Ναύπακτος: Αφιέρωμα στο Γιάννη Βλαχογιάννη την Δευτέρα 11/12

Αφιέρωμα στο Γιάννη Βλαχογιάννη
(για τα 150 χρόνια από τη γέννησή του)
Του Ηλία Στ. Δημητρόπουλου

Η Ναύπακτος και η Πάτρα καθημερινά έρχονται όλο και πιο κοντά από κάθε άποψη, δηλαδή, οικονομική, πολιτιστική, κοινωνική και γιατί όχι και πνευματική, για να μην πούμε ίσως και διοικητικά σε βάθος χρόνου.
Βασικό κλειδί για την παραπέρα ανάπτυξη αυτών των σχέσεων, επ’ ωφελεία και των δύο πλευρών, είναι το μεγάλο έργο της γέφυρας Ρίου- Αντιρρίου, ‘’Χαρίλαος Τρικούπης’’, που όμως ,αντί να ενώνει, στην ουσία χωρίζει, λόγω του απαράδεκτου υψηλού κόστους των διοδίων.
Η πνευματική όμως σχέση, ευτυχώς, δεν υπόκειται σε διόδια. Και αυτό γιατί έχουμε όλο και πιο συχνές παρεμβάσεις στα πνευματικά δρώμενα της Πάτρας από Ναυπάκτιους και κυρίως με θέματα που διακρίνονται από τους διαχρονικούς δεσμούς μεταξύ Πατρών και Ναυπακτίας.
Πρόσφατα (30/10/17), ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Κωνσταντίνος Κονίδας (καταγωγή από τη Σκάλα Ναυπακτίας), μίλησε στη Βιβλιοθήκη Πατρών για τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571μ.Χ.) και τη Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου (7.00μ.μ.), στο πλαίσιο των Φιλολογικών βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδας, θα μιλήσει ο Πρόεδρος του Ναυπακτιακού Συνδέσμου Πατρών, Ηλίας Στ. Δημητρόπουλος, με θέμα «ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ ο Επαχτίτης- 150 χρόνια από τη γέννησή του».
Με την ευκαιρία της ομιλίας του παρατίθεται ένα συνοπτικό αφιέρωμα στο Γιάννη Βλαχογιάννη, το μεγάλο αυτό τέκνο της Ναυπάκτου, που τ’ όνομά του έχει καταστεί ¨ταυτόσημο» με την εθνική παλιγγενεσία του 1821.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, γεννήθηκε στη Ναύπακτο στις 27 Ιουλίου του 1867, ανήμερα της εορτής του Αγίου Παντελεήμονα και απεβίωσε στην Αθήνα στις 23 Αυγούστου 1945. Πατέρας του ήταν ο Οδυσσέας Βλάχος του Γεωργίου, τσαγκάρης (επισκευή τσαρουχιών) το επάγγελμα. Μητέρα του ήταν η Αναστασία Παπαζαφείρη, κόρη του Σουλιώτη ήρωα Παπαζαφείρη και εγγονή της χήρας Σουλιώτισσας Δημήτρω Λάμπρο Γκιώνενας, η οποία είχε διασωθεί στην έξοδο του Μεσολογγίου.
Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν οκτώ παιδιά εκ των οποίων επέζησαν τα πέντε, τρία αγόρια και δύο κορίτσια, ήτοι:
Χαράλαμπος που απεβίωσε όταν υπηρετούσε στο στρατό ως έφεδρος Αξιωματικός.
Γεώργιος (1864- 1937), ο Στρατηγός που έδρασε κι εγκαταστάθηκε στην Πάτρα
Ιωάννης, (1867- 1945), ο λογοτέχνης- ιστοριοδίφης
Βασιλική άγαμος, απεβίωσε το 1938 στην Αθήνα
Αγγελική άγαμος, απεβίωσε επίσης το 1956 στην Αθήνα.
Κανένα από τα αδέρφια δεν άφησε απογόνους κι έτσι έκλεισε βιολογικά το κεφάλαιο ‘’Βλαχογιάννης’’.
Μαζί με την οικογένεια στη Ναύπακτο συγκατοικούσε και η προγιαγιά (Βάβω) των παιδιών η Δημητρώ Λάμπρου Γκιώνενα. Αυτή έμελλε να μεταλαμπαδεύσει τα κατορθώματα και τους ηρωισμούς του Σουλίου και του επικού αγώνα του 1821 κι απ’ αυτή «κοινώνησαν» το μεγαλείο του 21 τα νεαρά βλαστάρια του Βλαχογιανναίικου σπιτιού.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης μεγαλωμένος και γαλουχημένος σ’ αυτό το περιβάλλον τελείωσε το δημοτικό και τις πρώτες τάξεις του Σχολαρχείου στη Ναύπακτο και συνέχισε το Σχολαρχείο στη Ζάκυνθο και τι πρώτες Γυμνασιακές τάξεις στην Κόρινθο, ουσιαστικά ως οικόσιτος υπηρέτης.
Το 1886 γράφτηκε στο Β΄ Γυμνάσιο Πατρών από το οποίο αποφοίτησε με βαθμό 8,5 (λίαν καλώς). Διέμενε, φτωχικά με ενοίκιο, στην περιοχή του Παντοκράτορα, όπου έγραψε και το πρώτο έργο του «η Παιχνιδιάρα».
Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου γράφτηκε στη φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που όμως δεν πήρε πτυχίο , γιατί αφιερώθηκε με πάθος για να σώσει τον πνευματικό πλούτο της Επανάστασης του 1821.
Εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής μαζί με τον Παπαδιαμάντη, τον Κονδυλάκη κι άλλους επιφανείς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής.
Η πρώτη εμφάνιση του Βλαχογιάννη στο χώρο των γραμμάτων τοποθετείται το 1890 όταν έγραψε το διήγημα «ο ξενιτεμένος», που απέσπασε θετικά σχόλια και επαινέθηκε και από τον Παπαδιαμάντη.
Τα έργα του είναι ποικίλης μορφής, πεζογραφικά, ηθογραφικά, νουβέλες, ποίηση, θεατρικά, διασκορπισμένα σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Υπήρξε δημοτικιστής, χωρίς όμως να εμπλακεί στις ολέθριες διαμάχες για το γλωσσικό.
Υπήρξε ο «πατέρας» των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ), επειδή με δική του εισήγηση, το 1914, στο χαρισματικό Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ιδρύθηκε η πολύτιμη αυτή υπηρεσία και μάλιστα τον διόρισε ως Γενικό Διευθυντή της, θέση στην οποία υπηρέτησε μέχρι το 1937.
Στην κυριολεξία αφιέρωσε τη ζωή του στη διάσωση, ανάδειξη και περιφρούρηση από διαστρεβλώσεις και νοθεύσεις, του μεγάλου 1821.
Αρκεί και μόνο να υπομιμνηστεί η ανεύρεση και ο 17μηνος νυχθημερόν μόχθος του, για την ανάδειξη του μνημειώδους έργου «Απομνημονεύματα του Στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη».
Δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το μεγάλο όνειρό του, το έργο του για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, το 1948. Παρέμεινε σ’ όλη τη ζωή του ένας δεύτερος «κοσμοκαλόγερος», ως άλλος Παπαδιαμάντης αφιερωμένος στην επιταγή της ιστορίας. Δικαίως χαρακτηρίζεται ως «κιβωτός» του 1821.
Από το πλούσιο και διασκορπισμένο αρχείο του, μετά από πολλές περιπέτειες, ένα μεγάλο μέρος φυλάσσεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου σε ξεχωριστό χώρο, ως συλλογή Γιάννη Βλαχογιάννη.
Η προτομή του και το σπίτι που γεννήθηκε βρίσκονται στο κεντρικό δρόμο της Ναυπάκτου (πλησίον του Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου).
Ένα μικρό δείγμα της λογοτεχνικής προσφοράς του, είναι το απόσπασμα από το έργο του «Μεγάλα χρόνια» (αναφέρεται στην έξοδο του Μεσολογγίου) το οποίο και παρατίθεται :

«Η χήρα σκύβει για στερνή φορά, κι άγρια και βραχνερά την άμοιρη μικρούλα θέλει να ορμηνέψει.
– Ανθή μου, Ανθή, Ανθίτσα μου, εδώ πού θα κινήσουμε, σφιχτά να μου κρατείς τη φουστανέλα. Τίποτ’ άλλο να μη βλέπεις και να μην ακούς: τη φουστανέλα να μη χάσεις απ’ τα χέρια σου ! Ανθή μου, Ανθίτσα μου… Εδώ που πάμε, για να σε γλυτώσω, πρέπει να χτυπώ με το σπαθί, μ’ ό,τι μπορώ. Δε θά ‘χω όλο το νου μου απάνου σου.
Βαστάξου εσύ με τα χεράκια σου, με τη καρδιά σου ! Πιάσου…
Και κινήσανε. Μες τη θεοποντή, που ανοίγαν και περούσανε, χωρίς να γείρει πίσω, κάποτε ρωτούσε η χήρα :
– -Πού είσαι, Ανθή ;
– -Εδώ είμαι, μάνα.
Μα κάποτε, κι εκεί που πλάκωσε το κύμα το τρανό, και σάρωσε και σαρώθηκε, η χήρα ξέχασε την Ανθή, για μόνη μια στιγμή ξέχασε και να τη ρωτήσει. Κι άμα βρέθηκε σε μια βρουλιά κρυμμένη και πήρε αναπνοή, τότε είδε πώς έλειπε η Ανθή της. Δεν άργησε ύστερα στη απάνω ράχη να βρεθεί. Τότε, γύρισε στον εαυτό της. Τότε ξύπνησε της θυγατέρας ο καημός μες την καρδιά της.
– Ανθή φώναξε, και πάλι φώναξε. Ανθή ! Ανθίτσα !
Του κάκου ! Η Ανθίτσα πάει πια ! Πάει και το Μεσολόγγι»….



Ακολουθήστε μας σε Google News, Facebook και Instagram και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ γράψτε το σχόλιο σας!
Το όνομα σας ...