Ναυπακτιακά αφηγήματα: Σινεμά…

Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου 

Η πρώτη ανάμνηση που έχω από τις κινηματογραφικές ταινίες, είναι η «Αστέρω» με τη Βουγιουκάκη. Θα ‘μουν κάπου πέντε χρονών. Παιζόταν στο σινεμά του Μπούσγου, εκεί που είναι η πισίνα Νόβα (ανατολικά- δίπλα από το Μultirama σήμερα). Η είσοδός του είχε μια μεγάλη πρόχειρη ξύλινη πόρτα. Από τα μεγάφωνα ακουγόταν «Το γιασεμί στο στήθος σου». Ήταν μαγικά! Μου είπαν πως υπήρχε στην πόλη κινηματογράφος- την εποχή του βωβού- στο Γρίμποβο. Η μητέρα για να ευχαριστήσει τους φιλοξενούμενού της, τους πήγε σινεμά. Οι δυο πιτσιρίκες κόρες της- που τις είχε βάλει για ύπνο- ζηλέψανε που έμειναν εκτός νυμφώνος! Όπως ήταν με τα νυχτικά τους, πήγαν και βρήκαν τη μαμά τους…Τι να τις έκανε τις χαϊδεμένες της; Το θερινό Σινέ- Ρέξ, σε οικόπεδο της πλατείας Φαρμάκη (Ντάρλας σήμερα). Και μετά- τη δεκαετία του 1960- οι κινηματογράφοι των παιδικών και νεανικών μου χρόνων. Ο χειμερινός και θερινός REX, το Ψανή στην ταράτσα του ξενοδοχείου Πλάζα, το χειμερινό και θερινό Σινέ -Μαρία στη Βαρδακουλά (με είσοδο το πρώην ΠΡΟ-ΠΟ) στην πλατεία Φαρμάκη.

Όλοι οι κινηματογράφοι της Ναυπάκτου ήταν προσεγμένοι, μα εκείνον που πρέπει να είχε κατά νου όταν έγραφε «Τα θερινά τα σινεμά» ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ήταν το Σινέ- Ναύπακτος! Οικόπεδο ανατολικά οικίας Νόβα (κλειστό βενζινάδικο σήμερα). Στρωμένο με χαλίκι θαλάσσης που μαζί με το πότισμα των λουλουδιών το κατάβρεχαν. Μια όαση δροσιάς και πράσινου στο κέντρο της πόλης! Αγιόκλημα και γιασεμιά σκαρφάλωναν στην ψηλή, ασπρισμένη του μάντρα. Εμπρός στην οθόνη, κήπος με νυχτολούλουδα, μαντζουράνες, τζίνιες, ηλιοτρόπια. Γλάστρες με βασιλικούς και δυόσμους παντού! Χρώματα και αρώματα κάτω από τον καθαρό, έναστρο ουρανό! Μαζί και η υγρασία της θάλασσας.

Ήταν μια διασκέδαση φθηνή, μια διασκέδαση για τους πολλούς. Άρτος και θεάματα! Άρτος τα «Στραγάλια, φυστίκια, πασατέμπο, ταμ- ταμ, λεμονάδες, πορτοκαλάδες παγωμένες ορίστεεεεε». Και θεάματα… Επίκαιρα, κλέφτες, αστυνόμοι, κατεργαραίοι, βoϊδοβοσκοί του Τέξας που πίναν δυνατά ντρίγκς, σερίφηδες, παλληκαράδες, σπιούνοι, παιδάκια του σχοινιού και του παλουκιού, πράκτορες που κάναν φόνο και τον ξεχνούσαν αμέσως, κατάσκοποι, ωραίες σινιορίνες, Αμερικάνοι τζέντελμαν, τυχοδιώκτες, χρυσοθήρες, δολάρια, γκάγκστερς, μπίζνες, ρομάντζα, αμαξάρες, ληστείες, αποδράσεις.

Κωμωδίες με γέλια μέχρι δακρύων και δράματα με αναφιλητά! Μιούζικαλ και πολλά τραγούδια!
Πως να αντισταθεί η παρέα των δεκατριάχρονων παιδιών, σ’ αυτό το δίωρο ταξίδι του νου σε έναν άλλον κόσμο, στην απόδραση στο όνειρο. Να δουν πράγματα που δεν τα ζει άνθρωπος στην καθημερινότητά του. Φανατικοί του σινεμά μεν, άφραγκοι στην τσέπη δε, το μελετήσανε καλά και βρήκαν τρόπο να μη χάνουν ταινία για ταινία. Στο Σινέ- Ναύπακτος, στο στενάκι -οδός Σπ. Μπλέρη- υπήρχε μια μουριά. Σκαρφαλώναν εκεί, περίμεναν να μπουν καμιά εικοσαριά στην πλατεία για να θολώσουν τα νερά και ένας-ένας πήδαγε μέσα! Εκμεταλλευόμενοι την δυνατότητα που τους πρόσφερε το σκοτάδι, βολεύονταν στα τελευταία καθίσματα και τη βγάζανε ζάχαρη! Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον μπάρπα- Νίκο τον Μαράγκα. Μια βραδιά, ακούμπησε τους λαθραίους στον ώμο «Εσύ, εσύ, εσύ και ‘σύ, έξω».

Στο Σινέ-Ρεξ, δεν μπορούσαν να μπουν, ήταν ψηλά. Εδώ που είναι σήμερα η Τράπεζα Πειραιώς υπήρχε μια μεγάλη αποθήκη της Ε.Γ.Σ. με λιπάσματα. Η ταράτσα της, ήταν μέρος που έβλεπε την οθόνη. Στο ισόγειο του Γούρα (βίντεο κλαμπ σήμερα) στεγάζονταν τα γραφεία της ένωσης και από ‘κεί οι αγρότες έπαιρναν τα χαλκοθειάφια τους. Οι πιτσιρικάδες ανέβαιναν στη μάντρα του Γούρα κι από εκεί στην ταράτσα. Τα μάλωνε ο ιδιοκτήτης, τα έπαιρνε χαμπάρι ο μπάρπα- Νίκος, τα κατάβρεχε με το λάστιχο και τρέπονταν σε άτακτη φυγή. Σε μια προσπάθεια διαφυγής του ο Κώστας, πάτησε πάνω στα τσίγκια μιας σκεπής, υποχώρησε ο σκουριασμένος τσίγκος και βρέθηκα φυλακισμένος μέσα σε ένα παρακέλι. Χαροπάλεψε να βγει! Άλλη φορά, τα παιδιά πηδήσανε πάνω στα σίδερα- φουρκέτες και κουλούρες – που ήταν εκεί για την κατασκευή του Ο.Τ.Ε.

Αρκούντως κινηματογραφόφιλοι τα δυο ζευγάρια φίλων, βάζαν τα παιδιά για ύπνο και παρακολουθούσαν ταινίες στο χειμερινό Ρέξ- δεύτερη προβολή-πολύ τακτικά. Ο ένας σύζυγος βαριόταν θανάσιμα, προτιμούσε το μαξιλάρι του αλλά για να μη χαλάσει το χατίρι της συμβίας του, ακολουθούσε. Χασμουριόταν και ενίοτε τον έπαιρνε ο ύπνος. Σ’ ένα πολεμικό έργο, σε βομβαρδισμό, όπως κοιμόταν πετάχτηκε όρθιος και ανήσυχος ζητούσε να μάθει τι είχε συμβεί. Μια άλλη φορά- τελείωσε η ταινία- η παρέα  απασχολημένη με το να σχολιάζει τα όσα είδε στο πανί, φθάνοντας στην Εθνική Τράπεζα διαπίστωσε πως ο άλλος έλειπε. Γυρίσαν πίσω και τον βρήκαν να μιλάει με τον Πάνο που είχε το κυλικείο. Τον είχε ξυπνήσει για να κλείσουν, τους καληνύχτισε με μια γκριμάτσα οίκτου σα να τους έλεγε. «Τι τον τραβολογάτε τον άνθρωπο αφού δεν το σηκώνει το άθλημα».

Μετά ήρθε η τηλεόραση, το βίντεο και τα υπόλοιπα της τεχνολογίας… Οι κινηματογράφοι έκλεισαν. Πέρα από το θέαμα που πρόσφερε η μεγάλη οθόνη, ήταν και η διαδικασία της μετάβασης, η παρακολούθηση της ταινίας με άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους που ίσως φεύγοντας να είχαν τα ίδια με ‘σένα συναισθήματα και να κάναν τα ίδια σχόλια! Είναι όμορφο να λες «Αχιλλέα φώτααααα» και να θυμούνται οι Ναυπάκτιοι τον υπεύθυνο ηλεκτρολόγο που καμιά φορά αργούσε να σβήσει ή ν’ ανάψει τα φώτα! Ένας κόσμος που χάθηκε οριστικά και είμαστε τυχεροί όσοι τον ζήσαμε!

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός» 



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...