“Ο Κάγκας”…γράφει η Μ.Ασημακοπούλου

Είναι κάτι άνθρωποι, που το’χει η μοίρα τους να φέρνουν μόνο ασόδια στις ζαριές της ζωής!

Κώστας Κάγκας, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Λιάρος. Ένας βίος φορτωμένος απελπισία και θρήνο, καπνούς, αντάρα και αίμα.

Πνίγηκε στη σούδα. Θεός σχωρέσ’ την ψυχούλα του. Πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία. Γύρευε τι είδαν τα ματάκια του στα βάθη της Τουρκιάς! Επιστρέφοντας στην πατρίδα, έμαθε πως ο μοναχογιός που είχε αφήσει πίσω, πέθανε. Θλιβερός ναυαγός της οικογενειακής ζωής. Η Γερμανική Κατοχή του έδωσε το τελευταίο χτύπημα. Είχε κάτι λεφτούλια στην τράπεζα, με τον Τσολάκογλου έγιναν <<εφημερίδα>>.Δεν είναι λίγα όλα τούτα για να τα ‘ντέξει άνθρωπος. Με τι κουράγιο να ξαναμπεί στο παιχνίδι της ζωής για να ρεφάρει…Η ζημιά του τσάκισε την ψυχή. Αν ρωτάς τι μέρος του λόγου ήταν ο Κώστας, η απάντηση είναι, ανώμαλο ρήμα με τους δικούς του χρόνους και εγκλήσεις, ενταγμένο όμως στη δύσκολη γραμματική του τόπου μας! Μεγάλο αγκάθι φύτρωσε μέσα του όλο πόνο, μέχρι που σάλεψε ο φουκαράς. Ο θυμός και η οργή ως απόρροια των όσων βίωνε, ήταν εμφανέστατα καθημερινά!

Κοντός, λιπόσαρκος, λιγοστά τα μαλλάκια του και τραγιάσκα στο κεφάλι. Το πρόσωπό του αξύριστο, σκαμμένο απ’ το χρόνο και τα βάσανα. Φορούσε Χειμώνα- Καλοκαίρι, τα ίδια ρούχα, λερά και κουρελιασμένα. Άρβυλα λυτά, λασπωμένα που οι μύτες τους έχασκαν.

Εμείς τα παιδιά τον φοβόμασταν. Το όνομά του, ήταν απειλή στο στόμα των μεγάλων για κάθε μας αταξία. <<Θα φωνάξω τον Κάγκα>>. Ή όταν κάποιος μιλούσε γρήγορα και θυμωμένα << Παταλαλάει σαν τον Κάγκα>> λέγανε.

Δεν πείραζε κανέναν. Είχε ένα χούι όμως…

Κάθε πρωί, ό,τι καιρό και να ‘κανε, φορτωμένος στην καμπουριασμένη πλάτη του μια λινάτσα με τα λιγοστά του υπάρχοντα, ερχόταν ποδαράτο απ’ την Μανάγουλη στη Ναύπακτο. Έμπαινε στην Εθνική Τράπεζα, στην Πλατεία Φαρμάκη. Έπαιρνε θέση στη μέση της αιθούσης. Αναψοκοκκινισμένος, με τα μάτια του να γυαλίζουν, σε έξαψη με φωνή δυνατή, χειρονομώντας έλεγε λόγια ακατάληπτα. Κάτι σαν έντονη διαμαρτυρία. Και έκλεινε κάθε του ακατανόητο λογύδριο με τη φράση, που είχε γίνει και σλόγκαν της εποχής, << Κάτ’ τα λεφτά, κάτ’ τα χρέη>>.

Αντισυστημικός και επαναστάτης ο Κάγκας! Μια φορά που έτυχε να πέσει πάνω σε ανακαίνιση της τράπεζας και γινόταν εκεί μέσα ένας ψιλοχαμός, φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του γεμάτος ικανοποίηση <<Ρουφιάνα, π…άνα Τράπεζα, σε είδα όπως ήθελα…>> και έφυγε ευτυχισμένος για τη Μανάγουλη. Οι υπάλληλοι αλλά και οι Ναυπάκτιοι πελάτες της τράπεζας τον ήξεραν, ούτε που γύριζαν να τον κοιτάξουν. Σα να μην υπήρχε! Μόλις τελείωνε την παράσταση διαμαρτυρίας, θριαμβευτής με βήμα ταχύ, έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής.

Μια μέρα δεν έφυγε κατευθείαν για την Μανάγουλη, κατά παρέκκλιση, μπήκε στη μπυραρία-ψησταριά του Γιώργου Θεοδωρόπουλου, στην κάτω μεριά της Πλατείας. Γεμάτο το μαγαζί με παρέες που κουβέντιαζαν, γελούσαν και χαίρονταν του εκλεκτούς μεζέδες, τις μπυρίτσες τους, τα ουζάκια τους. Το αρνί στη σούβλα έσπαγε μύτες! Μερακλής και ευχάριστος άνθρωπος ο μαγαζάτορας, τσακιζόταν να περιποιηθεί τους πελάτες.

Μπαίνοντας με φούρια ο νεοφερμένος, φώναξε <<Καλ’μέρα>>. Κανένας από τους ενταγμένους δεν πρόσεξε τον αποκλίνοντα , κανένας δε γύρισε το κεφάλι του, κανένας δεν τον ξεκαλημέρισε. Τότε κι αυτός, σήκωσε το δεξί του πόδι και το χτύπησε με δύναμη στο σανιδένιο πάτωμα, σα σε στρατιωτικό παράγγελμα. Από που βγήκε εκείνη η στεντόρεια φωνή, η γεμάτη παράπονο!

–Είπα καλ’ μέρα ωρέεε!

Ησυχία επικράτησε για λίγο στη σάλα. Και μετά… Δειλά- δειλά ήρθαν οι πρώτες καλημέρες και έπειτα περισσότερες, μαζί και τα κεράσματα.

–Μάστορα, φέρε στον Κώστα ό,τι θέλει…

Η καλημέρα είναι του Θεού, όπως λέγανε και οι πριν από μας σε τούτον ‘δώ τον τόπο! Ας την πούμε κι ας πέσει κάτω. Καρατσεκαρισμένο, δε θα πάθουμε τίποτα…

Φωτογραφία: Αρχείο Κώστα Κουτσόπουλου.



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...