Ξημερώματα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου παρουσιάσθηκε έμπροσθέν του ένας Ρωμαίος Στρατιωτικός με την μορφή του Αγίου Κωνσταντίνου σε εικόνα που είχαν μέσα στον Ιερό Ναό και του είπε ολοζώντανα “αν τελικά συλλειτουργούσες με αυτόν θα επέτρεπα να βρωμίσουν και τα μάρμαρα του κυρίως Ναού”.
Ο Γέροντας σηκώθηκε ανήσυχος , δεν ήξερε τι να κάνει. Το ξημέρωμα τον βρήκε μπροστά στην εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου να προσεύχεται ικετευτικά. Ξεκίνησε με βαριά καρδιά τον Όρθρο αλλά ο αρχιμανδρίτης δεν φαινόταν ακόμα. Ένα παπαδάκι του έφερε την είδηση, ο ιερέας που θα λειτουργούσε μαζί του αδυνατούσε να προσέλθει γιατί αποβραδίς ήταν κλινήρης από λουμπάγκο.
Ο Γέροντας τα επόμενα χρόνια όταν του άνοιγαν συζήτηση για τα οικουμενιστικά ανοίγματα κάποιων έφερνε το περιστατικό που έζησε με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τα κατουρημένα μάρμαρα.