Καθυστερήσεις, παραλείψεις, αμέλεια… με το πέρας των ωρών η ναυτική τραγωδία του «Norman Atlantic», παίρνει τα χαρακτηριστικά μίας τραγωδίας που θα μπορούσε να μην είχε συμβεί ποτέ, αναφέρει η συντάκτρια της σημαντικότερης ιταλικής εφημερίδας, Φιορέντζα Σαρτζανίνι.
Η επιβεβαίωση των σφαλμάτων, σύμφωνα με το δημοσίευμα, αποδεικνύεται από την υπογραφή της δέσμευσης του πλοίου από τους δικαστές του Μπάρι, οι οποίοι έδωσαν εντολή να μεταφερθεί το κουφάρι του πλοίου στο λιμάνι του Μπρίντιζι, την ώρα που κατευθυνόταν ήδη προς την Αυλώνα.
Η εντολή τονίζει τις ελλείψεις από τη στιγμή που εξέπνευσε σήμα κινδύνου και από την ώρα που έπρεπε να ξεκινήσει η διαδικασία διάσωσης των επιβαινόντων, ενώ όπως επισημαίνει το δημοσίευμα, πρέπει να διερευνηθούν τα αίτια για τα οποία ο συναγερμός δεν σήμανε την ώρα της πυρκαγιάς, όπως τουλάχιστον καταγγέλλουν οι επιβαίνοντες του πλοίου.
Παράλληλα, η ειδοποίηση που επιδόθηκε από την εισαγγελία του Μπάρι στην εταιρία Visemar di Navigazione S.R.l που ναύλωσε το οχηματαγωγό «Norman Atlantic», επισημαίνει την επείγουσα ανάγκη να παραδοθεί το πλοίο ώστε να εξεταστεί «η δυναμική της πυρκαγιάς και η διαδικασία εκκένωσης που δεν επετεύχθη σε αντίθεση με αυτό που προβλέπεται».
Το παραπάνω, μάλιστα, αποδεικνύει πως η εισαγγελία του Μπάρι εκφράζει έντονες αμφιβολίες γύρω από τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης από το πλήρωμα του σκάφους, καθώς και τις δραματικές παραλείψεις που οδήγησαν στην τραγωδία.
Όπως αναφέρει η Σαρτζανίνι, δεν είναι τυχαίο ότι η ιταλική δικαιοσύνη μιλάει ρητά για την διεξαγωγή έρευνας σχετικά με τον εξοπλισμό του πλοίου.
«Εκτός από τα συστήματα ασφαλείας, πρέπει να διαπιστωθούν τα αίτια για τα οποία δεν κατέστη δυνατό να πέσουν στη θάλασσα κάποιες από τις σωστικές λέμβους, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει για πολλές ώρες η εκκένωση του πλοίου και θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές των ανθρώπων ή ακόμα και προκαλώντας το θάνατο μερικών από αυτών», τονίζει το ιταλικό δημοσίευμα.
Έπειτα από την καταγγελία επιβατών ότι οι άνδρες του ιταλικού Ναυτικού τους κατέσχεσαν τα κινητά τηλέφωνα, η δημοσιογράφος εξηγεί πως το υλικό που ενδέχεται να έχει καταγραφεί στις συσκευές πιθανόν να δώσει απαντήσεις γύρω από το περιστατικό.
Όπως επισημαίνει, η ώρα που γυρίστηκαν τα βίντεο και τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες μπορεί να αποτελέσει κλειδί για τις έρευνες καθώς και για την ακριβή στιγμή που εξέπεμψε το σήμα κινδύνου.
Μέχρι στιγμής έχει γνωστό ότι η πυρκαγιά ξέσπασε στο γκαράζ του πλοίου στις 4.30 (τοπική ώρα) της περασμένη Κυριακής, περίπου 12 ώρες πριν την προγραμματισμένη άφιξή του στο λιμάνι της Ανκόνας, ενώ λίγο αργότερα ο πλοίαρχος, Αρτζίλιο Τζακομάτζι, εξέπεμψε το «MayDay».
Όσο για τον αριθμό των οχημάτων που είχαν επιβιβαστεί στο πλοίο, σύμφωνα με την επίσημη λίστα που επικαλείται το δημοσίευμα, βρίσκονταν 128 φορτηγά, εκ των οποίων τουλάχιστον τέσσερα μετέφεραν λάδι, 90 ιδιωτικά οχήματα, δύο λεωφορεία και μία μοτοσικλέτα.
Ωστόσο, καθώς το… αλαλούμ με τις λίστες δεν έχει τέλος, ενδέχεται τα οχήματα να ήταν πολλά περισσότερα, με αποτέλεσμα το βάρος που είχε το πλοίο να είναι πολύ μεγαλύτερο από το επιτρεπτό.
Ωστόσο, το υλικό μπορεί να δώσει απαντήσεις στο ερώτημα γιατί καθυστέρησε να σημάνει ο συναγερμός, από τον οποίο κρινόταν η τύχη πολλών επιβαινόντων.
Επιπλέον, η έρευνα των ιταλικών αρχών θα διευκρινίσει κατά πόσο οι μαρτυρίες κάποιων επιβαινόντων ευσταθούν, σχετικά με το ύψος των φορτηγών που είχαν φορτωθεί στο πλοίο.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, η οροφή μερικών από τα φορτηγά άγγιζε στο πάτωμα του αμπαριού και εξαιτίας της σφοδρής κακοκαιρίας ενδέχεται αυτές οι δύο επιφάνειες να άγγιζαν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα η τριβή να προκάλεσε σπινθήρες που μπορεί να οδήγησε στην πυρκαγιά.
Την ίδια ώρα, προκύπτουν κενά στην πυρασφάλεια του πλοίου, καθώς δεν κατέστη δυνατό να τεθεί υπό έλεγχο η πυρκαγιά, η οποία εντέλει εξαπλώθηκε γρήγορα.
Δεν είναι τυχαίο πως μία οικογένεια διασωθέντων αποφάσισε να κινηθεί νομικά με την εκπροσώπηση ομάδας νομικών που έχουν αναλάβει την υπόθεση περίπου 100 επιβατών του μοιραίου κρουαζιερόπλοιου Costa Concordia.
Όπως ανέφερε η δικηγόρος, Αλεσάντρα Γκουαρίνι, πρόκειται να διερευνηθεί η σωστή λειτουργία του εξοπλισμού του «Norman Atlantic», των συστημάτων ασφαλείας, αλλά και τα πορίσματα επιθεώρησης του Νηογνώμονα.
«Οι επιθεωρήσεις είναι μία παρωδία, ακόμα και μπροστά από ξεκάθαρες παραβιάσεις τα πλοία δεν σταματούν. Έπειτα από κάθε ναυάγιο διερωτούμαστε γύρω από τον τρόπο που πραγματοποιούνται οι έλεγχοι», τονίζει η Γκουαρίνι.