Ναυπακτιακά αφηγήματα: Ο πονόδοντος

Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου

Έκανε πολλές προσπάθειες. Τα πάντα έκανε για να ξεχωρίζει. Φαβορίτα, μακρύ μαλλί, στενό παντελόνι καμπάνα. Τα χέρια στις χασάπικες τσέπες, με τους αντίχειρες έξω. Αν δεν τον κουβέντιαζες, τον περνούσες για ένα ακόμη μαγκάκι. Αν άλλαζες όμως, έστω και δυο κουβέντες μαζί του…Βλάκα δεν θα τον έλεγες… Μορτάκι της καρπαζιάς όμως, ναι!

Θα ήταν γύρω στα δεκαεννιά. Είχε κατεβεί με την οικογένειά του από το χωριό στον κάμπο για καλύτερα. Είχαν ένα κτηματάκι, νοίκιαζαν και ξένα χωράφια. Δουλευταράς ήταν αλλά η ζωή της εξοχής δεν του πήγαινε, ειδικά τα βραδάκια. Ήθελε κόσμο, ήθελε τα φώτα της πόλης και προπάντων, ήθελε να βλέπει τα όμορφα καλοντυμένα κορίτσια να βολτάρουν. Που τον έχανες που τον έβρισκες, στη Ναύπακτο ξημεροβραδιαζόταν. Ερχόταν πότε με τα πόδια και πότε με ό,τι του τύχαινε. Ακόμη και σε «κουτάλα» φορτωτή είχε ταξιδέψει! Στα γράμματα, υπήρξε κουμπούρας. Τα ποιηματάκια όμως από τα φύλλα του ημερολογίου τα μάθαινε νεράκι. Αν έβγαινε- λέμε τώρα- κανένα ραντεβουδάκι, να μην έχει κάτι ωραίο να πει στο κορίτσι;

Απέναντι από την πλατεία Φαρμάκη- στην κάθετη οδό Ψαρρού (Μπερμιλάγκας) – κάναν πιάτσα οι τρίκυκλες μηχανές Δ. Χ. Μια τέτοια μηχανή είχε και ο χωριανός του τσίφτη, ο Σταύρος. Με το που ερχόταν στη Ναύπακτο, αντάμωνε τον γνωστό του- δεν είχε και πολλούς στην πόλη- να κάνει κανένα τσιγαράκι τράκα αναστενάζοντας, πάσχοντας διαρκώς από την αρρώστια των νέων. Για τα αχ και βαχ του, πάντα έφταιγε μια Κούλα, μια Σία, μια Τούλα. Κανένας δεν ήξερε αν αυτά τα ονόματα αντιστοιχούσαν σε πρόσωπα ή ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του.

Ο χωριανός του, προσπαθούσε να του γεμίσει το άδειο του κεφάλι ή μάλλον το κεφάλι το γεμάτο πόθους. Τον συμβούλευε, του έλεγε να προσέχει «Μη φάς κανένα βρομόξυλο». Δεν ήταν ιδιαίτερα προκλητικός όμως. Έλεγε εκείνα τα τετριμμένα, παίρνοντας στο κατόπι το κορίτσι που του γυάλιζε «Ζαχαροπάστης ήταν ο μπαμπάς σου και σε έκανε τόσο γλυκιά;» έριχνε τα δίχτυα για να πιάσει το «Όχι, ήταν σαμαράς που έφτιαχνε σαμάρια για γαϊδούρια σαν εσένα». Αν κάποια ύπαρξη φορούσε κόκκινα «Φωτιά στα κόκκινα και ‘γώ ο πυροσβέστης» και η απάντηση «Α να χαθείς κρύε…». Ως εκεί όμως.

Είδε κι απόειδε ο Σταύρος και άρχισε να τον πιάνει από την ευθυμογραφική του πλευρά. Έπλαθε ιστορίες ο νέος. «Της είπες τίποτα μωρέ; Αυτή τι έκανε;» τον ρώτησε. «Της έκλεισα το μάτι στη βόλτα αλλά δε με είδε, ήμουν πίσω της». Τι να του πεις τώρα… Αυτός εδώ δε σωζόταν με καμιά κυβέρνηση. Πάντως όλες οι όμορφες τον είχαν στο μυαλό τους! Έδενε τα γεγονότα και τα σημάδια υποκειμενικά, φτιάχνοντας πάντα τη δική του αλήθεια.

Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, η ξελιγωμένη κολλιτσίδα κατέφθασε στην πιάτσα πριν τη συνηθισμένη της ώρα. Δεν είχε το παρουσιαστικό που ήξερε ο Σταύρος. Ύφος μπαταρισμένο, λυπητερό. Φάτσα τσαλακωμένη. Πονούσε το δόντι του, κυριολεκτικά όμως αυτή τη φορά. Πονόδοντος από ‘κείνους που δίνει ο Θεός για να τιμωρήσει τους ανθρώπους! Έψαχνε για γιατρό, του είχαν πει πως εκεί γύρω υπήρχε ένας.

– Γιατρό; Να αυτός είναι γιατρός, του λέει ο «εκτελούνται μεταφοραί» φίλος του και του δείχνει το νεαρό του συνάδελφο που στεκόταν παρακάτω και έτυχε να φορά άσπρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο. Εδώ απέναντι έχει το ιατρείο του. Κατέβα τα σκαλιά, ξάπλωσε στο κρεβάτι και θα το ειδοποιήσω εγώ να έρθει.

Εκεί που τον έστειλε όμως ήταν το γραφείο τελετών! Ο φωτισμός από τα δυο μικροσκοπικά παράθυρα λιγοστός… Ο αγαπητικός δεν έπαιρνε στροφές στον καλό του τον καιρό να πάρει τώρα που τον είχε σαϊλέψει ο πόνος; Κατέβηκε, ξάπλωσε στον «πάγκο εργασίας» και περίμενε. Γύρω- γύρω στον τοίχο, στημένα τα καπάκια. Χαμπάρι δεν πήρε! Το χρώμα του είχε γίνει ένα με τον χώρο.

– Σε περιμένει πελάτης στο πεθαμενατζίδικο για αγόι, είπε ο Σταύρος στο «γιατρό». Κατέβηκε ο άλλος και ακούει τον ξαπλωμένο να μιλάει! Συνήθως αυτού του είδους οι ξαπλωμένοι, δεν ακούν δε μιλούν.
– Πεθαίνω γιατρέ, βγάλε μου το δόντι, πεθαίνω… Τα χρειάστηκε ο αγαπητικός. Τα χρειάστηκε και ο άλλος. Τρομάξανε να συνεννοηθούν.
– Σήκω πάμε, του είπε ο «γιατρός».

Τον πήγε παραδίπλα, στο οδοντιατρείο του Λουκόπουλου. Η αίθουσα αναμονής γεμάτη και μέσα ο γιατρός είχε πελάτη. Χτύπησε ο «συνάδελφος» την πόρτα, του εξήγησε και μόλις τελείωσε με το περιστατικό, τον πήρε σαν έκτακτο. Προσφέρθηκε ο συνοδός να πληρώσει. Ο κανονικός γιατρός, εκτιμώντας την κατάσταση, δε δέχτηκε χρήματα. Συνάδελφοι μπορεί να μην ήταν, αλλά γείτονες και πολλές φορές συνεργάτες ήταν. Και πάνω απ’ όλα ο γιατρός ήταν Άνθρωπος!

Και αφού πάντα μετά απ’ τα άσχημα έρχονται και τα καλά, το αγαπάκι συνέχισε το χαβά του! Τώρα είχε έναν ακόμη φίλο στην πιάτσα. Όπου συναντούσε το σωτήρα του τον αποκαλούσε γιατρό. Δε γνωρίζω αν κατάλαβε ποτέ πως αυτός δεν ήταν ο γιατρός!

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...