Η Βούλα- η μάνα μου- ήταν 22 χρονών τότε. Ήρθαν απο τη Μακρυνεία τα ξαδέρφια της Δελημήτσου για το παζάρι του Άι-Δημητριού στη Ναύπακτο. Κανόνισαν το βράδυ να πάνε κινηματογράφο. Η Βούλα δεν είχε ξαναπάει. Δέσαν οι άνδρες τα άλογά τους στην αυλή και πήγαν όλοι μαζί στο Κεφαλόβρυσο στο παζάρι.Εκεί που περιδιάβαιναν τις παράγκες, ακούσανε προς τον Μοριά μπουμπουνιτά. Ήταν βαρύς, συννεφισμένος ο ουρανός και πίστεψαν πως ερχόταν καταιγίδα. Καταιγίδα ήταν σίγουρα, μόνο που θα κρατούσε χρόνια .Τα νέα έτρεξαν γρήγορα. Οι Ιταλοί, μας είχαν κηρύξει τον πόλεμο και βομβάρδιζαν την Πάτρα, με πολούς νεκρούς και τραυματίες! Ήταν η 28η Οκτωβρίου 1940! Τα ξαδέρφια της έφυγαν άρον- άρον για το χωριό τους κι από ‘κεί στο Μεσολόγγι να καταταγούν στον στρατό. Η επίσκεψη στον κινηματογράφο αναβλήθηκε για πολλά χρόνια αργότερα.
Στις 30 Οκτωβρίου, πέσαν κι εδώ τρείς βόμβες. Μια στη Ναύπακτο, πίσω από τον Άι- Γιώργη και δύο στο Λυγιά. Η πρώτη στου Γιωργακάκη τα μαντριά- πάνω από το σημερινό νεκροταφείο Λυγιά Νεοκάστρου- και η δεύτερη στα Νικέικα (ανατολικά του χειμάρρου Σκα). Είπαν πως ο πιλότος βλέποντας τους παζαριανούς, θεώρησε πως ήταν επίστρατοι που κατευθυνόταν προς τα σύνορα, ή πως ήταν άσχετος και έχασε τον στόχο του. Άλλοι είπαν πως θέλησε να προφυλάξει τον κόσμο και το σχολείο (3ο δημοτικό), ρίχνοντας τις βόμβες σε ακατοίκητα σημεία. Όπως και να’ναι, είχαμε μόνο τρείς νεκρούς. Τα βράδια στα παράθυρά τους οι κάτοικοι βάζανε σκούρα πανιά για να μη φέγγουν και δίνουν στόχο στα αεροπλάνα για βομβαρδισμό.
Τον Απρίλιο του ’41 ήρθαν στη Ναύπακτο οι Γερμανοί και τον Μάιο οι Ιταλοί, φέρνοντας μαζί τους πολλά δεινά…
Έπαιρνε να σουρουπώνει. Η Βούλα ήταν μόνη στο σπίτι στο Λυγιά. Άκουσε φασαρία στην αυλή. Φοβήθηκε και περίμενε. Χτύπησαν δυνατά την πόρτα να τους ανοίξει. Ήταν Ιταλοί στρατιώτες που έκαναν έρευνα για όπλα. Τρομαγμένη κινήθηκε προς την πόρτα να πεταχτεί έξω. Αυτοί έκαναν στην άκρη να της δώσουν τόπο να περάσει. Κουτσά -στραβά, με νοήματα τους εξήγησε πως τα αδέρφια της ήταν μικρά και πως δεν είχαν όπλα. Έψαξαν, δε βρήκαν τίποτα. Στην αυλή ήταν ένας σωρός σιτάρι. Ένας στρατιώτης πήρε λίγο στη χούφτα του, το κοίταξε και είπε <<Ιτάλια μιντάνι>>. Ίσως να εννοούσε την ποικιλία. Πέρασε το χέρι του πάνω απ’ το βασιλικό του γκαζοντενεκέ. Μπορεί να του θύμισε τη δική του αυλή, το σπίτι του και τη μάνα του, που σίγουρα δεν τον είχε μάθει να εισβάλει στα ξένα σπίτια και να αναστατώνει τους ενοίκους των… Τι δουλειά είχε εκεί.
Στο δρόμο που ανεβαίνει από τη δημοσιά στο Λυγιά, δεξιά στο χέρσο χωράφι του Καρακ’λάκη, ήταν στρατοπεδευμένοι Ιταλοί στρατιώτες. Είχαν μεγάλα μαύρα αυτοκίνητα και πολλά κιβώτια με ξερή σταφίδα. Η Βούλα, ο Θόδωρος Παπαναστασόπουλος( Ντούλας) και η Χαρίκλεια Παπαναστασοπούλου, συγκέντρωσαν τα λιγοστά κέρματα που είχαν στις τσέπες τους- ποσό ελάχιστο- και τους πλησίασαν, να αγοράσουν λίγα σπυριά σταφίδα. Πήραν τα χρήματα να προμηθευτούν τα τσιγάρα τους και κάνοντας νόημα στο Θόδωρο να γυρίσει την πλάτη του, ένας στρατιώτης πιάνει ένα κιβώτιο και το φόρτωσε στον ώμο του. Οι τρείς νέοι, χαρούμενοι για το ανεπάντεχο απόκτημά τους, απομακρύνθηκαν γρήγορα και πήγαν να κρυφτούν μέσα σε κάτι λυγιές να μοιράσουν τη σταφίδα, φοβούμενοι μην μετανιώσουν οι Ιταλοί και τους ακολουθήσουν να την πάρουν πίσω!
Χειμώνας του ’41, θέριζε η πείνα στις πόλεις. Νύχτα που χάλαγε ο Θεός τον κόσμο, πήγαν στο σπίτι της Βούλας στο Λυγιά, δυο άνδρες και δυο γυναίκες. Πεινασμένοι, βρεγμένοι, αξιολύπητοι. Ο ένας είχε στην πλάτη του ένα σακί. Έβγαλε από μέσα κανάτες, πιάτα, μαχαιροπίρουνα που αστράφτανε. Είπε στον πατέρα της Θωμά Θωμόπουλο, να τα πάρει για λίγες οκάδες καλαμπόκι. Εκείνος τους απάντησε ότι ο ίδιος δεν είχε τη δυνατότητα να τα πληρώσει στην αξία τους και να πάνε αλλού να τα δώσουν. Τους φτιάξανε τραχανά, ζεσταθήκανε, τους δώσανε και λίγο μπομποτάλευρο και φύγανε. Εκείνη την εποχή, κοπέλες σε χωριά του κάμπου, απέκτησαν μεταξωτά νυχτικά, που μην ξέροντας τι ήταν, τα φορούσαν και πήγαιναν στην εκκλησία! Τότε, νοικοκύρηδες έδωσαν τα σπίτια τους για κάποιες οκάδες καλαμπόκι να γλιτώσουν τις φαμελιές τους από την ασιτία και το θάνατο.. Με την απελευθέρωση, το κράτος έκανε νόμο, εκείνοι που πήραν περιουσίες μ’ αυτόν τον τρόπο να δώσουν κάποια χρήματα επιπλέον.
Ο πατέρας μου Γιώργος Σύψας, είχε συλληφθεί από τους Ιταλούς και μαζί με τον αδερφό του Δημοσθένη, βασανίστηκαν στη βίλα Γιάνναρη- την είχαν επιτάξει οι Ιταλοί- (απέναντι από το Εργατικό Κέντρο).Στο οικόπεδο αυτό γίνονταν εκτελέσεις και θάβαν τους νεκρούς εκεί( υπάρχει κενοτάφιο στο σημείο σήμερα). Τα δυο αδέρφια αποφυλακίστηκαν με παρέμβαση Νόβα( ήταν κουμπάροι). Ο λόγος. Ενώ ο Γιώργος ήταν στο χωράφι, ακούστηκαν πυροβολισμοί, κάποιος κυνηγούσε .Με το <<Αλτ>> και τις φωνές της περιπόλου κατάλαβε ότι κάτι γίνεται. Προσπάθησε να πάρει το άλογό του και να φύγει. Εκείνο εκπαιδευμένο στο στρατό -από ‘κει το είχαν πάρει με την κατάρρευση του μετώπου – ακούγοντας τους πυροβολισμούς, έπεσε μέσα στη σούδα για κάλυψη, γονάτισε και δεν το κουνούσε. Έφτασαν οι Ιταλοί και τον έπιασαν. Η κατηγορία, κατοχή και χρήση όπλου. Τον ανέκριναν και τον χτύπησαν για να ομολογήσει που είχε κρύψει το τουφέκι. Ήταν διαταγή να παραδώσουν όλοι τα όπλα τους στη διοίκηση. Πήγε στο κρατητήριο ο αδερφός του να δει τι είχε συμβεί, συνέλαβαν και ‘κείνον. Αντάρες του ΕΛΑΣ και οι δυο μετά! Είχαν ένα καινούριο δίπατο σπίτι πάνω στη δημοσιά, στη Μαράγδω( Δάφνη).Είχε όμορφες ζωγραφιές στους τοίχους και στα ταβάνια! Το κατώι ήταν γεμάτο ξυλεία. Κάναν εμπόριο. Εκεί έμεινε ο Άρης Βελουχιώτης τρείς μέρες. Από’ κεί ο Βασίλης, ο μεγαλύτερος αδερφός, με μια άμαξα που είχαν πάρει από του Ιταλούς με τη συνθηκολόγηση, τον έφερε στη Ναύπακτο, για να μιλήσει από το μπαλκόνι του Ταρκαζίκη, στο λιμάνι.
Ήταν ώρα που η φαμελιά βρισκόταν στο σπίτι. Ο Γιώργος περιφρουρούσε στο βουναλάκι πάνω απ’ τον δημόσιο δρόμο. Στην ευθεία του Ξηροπηγάδου, βλέπει ένα κομβόι από μηχανές και αυτοκίνητα να έρχεται προς τη Δάφνη. Φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε <<Γερμανοί- Γερμανοί>>. Πετάγονται όλοι έξω και φεύγουν προς το βουνό. Οι Γερμανοί οδηγούμενοι από Ναυπάκτιους καταδότες, κάψαν το σπίτι, τις αποθήκες, τα γεννήματα. Η διαταγή ήταν να εκτελεστούν όλοι…Εξομολόγηση παρόντα λίγο καιρό πριν φύγει από τη ζωή<< Μετά από μια επίδειξη δύναμης στη Σκάλα, πήγαμε και κάψαμε στη Μαράγδω…>>.Και στην ερώτηση <<Γιατί μπάρπα- ……;>>. <<Αν δεν ακολουθούσα θα με σκότωναν>> Δεν είναι όλοι για τα μεγάλα όχι!
Ο Γιώργος και Βούλα παντρεύτηκαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944. Το βράδυ εκείνης της Κυριακής, πιαστήκαν τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα και ακολούθησαν πέτρινα χρόνια!
Με τούτα τα λίγα και με πολλά άλλα, ατελείωτα και τραγικά και σπουδαία, έγραψε και η πόλη μας τη δική της ιστορία και μικροϊστορία. Με τους δικούς της ήρωες, τους δικούς της νεκρούς, τους δικούς της προδότες και τους δικούς της τρομοκρατημένους.
Αυτά για την ιστορική μνήμη…Ποτέ ξανά πατριώτες!

Επίταξη 1ου Γυμνασίου Ναυπάκτου από τις δυνάμεις κατοχής.
Φωτό “Από τον παλιό τον Έπαχτο” to



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...