Ναυπακτία-αφηγήματα: Μπάνιο στο Γρίμποβο

Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου

Ως είθισται, οι νέοι, όσοι αισθάνονται νέοι και όσοι τέλος πάντων το λέει η περδικούλα τους, το πρώτο μπάνιο στη θάλασσα το κάνουν της Αναλήψεως. Τα σχολιαρόπαιδα επίσης με το τέλος των μαθημάτων, βουτάνε στη θάλασσα. Πάνε τώρα καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Καθώς κολυμπούσα στο Γρίμποβο- έχω το χούι να ανοίγομαι στα βαθιά- ήρθε μια παρέα παιδιών. Πρωτοδευτεράκια του Γυμνασίου πρέπει να ήταν. Τσαλαβουτούσαν, παίζαν. Σε έπαιρνε η χαρά να τα βλέπεις. Κάποια στιγμή, ακούω έναν από την άρτι αφιχθείσα συντροφιά να λέει. «Ρε ‘σείς πάμε μέσα. Εκεί που είναι η γριά να πάμε». Κοιτάζω γύρω μου.

Ψυχή ζώσα. Η γριά ήμουν εγώ! Και να πεις…Και το μαλλί βαμμένο το είχα και μοντέρνο καπελάκι φορούσα…Είπα να πάω να αρπάξω τον αυθάδη νεαρό με το τσουλούφι τίγκα στον ζελέ και να του δείξω της θάλασσας τον πάτο. Αλλά κατόπιν ωρίμου σκέψεως λέω «Κακά τα ψέματα, άμα σε χωρίζουν κοντά τέσσερις δεκαετίες από την άλλη, δεν την λες και νέα».


Τώρα πια δε μπαίνω στη θάλασσα αν δεν πάει το καρπούζι μια δεκάρα το κιλό. Άλλο αν μένω εκεί ως τα παζάρια. Περιμένω να με συντροφέψουν στο κολύμπι, οι καλοκαιρινοί μου «φίλοι». «Δεν τους γνωρίζω, δε με γνωρίζουν, αλλά ξέρω τόσα για τις ζωές τους. Έρχονται για μπάνιο την ίδια ώρα κάθε μέρα. Έχουν γίνει και μεταξύ τους κάτι σαν φίλοι, σαν συγγενείς. Καταφτάνοντας, ζυγώνει η έγκωμη κυρία το νερό και ελέγχει τη θερμοκρασία του, βουτώντας το πόδι για αρχή. «Πω- πω, ψυγείο είναι σήμερα».
Όταν ο μαΐστρος ανακατώνει τα νερά, τους χάνω, δεν έρχονται.

Σκιάζονται το κύμα που τους βαράει χαστούκια, που τους μπατάρει. Αλλά και τη θολωκούτα δεν την αντέχουν. Μα σαν γυρίσει βοριάς με τις καθρεφτένιες του άπνοιες που κάνουν τη θάλασσα πανέμορφη και θελκτική, μπαίνουν και ξεχνούν να βγουν. Σε σταθερό, βιδωμένο κύκλο κινούν μόνο χέρια και χείλη. «Τα θαλάσσια μπάνια κάνουν καλό στην υγειά μας, το λένε και οι γιατροί» αποφαίνεται ο τετράπαχος, αξιοσέβαστος κύριος. «Το κολύμπι, όχι το μούλιασμα» θα πρόσθετα εγώ, αλλά δε μου πέφτει λόγος και η αγωγή μου δε μου το επιτρέπει.


Όχι πως επιδιώκω την παραβίαση των προσωπικών τους συζητήσεων αλλά από τη μια μιλάνε δυνατά κι από την άλλη το αυτί μέσα στην ηρεμία, αποκτά εξαιρετική ευαισθησία και ανήσυχο προσπαθεί αυτόματα ν’ αρπάξει τους ήχους. Όλα τα μαθαίνω σας λέω. Σε ποια πανηγύρια πήγαν και σε ποια θα πάνε. Την «Παπαλάμπραινα» χόρεψε μερακλίδικα ο κύριος Θάνος στο χωριό του και πέταξε στα όργανα, ό,τι είχε στις τσέπες του. Τους τα κάνει χαλάλι όμως γιατί πέρασε καλά! Λέει πως έκανε δίαιτα όλον τον χειμώνα. Ψέματα είναι, έτρωγε κρυφά.


Σ’ αυτόν τον τόπο που ο Θεός έβαλε όλη του τη μαστοριά για να τον χτίσει, έρχονται και αλλοδαπές καλλονές. Οι ξένες δεν ακούγονται. Διαβάζουν ήσυχα το βιβλίο τους. Ξηροψήνονται σαν φραντζόλες στον ήλιο, αλειμμένες με αντηλιακό υψηλού δείκτη προστασίας. Δε θα μαυρίσουν ποτέ αλλά ένα ροζουλί χρωματάκι θα το πάρουν για να γυρίσουν στις πατρίδες τους και να λένε πόσο ωραία είναι στη Ναύπακτο! Γαλακτερές, ξανθές, κοκκινομάλλες, φακιδομύτες αλλά δίμετρες με μακριές ποδάρες και φορούν μικρό μέγεθος μαγιό. Ο κύριος που έχει τα χρονάκια του αλλά έχει και τα μάτια του καρφωμένα στα κορίτσια, δεν ξεχνά πως είναι αρσενικό, ζαχαρώνει και σχολιάζει «Να τις πιείς στο ποτήρι είναι». «Φρόνιμα Μπίλη! Εσένα το μυαλό σου εκεί. Πρώτα η ψυχή και μετά το χούι! Γύρνα από την άλλη. Δεν κάνει, έχεις και την καρδιά σου». Ανακαλεί στην τάξη το λιγούρικο ταίρι της η συμβία, φοβούμενη μη μείνει χήρα δια ασήμαντον αφορμήν!


Αλήθεια, τι να έγινε με τα προσωρινά μέτρα που θα έφερνε στον ξάδερφο για τα παλούκια του φράχτη στο κτήμα; Η φαρμακόγλωσσα πεθερά της ξανθιάς να ζει; Η τεμπέλα συνυφάδα της νεότερης στην παρέα, που δε μαγειρεύει για τα παιδιά της και παραγγέλνει όλο απ’ έξω «σκουπίδια», να τα ταΐσει τα καημένα; Τα κληρονομικά τους. Από που τα πήραν και που θα τ’ αφήσουν. Η άλλη απειλούσε πέρσι πως θα τα φάει όλα, γιατί δε χωνεύε τη νύφη της. Δε φαίνεται να τα έφαγε, στα ίδια κιλά είναι. Που ακούστηκε, η εγγονή να μην πάρει τ’ όνομά της! Φταίει, φταίει και ο γιός… Ο μαμούχαλος, που απλώνει και τη μπουγάδα! Δεν πατάει πόδι βλέπεις… «Σέρνει καράβι παιδί μου…».  Τόσο παλιά αλλά και τόσο καινούργια όλα τούτα…


Ανοίγομαι ως τη σημαδούρα, γνωρίζοντας εξ αρχής το μάταιο της προσπάθειας να απαλλαγώ από τις πληροφορίες. Ξέφτια πια οι κουβέντες τους που ξεμακραίνουν. Ακούω την ξανθιά κυρία να σκάει στα γέλια. Σόκιν ανέκδοτο θα είπε πάλι ο στρογγυλόφατσος κύριος… Το έχασα! Βέπουν την ώρα στον Σεραφείμ. Κλείσαν ώρα μέσα θα βγουν απ’ το νερό, μερικοί θα χωθούν στη ζεστή άμμο. Κάνει καλό στην υγειά τους όπως επίσης καλό κάνει και το κρασάκι που θα ακολουθήσει. Το είπε κάποτε ο προφήτης και βασιλεύς Δαυίδ, «Και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» το λέει και ο κύριος Μπίλης τώρα, ως απάντηση στη σύσταση της συζύγου για αποχή, ένεκα που έχει και την καρδιά του…


Καλό καλοκαίρι Πατριώτες με απλωτές και μακροβούτια. «Κι αφήστε τον παλιόκοσμο να λέει, να λέει ό,τι θέλει…». Εγώ πάντως, ψηφίζω ισοβίως Γρίμποβο! Η πρώτη μου αγάπη και η παντοτινή!


Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...