Μαρία Κάλλας: Αφιέρωμα στην μεγαλύτερη σοπράνο

main

Υπήρξε ένα από τα πιο ηχηρά ονόματα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Το όνομα της είναι γνωστό σε κάθε άκρη του πλανήτη. Η χροιά της μοναδικής φωνής της, ηχεί στο αυτί κάθε λάτρη της κλασσικής μουσικής.

Ο λόγος για την ελληνίδα Μαρία – Άννα Καλογεροπούλου, ή καλύτερα όπως οι περισσότεροι την γνωρίζουν ως Μαρία Κάλλας.

Γεννημένη στην Νέα Υόρκη στις 2 Δεκεμβρίου του έτους 1923, έκανε την πρώτη της εμφάνιση της ως μαθήτρια του Εθνικού Ωδείου σε ηλικία 14 ετών. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ιδίας, τα παιδικά της χρόνια δε ήταν «ονειρικά», αλλά σηματοδότησαν την μετέπειτα ζωή της σε όλους τους τομείς.

Έχοντας μια μητέρα που στην πραγματικότητα δεν την αποδέχθηκε ποτέ, ενώ ευνοούσε σε μεγάλο βαθμό την αδερφή της. Την είχε αποποιηθεί από την στιγμή της γέννησης της, και αυτό γιατί περίμενε αγόρι. Αντί αυτού, έφερε στον κόσμο την μεγαλύτερη σοπράνο που είδε ποτέ η ανθρωπότητα.

Από τα αρχικά χρόνια της ζωής της, είχε δείξει σε έντονο βαθμό την έφεση που είχε απέναντι στην μουσική, σύμφωνα με περιγραφές της μητέρας της, σε ηλικία τεσσάρων ετών. Της άρεσε να παίζει με μια πανιόλα κα σε ηλικία των δέκα ετών αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά η μαγευτική φωνή της.

Κατά την διάρκεια του πολέμου το 1940, η Μαρία Κάλλας, άρχισε να αποκτά ένα μεγάλο κοινό, ενώ συνέχιζε της σπουδές της στο εθνικό ωδείο και τραγουδούσε σε γερμανικά λίντερ ενώ πήρε τον πρώτο της ρόλο σε δύο μαθητικές παραστάσεις, στον «Χορόμεταμφιεσμένων» και στην «Αΐντα» του Βέρντι. Αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα και να εγκατασταθεί στο Μιλάνο της Ιταλίας και έπειτα από διάφορες ακροάσεις, έλαβε τους πρώτους της ρόλους  στα έργα “Φιντέλιο” του Μπετόβεν και Μαντάμ Μπατερφλάι του Πουτσίνι . Ενώ η  αιθέρια “Μπάτερφλάι” την καθιέρωσε στην διεθνή μουσική σκηνή.

Ακολούθησαν πολλά στάδια αποθέωσης με το πέρασμα των ετών και στις  7 Δεκεμβρίου 1951 η Κάλλας ανοίγει τη σαιζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με τους “Σικελικούς Εσπερινούς”, εμφάνιση που της προσφέρει ακόμα μεγαλύτερη αναγνώριση.

Ακολούθησαν συνεργασίες που σημάδεψαν την μετέπειτα καριέρα της, όπως η εμφάνιση στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης ως “Νόρμα”,  στο  Ωδείο Ηρώδου Αττικού στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών,  ενώ ερμήνευσε στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου τη Νόρμα του Βιντσέντζο Μπελίνι, την «Μήδεια», ενώ τον Ιανουάριο του 1964 πείθεται από το Φράνκο Τζεφιρέλι να συμμετάσχει σε μία νέα παραγωγή της “Τόσκα” στη σκηνή του Covent Garden.

Και ο υπερμεγέθης καλλιτεχνικός της θρίαμβος, πραγματοποιήθηκε στην Όπερα των Παρισίων με τη “Νόρμα”.

Όσο ταραχώδη ήταν τα παιδικά της χρόνια, άλλο τόσο ήταν και η προσωπική της ζωή. Με έναν γάμο ενός άνδρα 30 χρόνια μεγαλύτερό της, που έληξε άδοξα,  και με έναν μοναδικά ανεκπλήρωτο έρωτα που έζησε με τον ισχυρότερο άνδρα της εποχής, τον επίσης έλληνα Αριστοτέλη Ωνάση.  Με τον τελευταίο να φημολογείται ότι απέκτησαν το έτος 1960 ένα μωρό, εν ονόματι Όμηρος με επίθετο μη αναγνωρίσιμο, το οποίο γεννήθηκε όμως νεκρό και θάφτηκε στο νεκροταφείο Μπρέσο του Μιλάνου κάτω από άκρα μυστικότητα.

in

Έπειτα από τον γάμο του αιώνιου αγαπημένου της, με την Τζάκι Κένεντι , η Κάλλας βυθίστηκε στις σκέψεις της και στην μανιοκατάθλιψη. Έχοντας  πλέον στο βιογραφικό της μια απόπειρα αυτοκτονίας, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την ίδια της ζωή.

Το έτος 1969 γυρίζει σε ταινία τη “Μήδεια” του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι και το έτος 1973 σκηνοθετεί στο Τορίνο μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο το έργο “Σικελικοί Εσπερινοί”.

Στις 8 Δεκεμβρίου του έτους 1977 η Κάλλας τραγούδησε στην Όπερα των Παρισίων, όπου το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές καταχειροκροτώντας την, ήταν η τελευταία της εμφάνιση στην μουσική σκηνή.

Πέρασε στην αιωνιότητα την 16η Σεπτεμβρίου στο Παρίσι , εξαιτίας οξύ εμφράγματος του μυοκαρδίου.  Και δύο έτη μετά οι λιγοστοί δικοί της άνθρωποι πραγματοποίησαν την τελευταία επιθυμία που είχε εν ζωή, την αποτέφρωσή της και το αιώνιο ταξίδι της με τις στάχτες της, στο Αιγαίο πέλαγος που τόσο αγαπούσε.

Χρόνια μετά το θάνατό της, για την ακρίβεια το έτος 2010, έρχεται η αποκάλυψη του θανάτου της, ότι δηλαδή η δημοφιλής σοπράνο πέθανε από υψηλή δόση βαρβιτουρικών, λόγω της επώδυνης σχέσης της με τον Αριστοτέλη Ωνάση.

Όπως είχε δηλώσει και η ίδια κάποτε, “δεν είμαι άγγελος ούτε υποκρίνομαι ότι είμαι. Αυτός δεν είναι ένας από τους ρόλους μου. Δεν είμαι όμως ούτε διάβολος. Είμαι απλά μια γυναίκα. Είμαι μια επαγγελματίας”.

 

Πηγή:



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...