παρουσιαστές, οι παραγωγοί και όσοι αποσκοπούν στο marketing. Καμμιά φορά και οι καλλιτέχνες, ώστε να υποβοηθήσουν το έργο τους, για διάφορους λόγους. Η τέχνη είναι πολύπλοκη και θέλει χρόνο για να την αναλύσεις, δεν αρκεί μία ταμπέλα να σου εξηγήσει το εσωτερικό της. Μάλιστα, με την μπάντα μου, τους Sunshine Drivers, αυτή την περίοδο δουλεύουμε μουσικά διακείμενα και προσπαθούμε να τους δώσουμε μία δική μας προσέγγιση, εκ νέου, θέλοντας να σχολιάσουμε την ρευστότητα της μουσικής και να πειραματιστούμε με διάφορα ρεπερτόρια, και να τα συμφιλιώσουμε.

Κομβικό σημείο της διαδρομής σου, στο οποίο μάλιστα έγινες ευρέως γνωστός σε επίπεδο χώρας, είναι η συνεργασία σου με την Θ. Απέργη, το 2013, όπου συνεργαστήκατε για την υποψηφιότητα ενός τραγουδιού για την τότε Eurovision. Μίλησέ μας λίγο γι’ αυτή την εμπειρία…

Ήταν μία πολύ καλή αφετηρία για εμένα και προφανώς για την Θ. Απέργη. Εκπέμπαμε  σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Εγώ προσωπικά, λόγω ηλικίας, τώρα συνειδητοποιώ τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή! Δεν έχεις συχνά αυτή την ευκαιρία, μιλώντας για pop μουσική και έχοντας υπόψιν έναν μουσικό θεσμό, όπως αυτό της Eurovision, που έχει την παράδοσή του εδώ και πολλές δεκαετίες.

Το 2014 παίρνεις μέρος και στο «the voice». Επιλογή για τη συλλογή εμπειριών ή για να γίνεις ακόμα περισσότερο γνωστός;

Θα σου πω ότι την αίτηση συμμετοχής την έκανε η αδερφή μου, Μαρία, και όχι εγώ προσωπικά. Εγώ, εκείνη την περίοδο έτρεχα στο στούντιο ενός αγαπημένου καθηγητή, στην λεωφόρο Καβάλας, στην Αθήνα, και ηχογραφούσα μία σειρά από τρία digital single τραγούδια, και είχα πολύ άγχος για το πως θα βγουν. Ήταν κάτι που δεν το είχα ξανακάνει και είχα αφοσιωθεί σε αυτό και σε όλα τα παρελκόμενα της διαδικασίας. Ξαφνικά με πήραν τηλέφωνο, με έπεισαν να πάω εκεί. Πήγα με την μάνατζέρ μου, που είχα τότε, και αυτό ήταν. Με πήραν. Το θέμα ήταν ότι εγώ δεν ήμουν τόσο έτοιμος, πόσο μάλλον, για ιδιωτική τηλεόραση. Ήμουν αρκετά ιδεολόγος σε αυτά. Ήξερα όμως ότι η τηλεόραση έχει δύναμη. Την δική της… Περπατούσα στα Εξάρχεια που έμενα και φορούσα γυαλιά μερικές φορές και έσκυβα, γιατί με σταματούσαν και μου έλεγαν μπράβο, κι εγώ ένιωθα εξωγήινος και σταρ μαζί!!! Μου έκανε καλό, γιατί συνειδητοποίησα πως λειτουργεί, εκ των έσω, ο κόσμος που όλοι κοιτάμε.

Γράφεις μουσική και στίχους, κάνεις παραγωγές, παίζεις και τραγουδάς, ενώ ταυτόχρονα διδάσκεις κιόλας. Είναι όλα εξίσου σημαντικά για σένα ή κάποια τα έχεις πιο ψηλά στις προτεραιότητές σου;

Εάν σε κάτι από αυτά που κάνεις δεν δώσεις την απαραίτητη σημασία, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα το βρεις μπροστά σου, άμεσα, και θα σε συντρίψει. Οι περισσότεροι μουσικοί που κάνουν performance, που παίζουν σε σκηνές, διδάσκουν γιατί όλο αυτό που κάνουν έχει νόημα γι’ αυτούς και για τον διδασκόμενο. Θέλουν να το μεταφέρουν, με κάποια διδακτική μέθοδο, και στα παιδιά και σε όποιον θέλει να το μάθει και να εξελιχθεί.

Προσφάτως εξαπλώνεις τους τομείς δράσης σου και στο ΚΔΑΠ Κυττέα. Εύκολο ή δύσκολο να συγχρονίζεσαι με μικρά παιδιά και να παίζεις μαζί τους, μαθαίνοντάς τα κιόλας διάφορα πράγματα;

Ο τομέας της μουσικής παιδαγωγικής σε τόσο μικρές ηλικίες είναι, θα λέγαμε, ακόμη πιο σοβαρός απ’ ότι στις υπόλοιπες ηλικίες. Ο λόγος είναι γιατί τα παιδία, επειδή είναι «άγραφα χαρτιά» που λέμε, επιδέχονται άπειρη πληροφορία και πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός, ως προς τον τρόπους που θα τους μεταδώσεις την μουσικότητα, τις πληροφορίες και τα μέσα που θα αγαπήσουν την μουσική και θα εκτιμήσουν ύστερα τα μουσικά όργανα και την ολότητα της μουσικής. Όποια κι αν είναι αυτή, για το καθένα.

Έχεις αποφασίσει να ζεις μόνιμα στη Ναύπακτο. Είναι μια πόλη η οποία μπορεί να σε καλύψει καλλιτεχνικά, ή για σένα αποτελεί μόνο τη βάση από την οποία κάνεις τις «εξορμήσεις» σου, προς πάσα κατεύθυνση;

Θεωρώ, ότι στις μέρες μας οι μετακινήσεις πέραν από αναγκαίο φαινόμενο είναι και χρήσιμο, όπως άλλωστε και πάντοτε έτσι συνηθιζόταν. Δεν μιλάω μόνο για την μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική. Ναι μεν, ενημερώνεσαι σε πολλά επίπεδα μέσω του διαδικτύου, αλλά το να ανατρέχεις – γεωγραφικά – σε σημεία που ολοκληρώνουν τις εμπειρίες σου είναι ατόφιος πολιτισμός. Ποιος άνθρωπος που αγαπά τους πολιτισμούς, τις τέχνες και τις κουλτούρες, αρνείται να πάρει feedback από όπου κι αν αυτό είναι και τον καλεί. Παρόλα αυτά, ναι, η βάση μου είναι εδώ, πλέον. Η Ναύπακτος είναι πολύ καλλιτεχνική πόλη αρκεί να την δεις στα μάτια.

Στο κεφάλαιο του πολιτισμού, με τον οποίο εσύ έχεις άμεση σχέση, πώς θα την έκρινες; Είναι σε καλό επίπεδο, σε μέτριο ή…;

Θα έλεγα ότι η πόλη το τελευταίο διάστημα δραστηριοποιείται αρχικά από ιδιωτικούς φορείς αλλά υπάρχει σίγουρα και η δημοτική στήριξη. Μάλιστα, η δουλειά που γίνεται είναι μεγάλου επιπέδου. Μιλάμε πάντοτε για ανθρώπους, σχολές και ομάδες οι οποίες ασχολούνται ενεργά με το θέατρο, τη σκηνοθεσία, τη λαϊκή και μοντέρνα μουσική, με μουσικά αφιερώματα,  με διάφορες εκθέσεις, με φωτογραφία, με project που είναι η πρώτη φορά που τα βλέπουμε στην πόλη τόσο εμφανή. Υπάρχει ιδιωτικός Πολυχώρος Τέχνης στην πόλη, που πηγαίνει πολύ καλά. Οι άνθρωποι βαρέθηκαν να κάθονται μόνο στην τηλεόραση. Προκύπτουν καθημερινά μπροστά μου πολλά και ωραία πράγματα που δεν υπήρχαν παλιότερα. Πιστεύω ότι φύγαμε από τον μεσαίωνα, που υπήρχε την δεκαετία του ενενήντα, την δεκαετία της οικονομικής ευημερίας, πανελλαδικώς.

Ως ένας εκπρόσωπος της νέας γενιάς, και ανήσυχος μάλιστα σε θυμόμαστε να είσαι και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στις εκλογές του 2014 με την παράταξη του Γ. Γούλα. Αυτό πως προέκυψε; Και επειδή τον Μάιο έχουμε και πάλι εκλογές, υπάρχει περίπτωση να σε δούμε και πάλι παρών σε κάποιο συνδυασμό;

Θα σου πω κάτι αρκετά μετρημένο. Στην αρχαία Αθήνα, ήταν τιμή να συμμετέχεις στα κοινά και να ζητάς να εκπροσωπήσεις τον τόπο. Συνήθως, όταν μιλάμε για καλλιτέχνες, στην νεοσύστατη Ελλάδα, θεωρείται αρνητικό και επικίνδυνο το να ασχολούνται με τα κοινά. Απ’ όσο γνωρίζω κιόλας, γιατί δεν είμαι ούτε πολιτικός, ούτε σκέφτομαι πολιτικά, με ότι και να σημαίνει αυτό. Προσωπικά, αυτό το έκανα σε μια μικρότερη ηλικία αλλά και επειδή γνώρισα αυτό τον άνθρωπο, και μου έβγαλε αλήθεια ως προς αυτό που ήθελε να κάνει, σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο. Πότε μου δεν πλησίασα κάποιον να του πω: «καλησπέρα σας», και να του πιάσω το χέρι. Αυτό, ως διαδικασία, θα έπρεπε να είναι ξεπερασμένη και να έχει αποβληθεί. Πάνε και κάποια χρόνια… Αν ωστόσο, ασχοληθώ ξανά με αυτή τη πραγματικά δύσκολη και επίπονη συνθήκη, θα γίνει υπό πολλές προϋποθέσεις, εκ των οποίων δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πραγματικά ποιος είναι αυτός που τις τηρεί, όταν έρθει η στιγμή. Ελπίζω να φάνηκαν, οι προθέσεις μου, στο ερώτημά σου.

Η νέα γενιά της πόλης σε κάνει να αισθάνεσαι αισιόδοξος ότι θα έρθουν γι’ αυτή καλύτερες ημέρες; Ή είναι μία «καμένη» γενιά από την κρίση, ή από την επιλογή να φύγει για το εξωτερικό;

Θα ξεκινήσω να σου πω κάτι που ίσως φανεί απαισιόδοξο, ίσως βέβαια και αισιόδοξο, και είναι μία σκέψη που την κάνω συχνά. Οι ηλικίες ανθρώπων μεταξύ δεκαοκτώ και εικοσιπέντε, να μην πω τριάντα, λείπουν από την Ναύπακτο. Είναι παιδιά που έφυγαν για σπουδές και δεν επέστρεψαν, μένοντας για εργασία στην Αθήνα, είτε γιατί πήγαν στο εξωτερικό και μένουν εκεί πλέον, γιατί αδυνατούν να γυρίσουν και να επιβιώσουν. Υπάρχει μία μεγάλη ηλικιακή τρύπα σε αυτές τις ηλικίες, στην πόλη. Μιλάω για την γενιά μου κυρίως, αλλά και τις επόμενες αυτής. Από την άλλη υπάρχουν νέοι άνθρωποι και της γενιάς μου, αλλά και σαραντάρηδες οι οποίοι έχουν εφεύρει νέους τρόπους, νέα επαγγέλματα και νέες φόρμες επιβίωσης γενικότερα. Αυτοί είναι που ζουν, ως οι νέοι κάτοικοι, στην Ναύπακτο. Το εξωτερικό είναι εκεί που είναι, και όποιος θελήσει να το αναζητήσει, βρίσκει τον τρόπο. Θεωρώ ότι δεν είμαστε «καμένη» γενιά, απλώς ζούμε σε κατάσταση πολέμου. Οι «καλύτερες μέρες» είναι διάσπαρτες και τις δημιουργούμε πραγματικά εμείς.

Eφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ Ναυπάκτου



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...